Τρίτη 17 Μαΐου 2022

Άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης), Μια διδακτική παραβολή

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

[Έλεγε ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης]: Σ’ ένα χωριό κτιζόταν μια εκκλησία και ο καθένας βοηθούσε όπως μπορούσε.  Όποιος είχε ζώο το διέθετε για να κουβαλάει πέτρες και όσοι ήταν γεροί δούλευαν.

Στο χωριό ήταν και μια γιαγιά πολύ φτωχή, που δεν είχε τίποτα να δώσει για το ναό.

Πονούσε η ψυχή της γι’ αυτό και καθώς περνούσαν τα ζώα που κουβαλούσαν τις πέτρες, μάζευε χορταράκια και τους τα έριχνε να τα τρώνε να παίρνουν δυνάμεις.

Όταν τελείωσε ο ναός, έκαναν τα εγκαίνια και σε μια επιγραφή έγραψαν το όνομα του Δεσπότη.

Συνέβαινε όμως το εξής: μόλις γραφόταν το όνομα του Δεσπότη και έβαζαν την επιγραφή, την άλλη μέρα έβρισκαν σβησμένο το όνομά του και γραμμένο το όνομα της γιαγιάς.

Αυτό έγινε τρεις φορές.

Απορούσαν όλοι και φώναξαν τη γιαγιά.

Όταν εκείνη πήγε στο ναό, την ρώτησαν:
– Γιαγιά, τι καλό έκανες εσύ και γράφεται το όνομά σου στην πλάκα, ενώ εμείς έχουμε χαράξει το όνομα του Δεσπότη;
– Καλό; Μα τι καλό να κάνω εγώ, παιδί μου, η φτωχή;.

Εκείνοι όμως επέμεναν.

Τότε σκέφτηκε η γιαγιά και τους αποκρίθηκε:
– Δεν έκανα τίποτα, παιδιά μου. Μόνο που όταν έβλεπα τα ζώα που κουβαλούσαν τις πέτρες για το ναό, καιγόταν η ψυχή μου γιατί δεν μπορούσα να προσφέρω τίποτα· έτσι μάζευα χόρτα και τα έριχνα στα ζώα.

Κι όμως, αυτά τα λίγα χόρτα της γιαγιάς έπιασαν τόσο τόπο όσο δεν έπιασε κανενός άλλου η προσφορά, γιατί ήταν πηγαία, ταπεινή και κρυφή.

Από το βιβλίο, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, Ο Άγιος των πτωχών και των πονεμένων», έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως (Ταξιάρχες) Σίψα Δράμας.

πηγή