Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Ως Πρωτοσύγκελλος τότε της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σαγματά ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Λεβαδείας, Μακαριώτατος κ. κ. Ιερώνυμος, κάθε χρόνο του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, τελούσε Ιερά Αγρυπνία στο ιστορικό αυτό Μοναστήρι που κατέχει μεγάλο απότμημα του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού του γλυκυτάτου μας Ιησού.
Εμείς, νεαροί τότε φοιτητές, με ενθουσιασμό ανεβαίναμε, για να απολαύσουμε την πνευματική πανδαισία του Σταυρού, του οποίου το εύρος και το μήκος είναι ουρανού ισοστάσιον. Εκτός, όμως, από αυτήν ωραιότατες και ανεξίτηλες παραμένουν μέσα μας και οι στιγμές που ο τότε Άγιος Καθηγούμενος και νυν Αρχιεπίσκοπος, μας οδηγούσε στην άκρη του βράχου με την μοναδική θέα, όπου αναπτύσσαμε διάφορα επίκαιρα θέματα και είχαμε εποικοδομητικές συζητήσεις μοναδικές συνοδευόμενες από ψαλμωδίες και ψαλμοτράγουδα κατανυκτικά και νοσταλγικά της κατηχητικής και κατασκηνωτικήςζωής. Το ποίημα που ακολουθεί προέρχεται από την συλλογή: «Σκέψεις, ευχές και αναμνήσεις, Ποιήματα από την ξένη γη» που έγραψα στο Manchester ως μεταπτυχιακός σπουδαστής τον Οκτώβριο του 1974. Του Σταυρού στον Σαγματά
Στού Σαγματά ποθήσαμε τ’ αρχαίο Μοναστήρι,
αποσπερίς που του Σταυρού κινάει πανηγύρι,
να προσκυνήσουμε πιστά με ζέση και με ζήλο
κομμάτ’ απ’ το ζωοποιό του Σταυρωμένου Ξύλο.
Και να ανηφορίζουμε το απαλό το δείλι
με την καρδιά χαρούμενη και με ψαλμούς στα χείλη,
που οι απέναντι πλαγιές αντιλαλούν και λένε:
«Για Σε, Χριστέ, ερχόμαστε, για Σε αγαπημένε».
Γλυκό καμπάνας κτύπημα τα βήματά μας φέρει
στης εκκλησιάς το πρόθυρο, κι’ ενώ ποιεί το χέρι
της νίκης μας το σύμβολο, το άγιο Σημείο,
σκιρτά η ψυχή και του Θεού υμνεί το μεγαλείο.
Στ’ ολόλαμπρο Καθολικό, στη μέση ακουμπισμένο,
με άνθη και βασιλικά και μύρα στολισμένο,
κομμάτι απ’ τον τρισάγιο Σταυρό του Λυτρωτού μας
σκορπά ειρήνης βάλσαμο και ηρεμεί το νού μας.
Σαν αρχινά εσπερικός η θεία μελωδία
και το μοσχοθυμίαμα που χύνει ευωδία
σε άλλο κόσμο μακρινό μας ανυψεί μεγάλο,
εκεί που μόνον άγγελοι υμνούν τον Τρισμεγάλο.
Στο φως που γύρω μας σκορπούν καντήλια και λαμπάδες,
στα ιερά τους άμφια αστράφτουν οι παππάδες
και μεσ’ στο αντιφέγγισμα βλέπω μορφές Αγίων
να υμνολογούν και τον Σταυρό ν’ ασπάζονται τον θείον.
Κι ευθύς οι ιλαρές μορφές του Σεραφείμ, του Κλήμη
κι άλλων οσίων ασκητών μου έρχονται στην μνήμη,
Αγίων που ανάλωσαν δω πάνω την ζωή τους
και με τον πόθο του Χριστού αφήσαν την πνοή τους.
Αγάλλονται κι αυτοί με μας την άγια τούτην ώρα
κι ενώνουν τη ουράνια με την επί γης χώρα,
αφού του τρισμακάριστου Σταυρού ακολουθήσαν
τα ίχνη και στού Αβραάμ την αγκαλιά καθήσαν.
Πέτα, ψυχή μου, πέταξε του ουρανού τα κάλλη
το δείλι τούτο να γευθείς και στην πλατειά αγκάλη
του Παντοκράτορος Θεού σφαλίσου, μη φοβάσαι,
τέτοιες στιγμές ευχάριστες δεν ζεις όπου και νάσαι.
Κι όταν μετά τ’ απόδειπνο στην άκρη από το βράχο,
θα το θυμάμαι με χαρά, παντού, όπου κι αν λάχω,
τραγούδι νιότης αρχινά για του Χριστού την χάρη,
νοίωθαμε θεικό παλμό νάχει η φωνή μας πάρει.
Ας είναι σ’ όλη την ζωή, μην τ’ αρνηθείς, Χριστέ μου,
τέτοια ψυχής ανάταση να νοιώθω, Πλαστουργέ μου,
κι’ ευφραινομένη η καρδιά απ’ την τρανή θωριά Σου
να μ’ οδηγεί παντοτινά στο άγιο θέλημά Σου.