(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Δύο συννυφάδες από τα χωριά της Δράμας πήγαν να εξομολογηθούν στον όσιο [τον όσιο Γεώργιο Καρσλίδη].
Είπε στην μία:
– Πού ήρθες; Γιατί ήρθες και με τη διπλανή σου δεν μιλάς; Γιατί την
έκανες τόσο κακό; Τι σου έφταιξε και την έκανες και μάγια; Πήγαινε να
συγχωρεθείς λοιπόν, και να της πεις ότι εκείνα τα μάγια εσύ τα έκανες
και μετά θα ‘ρθεις να σου δώσω κανόνα να συγχωρεθείς, γιατί αλλιώς δεν
θα λιώσεις. Πρόσεξε μπορεί να κάνεις και καλά, αλλά τα κακά σου είναι
πιο πολλά.
Κατόπιν πήρε μία χούφτα πετραδάκια και τα πέταξε, μαζί και μία μεγάλη πέτρα, συνεχίζοντας:
– Πάνε τώρα να τα μαζέψεις. Τι θα μου φέρεις, το μεγάλο ή τα μικρά; Τα μικρά μπορείς να μαζέψεις; Ε, λοιπόν, η αμαρτία της άλλης ήταν μεγάλη μεν, αλλά ήταν μία.
Τα δικά σου όμως, που παριστάνεις την καλή, είναι όλα αυτά τα
μικρά-μικρά, που γίνονται τέσσερα σαν το μεγάλο. Γι’ αυτό μη σχολιάζεις
την αμαρτία τη μεγάλη της άλλης. Πιο εύκολο είναι εκείνη να μετανοήσει,
εσύ τι θα κάνεις πρόσεξε.
Τότε εκείνη έκλαιγε με λυγμούς κι έλεγε:
– Αυτός ο καλόγερος ξέρει όλα αυτά που έκανα.
Κατόπιν ο όσιος στράφηκε στην άλλη γυναίκα και της θύμισε:
– Εσύ έταξες ένα μοσχαράκι παρδαλό που είχες τότε, γιατί δεν το έδωσες; Το τάμα είναι τάμα ιερό.
Συχνά και σε άλλους συμβούλευε: «Αν δεν είσαστε σίγουροι ότι θα δώσετε το τάμα σας, μη τάζετε».
Από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτη, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, (1901-1959)», έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα), Δράμα.