(ή πως ένα σύμβολο αποτυπώνει τους ιστορικούς σταθμούς μιας Αυτοκρατορίας)
Ο δικέφαλος αετός, στις διάφορες εκδοχές του, έχει, ως έμβλημα, συνδεθεί αναπόσπαστα με την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εξέλιξη του συγκεκριμένου συμβόλου στο χρόνο είναι πολύ ενδιαφέρουσα και αποκαλύπτει τις πολυσύνθετες όψεις μετασχηματισμού του βυζαντινού κράτους.
Η μορφή του αετού, συνήθης απεικόνιση της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε έμβλημα και στη Νέα Ρώμη του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με ένα θρύλο, αετοί πετούσαν πάνω από την περιοχή του Βυζαντίου, προκειμένου να υποδείξουν στον Κωνσταντίνο το χτίσιμο της νέας πρωτεύουσας στο συγκεκριμένο σημείο. Εκτός από την ανάκληση της ένδοξης ρωμαικής παράδοσης, η μορφή του αετού χρησιμοποιούνταν και από την ανερχόμενη θρησκεία, το χριστιανισμό, για να εκφράσει τη θεία έμπνευση του ευαγγελιστή Ιωάννη. Όλα αυτά συνέτειναν στη σταθερή παρουσία του αετού στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως κυρίαρχης παράστασης της βασιλικής εξουσίας. Η επίσημη σημαία του στρατού - και ως εκ τούτου του κράτους - ήταν απεικόνιση αετού με την κεφαλή γερμένη προς τα δεξιά, σε χρώμα κόκκινο.
Η συγκεκριμένη σημαία διατηρήθηκε έτσι ως την εποχή του αυτοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού. Ο αυτοκράτορας, που είχε καταγωγή από την Παφλαγονία, θέλησε να μεταβάλει την επίσημη σημαία του κράτους, επιβάλλοντας ως κυρίαρχη παράσταση μία μυθική οντότητα της πατρίδας του, το αετόμορφο δικέφαλο θηρίο με την ονομασία Χάγκα. Το συγκεκριμένο ον θεωρείτο από τον τοπικό πληθυσμό προικισμένο με υπερφυσικές ικανότητες και η παράστασή του κοσμούσε το οικόσημο των Κομνηνών. Η αντικατάσταση του προηγούμενου συμβόλου κρίθηκε απαραίτητη, καθώς ο νέος αυτοκράτορας θεωρούσε ότι ο δικέφαλος αετός συμβόλιζε τη διάδοχη κατάσταση και εκπροσωπούσε την πολεμική ανδρεία και αποφασιστικότητα που απαιτούσαν οι καιροί.
Το έμβλημα αυτό καθιερώθηκε και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που το χρησιμοποιούσε ως σύμβολο της θρησκευτικής εξουσίας της Μεγάλης Εκκλησίας. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, το 1204, επέφερε και τη διάχυση του συμβόλου σε πολυάριθμους διεκδικητές της συνέχειας της Αυτοκρατορίας. Οι μεταμορφώσεις του συμβόλου είναι ενδεικτικές των τομών που συνοδεύουν την περίοδο αυτή, κατά την οποία ουσιαστικά γεννάται ο νεότερος Ελληνισμός.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρις, πρώτος ηγεμόνας της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, παρέλαβε το έμβλημα και το χρησιμοποίησε με μία τροποποίηση, στεφάνωσε το διάμεσο των κεφαλών, για να ενισχύσει περαιτέρω την εγκυρότητα του νέου κράτους. Το ίδιο έμβλημα χρησιμοποίησε και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Τα δύο κράτη επρόκειτο να συγκρουσθούν για τη διαδοχή της Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε νέα τροποποίηση του συμβόλου από τον Ιωάννη Βατατζή. Ο δικέφαλος πλέον έφερε στο δεξί πόδι ρομφαία και στο αριστερό την υδρόγειο με σταυρό στην κορυφή.
Η τελική επικράτηση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στον αγώνα διαδοχής, το 1261, επισφράγισε και την οριστική αλλαγή της επίσημης σημαίας, μέχρι την Άλωση της Πόλης, στις 29 Μαίου 1453. Η τελευταία μορφή του δικέφαλου αετού εγκαινιάσθηκε από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, ιδρυτή της τελευταίας δυναστείας, που είχε την τιμή να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους. Συγκεκριμένα, στεφανώθηκαν και οι δύο κεφαλές του αετού, προκειμένου να τιμηθούν οι δύο πρωτεύουσες της δυναστείας: η Νίκαια και η Κωνσταντινούπολη. Η σημαία με τον δικέφαλο αετό κυμάτιζε στη Βασιλεύουσα μέχρι την ημέρα της Άλωσης.
Έκτοτε παρέμεινε ως σύμβολο του Πατριαρχείου, που ανέλαβε ουσιαστικά τη διαχείριση των χριστιανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολλαπλή διαχείριση του συμβόλου αuτου στους κόλπους του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού εκφράζει τη συλλoγική πεποίθηση περί αναβίωσης του Βυζαντίου και την απάντηση στο ιστορικό γεγονός της Άλωσης.
Επίσης, μέσω του γάμου της ανιψιάς του τελευταίου αυτοκράτορα, της Σοφίας, και του Ρώσου Τσαpoυ Ιβάν Γ' Βασιλίεβιτς, το έμβλημα του δικέφαλου αετού πέρασε στο ρωσικό χώρο, τροφοδοτώντας μία παράδοση κληρονομικής συνέχειας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι επιπτώσεις του γεγονότος αυτού ήταν εξαιρετικά σημαντικές και αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, στον περίφημο θρύλο του «ξαvθού γεvους», που ήταν ευρύτατα διαδεδομένος ανάμεσα στους υπόδουλους χριστιανούς.