Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Ο Αγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και οι αρνητές της αγιότητάς του


του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου – συγγραφέα

ΓΕΝΙΚΑ: Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους, το θαύμα της ιστορίας.

Αυτό συμβαίνει διότι επικράτησαν ιδεολογικές εκτιμήσεις χωρίς επισταμένη έρευνα των πηγών. ‘Έται όμως, η Ιστορία χρησιμοποιείται διασκευέασμένη κατά το δοκούν, για να “αποδειχθούν” πράγματα που δεν θεμελιώνονται, ενώ επιχειρείται να ερμηνευθούν ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα μέσα από το πρίσμα των συνθηκών που σήμερα επικρατούν.

Οι άμεσες πηγές που αντιστοιχούν στην περίοδο των χρόνων του Μ. Κων/νου είναι ο ιστορικός της Εκκλησίας Ευσέβιος, που ήταν, όμως, προσωπικός φίλος του Κων/νου, ο ιστορικός Λακτάντιος, που ήταν με τη σειρά του φίλος του γιου του Κων/νου, Κρίσπου, και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Πέρα από τις πηγές αυτές, έχουμε τον ειδωλολάτρη ιστορικό Ζώσιμο (425-518) που έγραψε την Ιστορία του 150 χρόνια μετά το θάνατο του Κων/νου, βασιζόμενος όμως σε πηγές άλλων ειδωλολατρικών έργων.
Μάλιστα οι περισσότερες πληροφορίες του δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να διασταυρωθούν με καμιά άλλη πηγή. Έτσι παρ’ όλο που ζει αρκετά χρόνια μετά τον μεγάλο αυτοκράτορα, στο έργο του εμφανίζεται απορριπτικός απέναντι του και λιβελογραφεί. Κι ενώ τα δεδομένα της Ιστορίας του δεν επιβεβαιώνονται, χρησιμοποιούνται όμως κατά κόρον από συγχρόνους αρνητές της προσφοράς και της αγιότητος του Μ. Κων/νου.

“Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη.” (π. Γ. Μεταλληνός) Βασιζόμενοι στα έργα του Ζώσιμου πολλοί νεοειδωλολάτρες, χιλιαστές οι αθεϊστές (Βολταίρος) τοποθετούνται αρνητικά έναντι του Κωνσταντίνου.

Ο Μοντεσκιέ πίστευε ότι η ίδρυση του «βυζαντινού» κράτους, όπως το ονόμασαν για να διαφοροποιηθεί από τον (αρχαίο) ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό, με υιοθέτηση νέας θρησκείας, μετακίνηση της πρωτεύουσας και ριζική διοικητική ανασύνταξη, “απετέλεσε στρατηγική κίνηση της ηγετικής τάξης μεγαλοκτηματιών και υψηλών στελεχών της διοίκησης και του στρατού, για διαφυγή από το παρελθόν τής παρηκμασμένης και παραπαίουσας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με ιδεολογική επικάλυψη (!) το χριστιανισμό”. Ο κορυφαίος ιστορικός του νέου Ελληνισμού, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, γράφει: “Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί.

Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές. Και σήμερα (19ος αι.) αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του Διαφωτισμού.” Στην προσπάθεια αναίρεσης της προσφοράς του Μ. Κων/νου, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος στο αγιολόγιο του παπισμού (τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη οδηγώντας στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. Μάλιστα, μετά το Σχίσμα, κανένας πάπας ή ηγεμόνας της Δύσης, δεν ονομάσθηκε Κωνσταντίνος! Κατά τον π. Γ. Μεταλληνό μια τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες “οι οποίοι ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι”.

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ: Το πλήρες όνομα του Αγίου ήταν Imperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus. Γεννήθηκε στη Ναϊσό (Νις) της Σερβίας στις 22 Φεβρουαρίου γύρω στο 280. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε προληπτικά όμηρος στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του συναυτοκράτορα Γαλερίου, για να εμποδιστεί ο πατέρας του, Κωνστάντιος Χλωρός, να επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτορα. Στην αρχή νυμφεύφθηκε τη Νινευίνα και μ’ αυτή απέκτησε τον Κρίσπο. Για πολιτικούς λόγους, αναγκάστηκε να χωρίσει τη Νινευίνα και να νυμφευθεί την κόρη του συναυτοκράτορα Μαξιμιανού, Φαύστα. Απέκτησε απ΄αυτή τρεις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα που βασίλευσαν και οι τρεις.

Ο Διοκλητιανός εφαρμόζοντας νέο σύστημα διοίκησης, την τετραρχία, ήταν ο πρώτος Αύγουστος και Καίσαρ, ενώ δεύτερος Αύγουστος ήταν ο Γαλέριος, βοηθός του στην Ανατολή. Ο Μαξιμιανός επίσης συναύγουστος, είχε καίσαρα τον Κωνστάντιο Χλωρό, τον πατέρα του Κωνσταντίνου. Το 305 παραιτήθηκαν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, και ο Χλωρός ανακυρήχθηκε Αύγουστος στην Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Το 306 πέθανε ο Κωνστάντιος Χλωρός και στις 25 Ιουλίου του 306, ο στρατός ανεκύρηξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα. Ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, το ίδιο έτος στις 28 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας. Το 311 τον Γαλέριο διαδέχτηκε ο Λικίνιος που έλαβε ως σύζυγο την Κωνσταντία θετή αδερφή του Κωνσταντίνου. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Μαξέντιο στη Μουλβία γέφυρα. Η σύγκλητος ανακήρυξε τότε πρώτο Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Το 313 ο Λικίνιος με τη σειρά του νίκησε τον Μαξιμίνο. Έτσι, ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Αύγουστος και ο Λικίνιος δεύτερος. Τότε (313) εκδόθηκε το διάταγμα των Μεδιολάνων, περί ελευθερίας των θρησκειών.

Όμως το 321 ο Λικίνιος επανέφερε τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Αργότερα επήλθε η σύγκρουση μεταξύ των δύο και η ήττα του Λικινίου. Το 324 ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας και η αχανής αυτοκρατορία απέκτησε ενότητα και κεντρική εξουσία. Από την Ιρλανδία, μέχρι την Περσία. Το 325 συγκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο κατά του Αρείου και το 330 εγκαινίασε τη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη. Στις 22 Μαΐου του 337 πέθανε στο Δρέπανο της Βιθυνίας, τόπο καταγωγής της μητέρας του Ελένης. Βαπτίστηκε από τον φίλο του, Ευσέβιο Νικομηδείας, με λευκό χιτώνα, ως κατηχούμενος, ενώ μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Η σωρός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη νέα πρωτεύουσα (Νέα Ρώμη).

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΥ: Ο Άγιος Κωνσταντίνος με το έργο του ανέτρεψε τον ρου της Ιστορίας με τις σημαντικές θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις του. Ας δούμε εν συντομία κάποιες παραμέτρους του έργου του:

α΄ έδωσε τη δυνατότητα στους δούλους να γίνουν απελεύθεροι. Δεν κατήργησε τη δουλεία, εκείνη την εποχή φαινόταν αδύνατο, αλλά άλλαξε το περιεχόμενο της δουλείας.
β΄ Είναι ο πρώτος Ρωμιός-Ορθόδοξος, θα λέγαμε, αυτοκράτορας στην Ιστορία, γιατί είναι αυτός ο οποίος, καταλαβαίνοντας ότι το μέλλον της αυτοκρατορίας ήταν πλέον στην ανατολή, χτίζει τη Νέα Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα, αποστρεφόμενος το λατινόφωνο περιβάλλον της Δύσης. Κατάλαβε εγκαίρως τη σημασία της περιοχής του παλαιού Βυζαντίου, που ήλεγχε το πέρασμα στη Μαύρη θάλασσα (Βόσπορος). Άλλωστε η απόσταση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Θούλη (Ισλανδία) και από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κίνα είναι περίπου η ίδια.

γ΄ Έγινε ο αυτοκράτορας που δεν έχασε κανένα πόλεμο, ούτε εσωτερικό, ούτε εξωτερικό.
δ΄ Νομοθετικά: Κατήργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, ανανέωσε το οικογενειακό δίκαιο, καταδίκασε τη μοιχεία, ανύψωσε τη θέση της μητέρας, προστάτεψε τα παιδιά απ’ την κατάχρηση της πατρικής εξουσίας και τα κορίτσια απ’ την απαγωγή. Ρύθμισε ζητήματα διαζυγίου, κληρονομίας, προίκας, κ.ά. Με νόμο τιμωρούσε εκείνους που προξενούσαν τον θάνατο των σκλάβων και περιόρισε τη σωματική τιμωρία. Απαγόρευσε το στιγματισμό στα πρόσωπα των σκλάβων. (Είχαν τη συνήθεια να στιγματίζουν με καμένο σπαθί, τα πρόσωπα των σκλάβων).

ε΄ Θέσπισε ευεργετικές νομοθεσίες για ανάκληση των εξορίστων και απελευθέρωση των καταδικασμένων για την πίστη τους στους προηγουμένους διωγμούς, καθώς και για την τιμή των Αγίων Μαρτύρων και την απόδοση των κατασχεθέντων εκκλησιαστικών κτημάτων στους νομίμους κατόχους τους (τις Εκκλησίες), ενώ με νόμους προήγαγε τους Χριστιανούς σε αξιώματα και επιχορήγησε την ανοικοδόμηση νέων ναών, καθώς και την ανακαίνιση παλαιοτέρων. Ακόμη, με διάταγμα, προτρέπει, αλλά δεν εξαναγκάζει, τους παραμένοντες στην απιστία να γίνουν Χριστιανοί, προστάζοντας να μην ενοχλεί πλέον κανείς κανένα για την πίστη του.
Θεσμοθέτησε πρώτος την Κυριακή, ως την κατεξοχήν ημέρα προσευχής, και την καθιέρωσε με νόμο ως ημέρα αργίας.
Τα κυριότερα όμως των έργων του είναι:

1. Η συγκληση της Α΄Οικουμενικης Συνοδου,
2, Η αποστολή της μητέρας του, Αγίας Ελένης, στα Ιεροσόλυμα και η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού.
3. Η οικοδόμηση της Κωνσταντινουπόλεως.
4. Η ολοκλήρωσή του στη χριστιανική πίστη με τη βάπτισή του.

ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Η Εκκλησία ανέδειξε τον Άγιο Κων/νο Ισαπόστολο. Ο λόγος είναι ότι χάρη σε ενέργειες του Κωνσταντίνου φωτίστηκαν την εποχή του αρκετά γειτονικά της Αυτοκρατορίας έθνη. Έτσι στα χρόνια της αγίας βασιλείας του φωτίστηκαν στη χριστιανική πίστη οι Ινδοί (από το φιλόσοφο Μερόπιο και τους μαθητές του Αιδέσιο και Φρουμέντιο).

Ακόμη οι Ίβηρες (Γεωργιανοί), που πίστεψαν αρχικά από μια αιχμάλωτη χριστιανή, την Αγία Νίνα, ενώ στη συνέχεια ο Ισαπόστολος αυτοκράτορας έστειλε στο βασιλιά των Ιβήρων, Μιριάν, ιερείς μαζί με εικόνες, άγια λείψανα και τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού. Σε λίγο διάστημα, όχι μόνο οι βασιλείς, αλλά και πλήθη λαού βαπτίστηκαν Χριστιανοί. Την ίδια εποχή πίστεψαν στον Χριστό και οι Αρμένιοι, πάλι με ενέργειες του Μ. Κωνσταντίνου και την αποστολική δράση του Αγίου Γρηγορίου, επισκόπου και φωτιστού της Μεγάλης Αρμενίας. Όταν παρατηρήθηκαν εχθρικές προετοιμασίες των Περσών κατά των Ρωμαίων, ο Κωνσταντίνος ανησύχησε, όχι μόνο για τον πόλεμο, αλλά και την τύχη των χριστιανών στην Περσία, για τους οποίους επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στέλνοντας επιστολές στο βασιλιά της χώρας (οι ανησυχίες του επαληθεύτηκαν, καθώς από το 343 ο Σαβώρ εξαπέλυσε διωγμούς σ’ όλη την Περσία, αναδεικνύοντας πλήθη Μαρτύρων). Ετοιμάστηκε μάλιστα, για εκστρατεία εναντίον των Περσών, επικαλούμενος τον Θεό και παραλαμβάνοντας ως συνοδούς και μερικούς επισκόπους, για να τον ενισχύουν με τις ευχές τους. Περνώντας όμως από τη Νίκαια ασθένησε και κατέφυγε στην Ελενόπολη για θεραπεία, καθώς εκεί υπήρχαν θερμά ιαματικά λουτρά. Όμως η ασθένειά του αυτή τελικά θα τον οδηγήσει στο θάνατο, λίγους μήνες αργότερα, κι αφού ο Κωνσταντίνος βαπτισθεί.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ: Όταν ο κατηχούμενος, ήδη, αυτοκράτορας ασθένησε, κάλεσε κοντά του τους Ορθοδόξους επισκόπους, που τον συνόδευαν, και εξέφρασε την επιθυμία να λάβει το άγιο Βάπτισμα, λέγοντας τα ακόλουθα λόγια: «Είναι πια καιρός να απολαύσω κι εγώ την αθανατοποιό σφραγίδα (Βάπτισμα και Χρίσμα)… κάτι το οποίο σκεπτόμουν να λάβω στον Ιορδάνη ποταμό, όπου, όπως αναφέρεται, μετέσχε του λουτρού του Βαπτίσματος και ο Χριστός, ως πρότυπο για μας. Αλλ’ ο Θεός, που γνωρίζει το συμφέρον μας, με αξιώνει να το λάβω εδώ. Ας τελεσθεί λοιπόν τούτο χωρίς αναβολή.» Τότε οι αρχιερείς βάπτισαν τον Κωνσταντίνο και τον μετέλαβαν τα άχραντα Μυστήρια. Κι αυτός, έπειτα, φόρεσε τα λευκά ενδύματα του Βαπτίσματος, τα οποία και δεν απέβαλε μέχρι την κοίμησή του! Δεν θέλησε να περιβληθεί τη βασιλική πορφύρα! Έτσι λοιπόν, ευτυχισμένος, αφού τακτοποίησε τα της διαδοχής και διαθήκης του, κοιμήθηκε εν Κυρίω το μεσημέρι της 22ας Μαΐου του 337, ανημέρα της Πεντηκοστής.

ΤΑ “ΜΕΛΑΝΑ” ΣΗΜΕΙΑ: Α΄ Ο ΚΡΙΣΠΟΣ: Ο Κων/νος αγαπούσε πολύ το γιο του Κρίσπο, τον εκτιμούσε μάλιστα ιδιαίτερα μετα τη συμβολή του στη νίκη κατά του Λικίνιου. Είναι λοιπόν λογικό η Φαύστα να τον μισήσει διότι πίστευε πως ο Κρίσπος θα επεσκίαζε τους δικούς της γιους. Από φθόνο στον Κρίσπο κατήγειλε στον πατέρα του Κρίσπου πως αυτός είχε επιχειρήσει να την ατιμάσει και πως σχεδίαζε να τον δολοφονήσει! Ο Κωνσταντίνος την πίστεψε και χωρίς να ερευνήσει διέταξε να θανατωθεί ο γιος του. Η Αγία Ελένη, στην είδηση του θανάτου του εγγονού της ταράχτηκε και ήλεγξε αυστηρά τον Κων/νο γαι το σοβαρό του λάθος.

Εκείνος, μετανοιωμένος, διέταξε ανακρίσεις. Όταν αποδείχθηκε η σκευωρία, η Φαύστα τιμωρήθηκε με θάνατο. Τα δύο αυτά γεγονότα τον έκαναν να θρηνεί σ’ όλη του τη ζωή και να επιδιώκει τη μετάνοια. Μάλιστα, προς τιμή του αδικοσκοτωμένου Κρίσπου έστησε αργυρό ανδριάντα, με την επιγραφή· «Τω ηδικημένω υιώ μου».
Συνεπεία των δύο αυτών γεγονότων πολλοί επικριτές του Μ. Κωνσταντίνου ξιφούλκησαν εναντίον του. Όμως, όταν συνέβησαν αυτά τα γεγονότα, ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν ήταν Χριστιανός. Επίσης, “ο Κωνσταντίνος δεν ενέργησε με κακία και εμπάθεια, αλλά έπεσε θύμα ραδιουργίας και συκοφαντίας, ενώ την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν δικαστήρια για την απονομή δικαιοσύνης, εφόσον η σχετική εξουσία ήταν στα χέρια των αυτοκρατόρων, που δίκαζαν σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων, χωρίς να αποκλειστεί η ύπαρξη λάθους” (π. Μεταλληνός). Ακόμη ας μην ξεχνάμε πως Άγιος είναι εκείνος που επιδεικνύει πραγματική μετάνοια για τις αμαρτίες του, αλλάζει ζωή, και αγωνίζεται έπειτα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Άλλωστε πολλοί των Αγίων υπήρξαν προηγουμένως αμαρτωλοί και χάρις στην έμπρακτη μετάνοιά τους συγχωρέθηκαν από το Θεό και αναδείχτηκαν Άγιοι, μάλιστα θαυματουργοί. Ο προφητάναξ Δαβίδ έπεσε στο αμάρτημα του φόνου και της μοιχείας, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έπεσε και αυτός στο αμάρτημα του φόνου.

Αλλά και οι δύο μετανόησαν πικρά. Έπραξαν έργα γνήσιας μετάνοιας, συγχωρέθηκαν, ευαρέστησαν τον Θεό, και τελικά αναδείχθηκαν και οι δύο μεγάλοι Άγιοι! Ακόμη, η θεμελιώδης διδασκαλία της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ο βαπτιζόμενος καθαρίζεται, τόσο από το προπατορικό αμάρτημα, όσο και από κάθε άλλο προσωπικό αμάρτημα (αν είναι μεγάλης ηλικίας), ισχύει και στην περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου.

Β΄Ο ΜΑΞΙΜΙΑΝΟΣ: Ο Μαξιμιανός ήθελε να γίνει αύγουστος, αυτοκράτορας, και διώχθηκε από τον γιο του Μαξέντιο. Έτσι κατέφυγε στην κόρη του (ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου), Φαύστα, ζητώντας προστασία από τον Κωνσταντίνο. Το 310 όμως οργάνωσε συνωμοσία κατά του Κωνσταντίνου. Ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος φονεύθηκε στον πόλεμο κατά των Γερμανών, και πήρε ένα μέρος του στρατού με το μέρος του αυτοανακηρυσσόμενος αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και ο Μαξιμιανός κλείστηκε στο φρούριο της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος τον συνέλαβε, αλλά τον συγχωρησε με τη μεσολάβηση και της γυναίκας του, Φαύστας. Ακολούθησε όμως νέα συνωμοσία του Μαξιμιανού και της Φαύστας τώρα, για να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος. Η προσπάθεια απέτυχε. Η Φαύστα ενοχοποίησε τον πατέρα της. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να αυτοαπαγχονιστεί καταλαβαίνοντας ότι τα πράγματα ήταν πια δύσκολα. Κατηγορούν γι’ αυτό τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν ήταν ο Ανώτατος Δικαστής (Pontifex maximus) και ο ανώτατος αρχιερεύς. Αυτά έτσι τα βρήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, κάθε πράξη έπρεπε να δικαστεί από τον ανώτατο δικαστή.

Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποδίδουμε μονομερώς την ευθύνη, όπως όταν κανείς είναι πρόεδρος της δημοκρατίας και υπογράψει θανατική ποινή η οποία ορίζεται από το δικαστήριο, είναι υποχρεωμένος να το πράξει.

Γ΄ Η ΠΕΡΊΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΞΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟ ΟΡΑΜΑ: Ο Μαξέντιος θέλησε να γίνει ο μόνος αυτοκράτορας και στράφηκε κατά του Κωνσταντίνου επικαλούμενος τον θάνατο του πατέρα του, του Μαξιμιανού. Διέταξε την καταστροφή των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος μέσω των Άλπεων συναντάται με το στρατό στην γέφυρα του Τίβερη, δύο χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη.

Εδώ εμφανίζεται η γνωστή θεοσημία, όπως το περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος. Ο Κων/νος είδε νωρίς το απόγευμα στον ουρανό τον Σταυρό και τα γράμματα που έλεγαν «Τούτω Νίκα». Δηλαδή με αυτό το σύμβολο ας νικάς. Ο Λακτάντιος παραθέτει το κείμενο εις τα Λατινικά. Ο Άγιος Αρτέμιος και ο στρατός εβεβαίωσαν πως το είδαν και αυτοί το σύμβολο, άρα το είδε πλήθος στρατιωτών και όχι μόνον ο Κωνσταντίνος. Από τότε ο Κωνσταντίνος κατασκεύασε το λάβαρο του Σταυρού με το μονόγραμμα, το Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός, σε ένα στεφάνι. Το ίδιο παρήγγειλε να γίνει και στις ασπίδες των στρατιωτών του. Ο Ζώσιμος, όπως και άλλοι ειδωλολάτρες συγγραφείς, αποσιωπά το γεγονός. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 γίνεται η μάχη, στην οποία ο στρατός του Μ. Κων/νου (25.000 άνδρες) κατενίκησε αυτόν του Μαξέντιου (100.000 στρατιώτες)! Κάποια στιγμή,πάνω στη σύγκρουση, έσπασε η γέφυρα του Τίβερη και πολλοί στρατιώτες πνίγηκαν στο ποτάμι, ανάμεσά τους και ο Μαξέντιος. Πάλι κατηγορούν τον Κωνσταντίνο. Όμως η σκοπιμότητα γίνεται φανερή, ιδίως μετά την απόφαση του Κων/νου, που δεν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη του αντιπάλου στρατεύματος. Δεν εφάρμοσε κανένα μέτρο εναντίον τους.

Τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος έχτισε τη θριαμβική αψίδα που υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη.
Δ΄Ο ΚΩΝ/ΝΟΣ “ΔΙΩΚΤΗΣ” ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ: Κατά τον Ζώσιμο, ο Άγιος Κωνσταντίνος προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι για να τον εκδικηθούν και να τον προσβάλουν, βεβήλωσαν τα αγάλματά του. Όμως εκείνος, όταν του είπαν τι είχε γίνει, έπιασε το πρόσωπό του και είπε «ευτυχώς εγώ δε βλέπω κανένα τραύμα στο πρόσωπό μου». Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες, αλλά ούτε και τήρησε φιλική στάση απέναντί τους. Με επιστολές του συμβούλευε τους κατοίκους ειδωλολατρικών περιοχών να στραφούν προς τη χριστιανική πίστη. Αυστηρότητα έδειξε μόνον προς τους αιρετικούς ή αυτούς που πίστευε ότι διασάλευαν την τάξη στους κόλπους της χριστιανικής θρησκείας.

Γι’ αυτό πότε εξόριζε το Μέγα Αθανάσιο, πότε εξόριζε τον Άρειο. Ήθελε να αποφύγει τις διενέξεις και τις συγκρούσεις. Γι’ αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος, για να προφυλαχθεί κατά πολλούς ιστορικούς, επειδή τον απειλούσαν με δολοφονία οι Αρειανοί, στάλθηκε εξόριστος στη Δύση (στο σημερινό Πριρ, γενέτειρα του Μαρξ). Εκεί ο Αθανάσιος μετέφερε τον κοινοβιακό μοναχισμό του αγίου Αντωνίου και του αγίου Παχωμίου. Όμως δεν αδίκησε την εθνική θρησκεία, μάλιστα κατά τον ίδιο το Ζώσιμο επέβλεψε την ανοικοδόμηση εθνικών ναών. Συγκεκριμένα ο Κωνσταντίνος χρηματοδότησε, ως αρχηγός του κράτους, δύο ειδωλολατρικούς και δύο χριστιανικούς ναούς. Δηλαδή προσπαθούσε να τηρήσει ισορροπία και να εξασφαλίσει την ισότητα των πολιτών. Ένα σημαντικό ακόμη λάθος των αρνητών του Κων/νου είναι το θρυλούμενο πως εκείνος ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους.

Όμως, αυτό έγινε στις 28 Φεβρουαρίου του 380 από τον Θεοδόσιο τον Α’. Ο Κωνσταντίνος εξησφάλισε απλώς ελευθερία σε κάθε θρήσκευμα, οπότε και οι Χριστιανοί απέκτησαν το δικαίωμα της ελεύθερης Λατρείας. Η λίγο πριν το θάνατό του βάπτιση και η ευμενής αντιμετώπιση της Εκκλησίας δεν υποκρύπτει κανέναν καιροσκοπισμό. Γιατί κανείς πολιτικός δεν στηρίζεται ποτέ στη μειοψηφία αλλά στην πλειοψηφία. Όμως, την εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος έδειχνε το ενδιαφέρον του για τον Χριστιανισμό, οι πιστοί αποτελούσαν μια μειοψηφία της τάξης του 10% στην αχανή Αυτοκρατορία (Άντολφ φον Χάρμερ: Η εξάπλωση του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες)!

Ο Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΙΟΣ: Η κηδεία του Αγίου έγινε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, στο χώρο που είχε ο ίδιος ο αυτοκράτορας ετοιμάσει, δίπλα σε ιερά λείψανα Αγίων και Αποστόλων, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Εκεί το τίμιο λείψανό του, επετέλεσε πολλά θαύματα! Πρέπει να δοξάζουμε το Θεό, που ανέδειξε τον Κων/νο αυτοκράτορα σε μια εποχή κρίσης θεσμών και αξιών, μετά από τρεις αιώνες σκληρών διωγμών και φρικτών θανατώσεων εκατομμυρίων αθώων, μόνο και μόνο για την πίστη τους στον Χριστό! Ο Μ. Κωνσταντίνος ασπάσθηκε τον χριστιανισμό, όχι μόνο ως ένας απλός πολίτης της, αλλ’ ως ο αυτοκράτορας της! Το ότι βαπτίσθηκε στο τέλος της ζωής του αποδεικνύει πως δεν υπήρχε οποιαδήποτε σκοπιμότητα στην επιλογή του αυτή, αλλά προερχόταν από γνήσια εσωτερική του ανάγκη.

Έτσι ένας Ρωμαίος μονοκράτορας, μετά από τόσες νίκες και δόξα, που είχε τη θέση pontifex maximus (μέγιστος αρχιερέας της ειδωλολατρικής θρησκείας, που του αποδίδονταν τιμές λατρείας, αν και ο ίδιος κατήργησε τη λατρεία στο πρόσωπό του), να βαπτισθεί Χριστιανός; Άλλωστε η αναγνώριση της αγιότητας ενός κεκοιμημένου ορθοδόξου χριστιανού δεν είναι προϊόν ανθρώπινης αυθαιρεσίας. «Τους δοξάζοντάς με, δοξάσω», λέγει ο ίδιος ο Θεός. Μόνο ο Θεός, στην Ορθόδοξη Εκκλησία ανακηρύσσει και δοξάζει τους Αγίους Του. Ο Κωνσταντίνος αξιώθηκε, ενόσω ακόμη ζούσε άμεσης με οράματα θεϊκής καθοδήγησης, στάθηκε μοναδικό όργανο στα χέρια της θείας Προνοίας για τη στερέωση και επικράτηση της λατρείας του μόνου Αληθινού Θεού στον κόσμο. Αλλά και μετά θάνατο τον δόξασε ο Κύριος! Καθότι δεν πρέπει να παραβλέπεται το ότι και μετά την κοίμησή του οι προσευχές και μεσιτείες του προς τον Θεό θαυματουργούν, όπως εξάλλου αναφέρουν και αρχαία τροπάρια προς τιμή του. Σημαντικό στοιχείο ακόμη είναι το ότι ο Κωνσταντίνος «εκράτηνε την πίστην της Νικαίας», διότι το να επιτρέψει να συγκληθεί η Σύνοδος και να αποφασίζει η Σύνοδος, με τη Χάρη του Θεού, ανεδεικνύει ότι εκείνος ισχυροποίησε πραγματικά την πίστην των Ορθοδόξων Πατέρων της Εκκλησίας. Και κάτι ακόμη:

“Δεν υπάρχει αγιο-ποίηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά αναγνώριση της αγιότητος. Ο Θεός με έκτατες επεμβάσεις, με λείψανα που ευωδιάζουν, που θαυματουργούν, και με τις θεοσημείες αυτές αποδεικνύει την επέμβασή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τότε τιμάμε τον υπό του Θεού διατηρηθέντα και αναγνωρισθέντα άγιο.” (π. Μεταλληνος).

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος τονίζει:«Και αν ακόμα διέπραξε και κάποια ανομήματα ο Κωνσταντίνος, αυτό δεν οφείλεται σε αγριότητα ψυχής, αλλά γιατί ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε μέσα σε καθιερωμένες από αιώνες ολέθριες έξεις και παραδόσεις. Οι προκάτοχοι και οι συνάρχοντές του, κανένα δε σεβάσθησαν θείο ή ανθρώπινο νόμο. Είναι απορίας άξιο όμως και θαυμασμού, ότι κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε να κατανοήσει και να ομολογήσει τις αρχές του Ευαγγελίου.»

πηγή