(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ένας αρχάριος Μοναχός πολεμήθηκε κάποτε από ακαθάρτους λογισμούς. Θλιβόταν υπερβολικά γι’ αυτό και από ταπεινοσύνη έλεγε πως ήταν αδύνατο να σωθή.
Μια μέρα πήγε σ’ ένα γέροντα να εξομολογηθή και τον παρακαλούσε με δάκρυα να κάνη προσευχή, για χάρι του, να τον ανακουφίση ο Θεός απ’ αυτόν τον πειρασμό.
– Δεν σε συμφέρει, τέκνον, του είπε ο Γέροντας.
Εκείνος όμως επέμενε τόσο πολύ, που τον ανάγκασε να υπακούση.
Σήκωσε τα χέρια του σε προσευχή και παρευθύς σταμάτησε ο πόλεμος του νέου.
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες όμως και ξαναπήγε στον Γέροντα ο Αδελφός και γονατιστός τον παρακαλούσε να κάνη πάλι προσευχή να του έλθη πίσω ο πόλεμος κι’ η πρώτη του ταπεινοσύνη, γιατί, χωρίς αγώνα, έπεσε σε λογισμούς υπερηφανείας.
***
«Πρόσεχε, χριστιανέ, να μην αδικήσης ποτέ τον αδελφό σου, για να γίνεται δεκτή από τον Θεό η προσευχή σου. Αν όμως αδικήσης, η προσευχή σου είναι απαράδεκτη.
Οι αναστεναγμοί του αδικημένου δεν την αφήνουν να φθάση στον ουρανό.
Αν μάθης πως κάποιος σε κακολογεί και έλθει καμιά φορά να σ’ επισκεφθή, μη του δείξης με τον τρόπο σου πως τα γνωρίζεις όλα και είσαι στενοχωρημένος μαζί του.
Δέξου τον χαρούμενος, με ήρεμο πρόσωπο και γλυκό τρόπο, για να βρη παρρησία στον Θεό η προσευχή σου», συμβουλεύει κάποιος Αββάς.
Απόσπασμα από το βιβλίο, «Γεροντικόν, Σταλαγματιές από την Πατερική σοφία», έκδοση της Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητος «Λυδία», Θεσσαλονίκη 1987.