Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Από πάνω της
κρέμονταν 30 στέμματα των αυτοκρατόρων, ανάμεσα τους και αυτό του Μ.
Κωνσταντίνου. Και λέγεται ότι αυτό γινόταν για να θυμίζουν στους χριστιανούς
την προδοσία του Ιούδα. Τα τριάκοντα αργύρια.
Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την
Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα
και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα
χέρια των Τούρκων. Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με
όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που
μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του
Μαρμαρά.
Από τότε μέχρι σήμερα
στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι
πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην
γύρω περιοχή. Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που
έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το
περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν
άκαρπες.
Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος
Χρονική” (1781) διαβάζουμε:
” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν
της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν
εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του
θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν
η Αγία Τράπεζα κξαι εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν
και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα,
η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα
είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με
περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα,
και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων
αρωμάτων “
Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει
για το περιστατικό:
“ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την
Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα
εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή
και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γ΄λήνη που είναι πάντα
εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα
βάθη της θάλασσας.”
Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια
φεύγουνι,
που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι
αναστενάζει.
το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου
του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν
Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις………
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της
θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το
ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο
άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει,
εκεί είναι γαλήνη και ησυχία.
Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές
ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν
κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το
ναυαγισμένο καράβι.
Κανείς δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ αυτό το
μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι.
Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει
στην άμμο του βυθού, θ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θ
αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ αράξει. Θα
την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε
πάλι στη Σοφία του Θεού.
Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός,
θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και
ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.
πηγή