Αυτό που χαρακτηρίζει όμως κυρίως τον μοναχισμό είναι η υπακοή. Χωρίς την υπακοή δεν υφίσταται μοναχισμός. Οι μοναχοί εκουσίως παραδίδουν τους εαυτούς τους στον Γέροντα που είναι σε θέση και τύπο Χριστού. Με την υπακοή νεκρώνουν το θέλημά τους, ελευθερώνονται από τα πάθη, γίνονται ταπεινοί και έτσι η θεία Χάρις μεταμορφώνει την ψυχή τους σε ναό του Θεού (βλ. Α‘ Κορ. 3,16). Εχοντας μόνιμη και αισθητή την παρουσία της θείας Χάριτος στην ψυχή τους γίνονται οι «εμπειρικοί θεολόγοι», γιατί αληθινός θεολόγος είναι αυτός στον οποίο «λαλεί» εντός του ο Θεός Λόγος. Τα μοναστήρια που βρίσκονται εκτός του κόσμου χαρακτηρίζονταν ανέκαθεν ως πανεπιστήμια της ερήμου. Σε αυτά διδάσκεται η επιστήμη των επιστημών και η τέχνη των τεχνών, όπως αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δηλαδή η οδός για την θεραπεία της ψυχής, την θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Ο κύριος σκοπός του μοναχού και όλος ο αγώνας της ασκητικής του ζωής αποβλέπει στον εν Χριστώ αγιασμό του. Κάθε μοναχός λαμβάνει πείρα της πνευματικής του προκοπής με την ανάλογη μέθεξη της θεοποιού Χάριτος.
Ο κοινοβιάτης μοναχός προσπαθεί να εφαρμόσει τον λόγο του Χριστού «εί τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρ. 9,35). Ετσι η διακονία αυτή με πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης εξασφαλίζει όχι μόνο την ειρηνική συμβίωση των μοναχών, αλλά και τις θείες δωρεές. Το κοινόβιο ονομάζεται «επίγειος παράδεισος» και από την πρώτη επίσκεψη ο κάθε προσκυνητής μπορεί να διακρίνει τον χριστοειδή χαρακτήρα στα ειρηνικά πρόσωπα των μοναχών που αγωνίζονται τον «καλόν αγώνα» (Α΄ Τιμ. 6,12).
Στα μοναστήρια βιώνεται η Πατερική παράδοση, όπως την χάραξαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο αγιορείτης μοναχός, και ειδικά αυτός που βρίσκεται κάτω από την καθοδήγηση εμπείρου διακριτικού Γέροντος, έχει τις προϋποθέσεις να εφαρμόσει και να βιώσει την τελειότητα του Ευαγγελίου.