Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ:
«Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΣΥΕΩΣ κ. ΚΑΣΣΕΛΑΚΗΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΑΜΟΙΡΟΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ».
Η επαναφορά, ως δήθεν θέματος μεταρρυθμιστικής αξίας, του λελυμένου Συνταγματικώς ζητήματος χωρισμού Εκκλησίας – Πολιτείας στην Ελλάδα, από τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως και Πρόεδρο του Κόμματος ΣΥ.ΡΙΖ.Α – Π.Σ., κ. Στέφανο Κασσελάκη, μας υποχρεώνει να αναφέρουμε και πάλι κάποιες σκέψεις.
Το πρόταγμα του λεγομένου χωρισμού επαναλαμβάνεται από προφανώς αμοίρους νομικής παιδείας, όπως ο κ. Κασσελάκης, οι οποίοι με εφαλτήριο το λεγόμενο θράσος της αγνοίας τους, θέτουν προς κατεδάφισι ο,τι συνιστά το κράτος δικαίου που επί 200 σχεδόν χρόνια πύργωσε ο λαός μας με αίμα και ιδρώτα.
Τα κόμματα της Αριστεράς με την γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλόκ που στην ουσία ήταν διωγμός της θρησκευτικής πίστεως ελαύνονται από αποτυχημένα αθειστικά ιδεολογήματα και συναντώνται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελευθέρου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της νέας εποχής και της νέας τάξεως. Ποιος δεν θυμάται την δυναμική παράστασι του εν Αμερική Εβραικού λόμπυ στον τότε Πρωθυπουργό Κ. Σημίτη για την διαγραφή του θρησκεύματος από τις ταυτότητες των Ελλήνων, όπως ανέφερε το ανακοινωθέν του Μεγάρου Μαξίμου;
Μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, διάβαζε Έθνους, επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις, ώστόσο, περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλόδοξο αντιθρησκευτικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις και που αναπτύχθηκε σε προτεσταντικές και παπικές χώρες που δεν έχουν καμμία σχέσι με τον πολιτισμό και την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη του Ελληνικού έθνους. Το πρότυπο των δυτικών κοινωνιών αλλά και του αθειστικού ανατολικού μπλόκ που κατέρρευσε παταγωδώς, με το θρησκευτικό συγκρητισμό και με τον χωρισμό, παράγει μόνο διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα και επιτρέπει την άλωσι των κοινωνιών από την παραθρησκεία, την ειδωλολατρεία, τον σατανισμό και τα εγκληματικά φαινόμενα. Οι αντιλήψεις περί χωρισμού δεν συμβιβάζονται με τα ελληνικά ιδεώδη και την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη που πότισε τις ρίζες του Έθνους μας.
Οι αντίθετοι, οι έξω του χριστιανισμού, οι αντί-χριστοι, η απιστία γενικώς, αντιπαρέρχονται μία παγκόσμια πραγματικότητα, την πραγματικότητα της αλλαγής του κόσμου από τον Χριστιανισμό. Δεν μιλάμε για την βασιλεία του Θεού, μιλάμε για την κοινωνική πραγματικότητα, για την κοινωνική διάστασι του Χριστιανισμού που εκπολίτισε τον κόσμο και ιδιαίτερα στην χώρα μας μας διαφύλαξε διά να μην είμαστε το υπόλοιπο της Ευρωπαικής Τουρκίας σήμερα εξισλαμισμένοι και Τουρκοποιημένοι.
Ο Χριστιανισμός συνεπώς κρινόμενος μόνο με κοσμικά κριτήρια είναι μια παγκόσμια θρησκεία που δεν μπορεί να τεθεί στο κοινωνικό περιθώριο ούτε να αγνοηθεί και ασφαλώς δεν είναι δυνατό να καταπολεμηθεί γιατί είναι θεοσύστατος οργανισμός, όπως απέδειξαν τα δύο χιλιάδες χρόνια της επί γης παρουσίας Του και τα πολυεκατομμύρια των μαρτύρων Του.
Η πρότασις του χωρισμού, περνά και από την θύρα της ειδικής επιστήμης της Κοινωνιολογίας. Η εφαρμογή της αρχής «η θρησκεία είναι μία ιδιωτική υπόθεση» κατέληξε πάντοτε στην καταδίωξι και καταπίεσι της θρησκευτικής πίστεως. Άμεσες συνέπειες της τακτικής αυτής είναι ο προοδευτικός εκφυλισμός της προσωπικής και κοινωνικής ηθικής, η σχετικοποίησις της εθνικής παραδόσεως και η εισβολή ξένων ιδεολογιών με επικίνδυνο για την εθνική επιβίωσι περιεχόμενο. Η συλλειτουργία των θεσμών του έθνους και της Εκκλησίας στην ιστορική πορεία μας, έχει ως συνέπεια να είναι αδύνατον να αυτονομηθούν οι θεσμοί αυτοί και να παύσουν να συλλειτουργούν χωρίς το άμεσο ενδεχόμενο αρνητικών συνεπειών στην εθνική πορεία και επιβίωσι. Ο ομ. Καθηγητής του Α.Π.Θ. κ. Β. Γιούλτσης παρουσίασε εναργέστατα την θεωρία του φονξιοναλισμού δηλ. της συλλειτουργίας των κοινωνικών θεσμών. Όταν στην αθειστική Γαλλία συνομολογήθηκαν «κονκορδάτα» αμοιβαιοτήτων που οδήγησαν προοδευτικά στα διατάγματα 91/1955, 654/1968 και 1024/1983 με τα οποία ουσιαστικά η εθνική Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία» της Γαλλίας επέστρεψε στα επίπεδα συλλειτουργίας με τους πολιτικούς θεσμούς και επίσης στην άλλοτε κραταιά Σοβιετική Ένωσι το διάταγμα της 5/2/1918 με το οποίο επεβλήθη ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους αντικατεστάθη με μια σειρά διαταγμάτων όπως 1102/1972, 69/1973, 85/1973 και με την γνωστή ημισυνταγματική αναθεώρησι του 1972 με τα οποία αναγνωρίστηκε ως ανεπίσημη θρησκευτική επισημότητα η Ορθόδοξος Εκκλησία, αποτελεί ή όχι ανεπίτρεπτο κρετινισμό η συνθηματολογία για τον χωρισμό στην Ελλάδα, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την ψυχή του Έθνους;
Όσοι μιλάνε για χωρισμό, στην ουσία στοχεύουν στον θρησκευτικό αποχρωματισμό των Ελλήνων, θέλουν να πάψουν οι πολίτες να είναι θρησκεύοντα μέλη του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι είναι αντίθετοι προς την χριστιανική πίστη. Την απουσία, όμως, του θρησκευτικού στοιχείου από τον πολίτη θα την υποκαταστήσει ένα άλλο στοιχείο το οποίο έχει και αυτό θρησκευτικό χαρακτήρα γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς αφού από τον άνθρωπο κατά τον θεωρητικό των Σοβιέτ Λουνατσάρσκι «τρία πράγματα δεν μπορείς να αφαιρέσης την ελευθερία, την ιδιοκτησία και την μεταφυσική αγωνία» και αυτό το στοιχείο ονομάζεται αντιχριστιανός ή αντιθρησκευτικός πολίτης ή άθεος που στρατεύτεται στην «θρησκεία» της αθείας. Αυτό είναι το πρότυπο του πολίτου αυτών που θέλουν τον λεγόμενο χωρισμό. Τον αποκαλούν με πολλά ονόματα, φιλικό ή έντιμο χωρισμό δεν έχει σημασία. Με αυτόν τον τρόπο λένε ότι το κράτος θα είναι ανεξίθρησκο ή ουδέτερο προς την θρησκεία και αυτό θα είναι δήθεν καλύτερο για την κοινωνία. Τεχνητός, όμως, χωρισμός της ανθρώπινης προσωπικότητας στην κοινωνική της διάστασι και λειτουργία μπορεί να είναι από νομοθετικής πλευράς δυνατός, θα αποτελεί, εντούτοις, κατ’ ουσίαν κατασκευή ενός «ανθρωπίνου τέρατος», ενός «κοινωνικού θηρίου». Οι κοινωνίες δεν οργανώνονται μόνο με νόμους ή συντάγματα, οργανώνονται και με εξωνομικούς κανόνες που από πλευράς αξίας και πρακτικού κοινωνικού αποτελέσματος είναι οι σημαντικότεροι.
Η Ελληνική κοινωνία είναι οργανωμένη με τέτοιους νομικούς κανόνες, που είναι οι χριστιανικοί κανόνες και επομένως είναι έγκλημα η πολιτική βούληση που θέλει να οδηγήσει σε θρησκευτικό αποχρωματισμό την ελληνική κοινωνία στο όνομα της δήθεν προόδου, γιατί στην ελληνική κοινωνία οι θεσμοί συλλειτουργούν, επειδή συλλειτουργούν οι ανθρώπινες προσωπικότητες. Βέβαια, στις κοινωνίες υπάρχουν πολίτες με θρησκευτική συνείδηση και πολίτες χωρίς αυτήν αλλά αυτό αποτελεί επιλογή και ανάγεται σε ατομικό δικαίωμα προστατευόμενο συνταγματικά. Η καθιέρωσις όμως πολιτειακά του χωρισμού των κοινωνικών θεσμών είναι τραγικά αγεφύρωτη έκπτωσις.
Ο χωρισμός χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν η συλλειτουργία των κοινωνικών θεσμών, η ιδιομορφία του πολιτιστικού και εθνικού παρελθόντος, οι αντιλήψεις και η ιδιοσυγκρασία του ελληνικού λαού είναι μία αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψη.
Το σύστημα της συναλληλίας που ισχύει σήμερα με το Σύνταγμα του 1975 και τον Καταστατικό Χάρτη είναι καθεστώς χωρισμού αφού Εκκλησία και Πολιτεία είναι κοινωνίες διάφορες, συναφείς όμως και συνεχόμενες με συνεργασία κοινωνικά αναγκαία και αναπόφευκτη. Η ιστορική εμπειρία εφαρμογής του συστήματος τόσο στην χιλιόχρονη βυζαντική περίοδο και την οθωμανική κατοχή, όσον και στην περίοδο του νεωτέρου Ελληνικού κράτους, αποδεικνύει ότι η νομική αυτή κατάστασις δεν έβλαψε ούτε την ελληνική κοινωνία, ούτε τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων και επί τέλους θέτει το ερώτημα, η μετατροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος στην οποία πολυειδώς οφείλει το Έθνος από ΝΠΔΔ σε απλό Σωματείο ή Ένωση προσώπων θα συμπαρασύρει και το υφιστάμενο νομικό καθεστώς των Μουφτειών της Μουσουλμανικής θρησκευτικής παραδοχής που προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης και του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων, γιατί κάτι τέτοιο δεν προαναγγέλεται από τον κ. Κασσελάκη; Συνεπώς, αντιλαμβάνεται κανείς ευχερώς ότι εφαλτήριο της προτάσεως του κ. Κασσελάκη είναι ο διωγμός κατά της μάννας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και μόνον. Τίθεται, λοιπόν, αναποδράστως σε κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως το ερώτημα: ενεργεί μόνος του ο κ. Κασσελάκης;
Η Αρχή της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, υπερτέρα της Αρχής της ανεξιθρησκείας που διέπει τον θεμελιώδη Νόμο του Κράτους, το Σύνταγμά μας (αρ. 13) πηγάζει όχι μόνο από την ιδιοπροσωπία μας αλλά κυρίως από την θρησκευτική μας πίστη και τις Ευαγγελικές Αρχές της θεοσδότου ελευθερίας του ανθρώπου και ασφαλώς από την αιώνια διακήρυξι του Δομήτορος της Εκκλησίας «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν» (Μαρκ. 8, 34). Η ευλογημένη χώρα μας είναι μία χώρα στην οποία οι πάντες απολαμβάνουν της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος ουδέν πλεονέκτημα έχει πέραν της διά τους γνωστούς ιστορικούς λόγους αναγνωρίσεως ότι τα Νομικά Αυτής Πρόσωπα κατά τας νομικάς των σχέσεις είναι ΝΠΔΔ (αρθρ. 1 Ν. 590/1977 ΦΕΚ τ. Α 146) που συνεπιφέρει, ωστόσο, και τον κατασταλτικό έλεγχο των ελεγκτικών οργάνων του Κράτους! Την αυτή, όμως, νομική προσωπικότητα πάλι δι’ ιστορικούς λόγους έχει, όπως προαναφέραμε, και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος και οι Εβραικές κοινότητες Ν. 2456/1920 (ΦΕΚ Α΄ 173) ΑΝ2544/1940 (ΦΕΚ Α΄287), ΑΝ 846/1946 (ΦΕΚ Α΄144), ΝΔ 301/1869 (ΦΕΚ 195), ΠΔ 182/1978 (ΦΕΚ Α΄40) ενώ οι 3 Μουσουλμανικές Μουφτείες Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμοτείχου είναι «δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους» με πλήρη δικαιοδοτική αρμοδιότητα ασκουμένη κατά τις επιταγές του Μουσουλμανικού δικαίου (Σαρία).Ο Μουφτής «ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφερείας του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής εφ’όσον οι σχέσεις ταύται διέπονται από τον Μουσουλμανικό Νόμο» (άρθρο 5 Νόμου 1920/1991 (ΦΕΚ 182 Α΄ 24.12.1990) όπως προβλέπει η διεθνής Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 (άρθρα 14 και 37-44). Κατά ταύτα με ποίο νόμιμο τρόπο θα υποβιβασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος σε Νομικό Πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή ιδίου δικαίου (Θρησκευτικό Πρόσωπο) του Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α΄ 223/17.1.2014) την στιγμή που θα παραμείνουν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος και οι Ισραηλιτικές Κοινότητες και δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους οι Μουσουλμανικές Μουφτείες; Και με ποίο νομικό τρόπο κατ’ επιταγή της αρχής της ισότητος του Συντάγματος θα υποβιβασθούν οι Μουσουλμανικές Μουφτείες σε ΝΠΙΔ για να παρακολουθήσουν την υποβάθμιση της νομικής προσωπικότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος και την ίδια στιγμή θα διατηρήσουν τη δικαιοδοσία ως υπηρεσίες του Κράτους απονομής δικαίου σε Έλληνες Μουσουλμάνους πολίτες; Κι ακόμη υφίσταται σήμερα νομική δυνατότης αναθεωρήσεως της Συνθήκης της Λωζάνης και υποβαθμίσεως της νομικής προσωπικότητος της μουσουλμανικής μειονότητος της Ελλάδος που δικαίως θα διεκδικήσει πλέον την εκλογή αντί του διορισμού από το κράτος των Μουφτήδων; Σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο αντιμετωπίζει διεθνώς το πολύ ευαίσθητο νομικό θέμα του διορισμού αντί της εκλογής από την Μουσουλμανική μειονότητα, στηριζόμενο στο γεγονός ότι οι Μουσουλμανικές Μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους και έχει το Δημόσιο την αρμοδιότητα του διορισμού των ασκούντων την σχετική διακαιοδοσία. Εάν η οποιαδήποτε Κυβέρνησή δεν έχει πρόβλημα με την «εκλογή» των Μουφτήδων από το Τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής η «Κοσοβοποίηση» της Θράκης θα είναι θέμα ολίγων μηνών.
Αυτοί που επιδιώκουν τον λεγόμενο χωρισμό επιζητούν:
Α. Η Εκκλησία να πάψη να είναι η επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων,
Β. Οι Κληρικοί και οι εργαζόμενοι σε Αυτήν να μην έχουν κοινωνικά δικαιώματα και οικονομική βοήθεια από το Κράτος,
Γ. Η Εκκλησία να μεταβληθή σε ένα κοινό Σωματείο ιδιωτικού δικαίου,
Δ. Να καταργηθούν οι Θεολογικές Σχολές στα Πανεπιστήμια και η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση.
Ε. Να καταργηθή το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία.
Με ένα λόγο, επιδιώκεται με την πρότασι η περιθωριοποίησις της Εκκλησίας, η οποία για τους επιδιώκοντας τον λεγόμενο χωρισμό είναι άχρηστη μέσα στην κοινωνία και συνεπώς ένας χωρισμός θα υποκρύπτει «κρυφό διωγμό» και θα συνδράμει με την πάροδο του χρόνου ώστε η Εκκλησία να οδηγηθή κατά τη γνώμη τους σε μαρασμό. Οι «καλοί» όμως αυτοί «πόθοι» στερούνται σοβαρότητος γιατί αγνοούν το πασίδηλο γεγονός ότι οι πολίτες είναι συγχρόνως και θρησκευτικές προσωπικότητες και δεν μπορούν να χωρισθούν στα δύο ώστε το Κράτος να πάρει τον «πολίτη» και η θρησκεία τον «θρησκευτικό πολίτη».
Το αίτημα του χωρισμού χωρίς να λαμβάνεται επιπροσθέτως υπ’ όψι η οργάνωσις της Ελληνικής κοινωνίας, τα μεγάλα γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά προβλήματα της περιοχής μας, ο τρομακτικός φονταμενταλισμός του Ισλάμ, είναι τελικά όπως είπαμε μια αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψι. Το μεγάλο εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό θέμα της Πολιτείας δεν είναι ο χωρισμός του Έθνους από την Εκκλησία γιατί όπως προαναφέραμε με το Σύνταγμα του 1975 έχουν καθορισθή οι διακριτοί ρόλοι Εκκλησίας και Πολιτείας και το αρ.3 του Συντάγματος, που προβλέπει τις σχέσεις δεν είναι στα προς αναθεώρησι άρθρα του Συντάγματος, αλλά η αντιμετώπισις του τέρατος της Γραφειοκρατίας, της ασυνέχειας του Κράτους, της ευνοιοκρατίας και κομματικοκρατίας και της σοβούσης ηθικής σήψεως και διαφθοράς.
Η πλήρης απόδειξις των απολύτως διακριτών ρόλων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Συνταγματική μας έννομη τάξη είναι το γεγονός ότι η Πολιτεία νομοθετεί συνεχώς εις βάρος της ανθρωπολογίας, της οντολογίας και του ήθους της Εκκλησίας με εξόχως αντι-Εκκλησιαστικά νομοθετήματα όπως: πολιτικός γάμος, αποποινικοποίησις της μοιχείας, αμβλώσεις, σύμφωνο συμβίωσης, καύσις νεκρών, η εξαγγελθείσα Κυβερνητικώς επέκτασις του πολιτικού γάμου στα λεγόμενα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, κάτι που θα ήτο αδιανότητο και αδύνατο σε ένα θεοκρατικό καθεστώς.
Αδαώς φερόμενοι οι επιζητούντες τον χωρισμό ισχυρίζονται, επιπροσθέτως, ότι θα απαλλαγή δι’ αυτού η Πολιτεία από την μισθοδοσία του κλήρου και θα ιδιοποιηθή την Εκκλησιαστική λεγόμενη περιουσία, αγνοούν, όμως, απαράδεκτα ότι ακόμη η Ελλάδα αποτελεί κράτος δικαίου και ότι την απάντησι στους «ευσεβείς πόθους» τους έδωσε το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ) που υποχρέωσε την Ελληνική Πολιτεία να άρει τις συνέπειες των Νόμων 1700/1987 και 1811/1988. Με την απόφασι 10/1993/305/483-484/9.12.1994 του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιλύεται οριστικά η νομική θέσις της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στην Ελληνική Πολιτεία και αναγνωρίζεται η δικαιική αρχή του άρθρου 51 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικος «Η απόκτησις κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά περιστατικά για την απόκτησή τους» και δι’ αυτών ουσία η Σύμβασις του έτους 1952 μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Επομένως με τον τυχόν χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας εφ’ όσον η χώρα επιθυμεί να βρίσκεται εντός της Ευρωπαικής Ενώσεως και να είναι υποκείμενο του Ευρωπαικού νομικού πολιτισμού και Δικαίου θα πρέπει να συνεχισθή η μισθοδοσία του κλήρου κατά τις συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας ως αντίδοσι για το 96% της Εκκλησιαστικής περιουσίας που κατά καιρούς από του έτους 1833 με διαφόρους τρόπους προσέλαβε ή να διακοπή η μισθοδοσία του κλήρου και να επιστραφή το σύνολο της περιουσίας ή να αποζημιωθή δι’ αυτήν η Εκκλησία. Συνεπώς, ομιλούμε για τρισεκατομμύρια Ευρώ, όταν μόνον για την αποζημίωσι της περιουσίας των πέντε Ι. Μονών που προσέφυγαν στο Ε.Δ.Α.Δ. επεδικάσθη το ποσόν των 8,9 δις. €, που καθιστά το γεγονός της αμφισβητήσεως της μισθοδοσίας του κλήρου εν συνδυασμώ προς την οικονομική πραγματικότητα, πλήρως ανεδαφικό και ανόητο. Άλλωστε, με τον πρόσφατο Ν.4957/2022 νομοθετήθηκαν οι Οργανικές Εφημεριακές Θέσεις των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
Παρεμπιπτόντως, η συγκεκριμένη απόφασις του Ε.Δ.Α.Δ. αποτελεί νομολογία και πρόκριμα για ομοειδείς υποθέσεις στο μέλλον, διότι το Ε.Δ.Α.Δ. είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνη για την παραβίασι της συμβάσεως της Ρώμης και υπερτερεί του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Με την απόφασι αυτή εκρίθη οριστικά και αμετάκλητα το κεφάλαιο της αμφισβητήσεως της Εκκλησιαστικής περιουσίας από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους έως σήμερα, διότι η Ελληνική Πολιτεία διακατέχει δίχα αποζημιώσεως την Εκκλησιαστική περιουσία.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ