Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Λαμπρόσκολα...

της Σοφίας Κωνσταντινιάδου, εκπαιδευτικού

Τον παλιό καιρό η Σαρακοστή δεν είχε μοναχά τη νηστεία, τσι μετάνοιες και την εκκλησία πρωί και βράδυ, πιο πολύ ήτανε καιρός για δουλειές μέσα κι όξω από τα σπίθια.


      Οι άντρες στα χωράφια, στ΄αμπέλια και στα λιόφυτα και οι γυναίκες στο σπίτι τσι,στσι κρεβαταριές,στη ρόκα, στη σβίγα, στον τήλαρο και στο δοξάρι, στο μάγκανο, στο κέντημα, στο πλέξιμο με τσι βελόνες και το βελονάκι. Δουλειές να δουν τα μάθια σου, όχι παίξε γέλασε.
    Άμα ερχούντανε όμως η Μεγαλοβδομάδα, ολ΄αυταδά τα βάνανε στη μπάντα κι αρχίζανε τσι προετοιμασίες για τη Λαμπρή: Ασπρίζανε τα σπίθια, τα μασαρεύανε, γυαλίζανε τα χαρανιά, εβάφανε τα πορτοπαράθυρα και κάθε μέρα στην εκκλησία.
    Τη Μ. Πέφτη εβάφανε τ΄αυγά κι επιάνανε το προζύμι για τα προζυμένια κουλούρια και το Μ. Σάββατα μετά την πρώτη Ανάσταση εκάνανε τα κουλούρια και τις καλασούνες, εσφάζανε το ριφάκι, εκαθαρίζανε τα κεφαλόποδα και ετελειώνανε τα συγυριά με τσι ποδαριές και τσι αρμοί, για να΄ναι όλα όμορφα και παστρικά.
     Τη Λαμπρή παντού χαρές και πανηγύρια. Τη νύχτα στην Ανάσταση όλοι με τα καλά ντωνε, τα κεριά τα καωμένα με το κερί από τα μελίσσια, το λαδοφάναρο για το Άγιο Φως, το αυγό και το κουλούρι στην τζέπη, για να ευλοηθούνε. Μετά τη Λειτουργία εγυρίζανε χαρούμενοι στα σπίθια ντωνε κι εγεμίζανε οι δρόμοι και τα σοκάκια φώτα και φωτάκια. Στο τραπέζι ετρώγανε τα κεφαλόποδα, ετζουγκρίζανε τα κόκκινα αυγά και επίνανε μια κρασκιά για να πούνε: Και του χρόνου τέθοιες μέρες.
    Από τη Λαμπρή αρχίζανε τα Λαμπρόσκολα, που εβαστούσανε όλη την εβδομάδα. "Τρεις τη Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση", ελέγανε οι παλαιοί για τσι σκολάδες.
     Την Τρίτη τω σκολώ όλοι πααίνανε στην εκκλησία στολισμένοι κι άμα ετελείωνε η Λειτουργία εβγάνανε τσι εικόνες και τσι γυρίζανε σ΄όλο το χωριό. Μπροστά ο
Σταυρός, τα ¨Ξεφτέρια", η Σημαία, η Ανάσταση και οι μεγάλες εικόνες, ο παπάς λαμπροφορεμένος με το Ευαγγέλιο, τα παπαδάκια με το θυμιατό και το λιβάνι, οι ψαρτάδες και ο κόσμος, ενώ εχτυπούσανε γιορταστικά οι καμπάνες και τα καμπανάκια.
      Απ΄όπου επερνούσανε οι νοικοκεράδες εβγαίνανε στσί πόρτες και στσί αυλές με το θυμιατό και θυμιάζανε τσι εικόνες και τον κόσμο, ελέγανε και του χρόνου κι άμα επερνούσανε όλοι αφήνανε το θυμιατό στην πεζούλα κι ακολουθούσανε βιαστικά κι εκείνες την λιτανεία.
      Τσι άλλες μέρες πααίνανε στα ξωκλήσια να κάμνουνε Λειτουργία, για ν΄ακούσουν κι αυτά το "Χριστός Ανέστη" κι ο Άγγελος τωνε που τα φυλάει,ν΄αλλάξει και ν΄ανέβει  πάλι στον ουρανό. Και παίρνανε μαζί ντωνε κουλούρια και κόκκινα αυγά κι άμα ετελείωνε η Λειτουργία, εβγαίνανε στ΄αυλιδάκι, καθούντανε στα πεζουλάκια και τα τρώγανε.
       Μπαίνανε και στα χωράφκια με τα καταπράσινα σπαρμένα κι εκόβανε μαχαιρίδες μπόλικες κι εκάνανε μπουκέτα κι εμαζεύανε χόρτα τζιμπητά και βορβοί και που και που βρίσκανε και άσπρο ραδικάκι και κοντά στσι τράφοι και στ΄απλαγάκια σπαράγγια, αγριορακάδες και νερατζούλια.
       Κι ήτανε όλα γύρω μια ομορφιά με τα πράσινα χόρτα και τα σπαρμένα, τσι θάμνοι, τσι μαντελίδες με τσι ασπροκίτρινες μαργαρίτες, τσι κατακόκκινες παπαρούνες, τα ρόδινα χωνάκια και τα τόσα αγριολούλουδα με τα διάφορα χρώματα. Ακόμα και τα γα­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ïδουράγκαθα ήτανε ανθισμένα κι ασπαλάρθοι και τα μοσκάκια και τα χαμομήλια κι οι αμολόχες κι όλα τα χόρτα του αγρού.
       Και πετούσανε χαμηλά τα σπαθωτά χελιδόνια τιτιβίζοντας χαρούμενα κι όλα τα πουλάκια του Θεού κι ένα σωρό ζουζούνια και μέλισσες και πολύχρωμες πεταλούδες. Κι εγυρίζανε με αγκαλιές τ΄αγριολούλουδα και με βούργες γεμάτες χόρτα και τσι καρδιές ξεχειλισμένες από χαρά και αγαλλίαση.
       Τ΄απομεσήμερα πααίνανε κι ανάβανε ξωκλησάκια που μένανε αλειτούργητα πολύ καιρό. Στο γυρισμό περνούσανε από τσι κούνιες να κουνιστούνε. Και σαν εσουρούπωνε, εκάνανε τη βόρτα ντωνε και μαζευούντανε στο κονάκι ντωνε για το ομαδικο φαï και την αποσπέρα.
       Ετσιδά επερνούσε όλη η εβδομάδα τσι Λαμπρής και το Σάββατο αναστήνανε τσι δουλειές, για να τελειώσουνε μέσα στο χρόνο, αλλοιώς θα μένανε ατελείωτες. Ότι δουλειά είχανε αρχινισμένη την επιάνανε, λέγανε το "Χριστός Ανέστη" και κάνανε από λίγο. Λίγη ρόκα, δύο βελονιές στο κέντημα, μια βελονιά στο πλεχτό, ένα κομμάτι δαντέλλα με το βελονάκι, δυό τρεις σαιθïές στην κρεβαταριά, ένα γαζί στη μηχανή του ραψίματος, ένα μασούρι στη σβίγα, δυό αράδες γράψιμο στο χαρτί, μια σελίδα διάβασμα στο βιβλίο.
      Με το τέλος τσι εβδομάδας τα Λαμπρόσκολα είχανε τελειώσει, οι άνθρωποι είχανε ξεκουραστεί κι εμπορούσανε να συνεχίσουνε τσι δουλειές ντωνε, που τσι περιμένανε και μοναχά άμα εβλέπανε κανένα να μην έχει όρεξη για δουλειά και ντεμπέλιαζε, ελέγανε πειραχτικά: "Αυτός έχει κάθε μέρα Λαμπρόσκολα".

πηγή: περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία, Απρίλιος 2007.