Μυστικά Άνθη, Αθήνα 1992, δ´ έκδοση, Αστήρ, σελ. 93‐99
Τι ήτανε, αληθινά, εκείνο το Βυζάντιο, εκείνη η Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Όχι μοναχά η αρχαία πολιτεία, μα κι η καινούργια, ως του σουλτάν-Χαμίτ τα χρόνια. Είχα γνωρίσει έναν χριστιανό Ανατολίτη κοσμογυρισμένον, που έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στην Αμερική, στη Λόντρα, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στη Νέα Υόρκη. «Όλες αυτές οι μεγάλες πολιτείες, μου έλεγε, είναι σπουδαίες, μα σαν την Κωνσταντινόπολη δεν υπάρχει άλλη στην οικουμένη, κι ούτε βρίσκεται στον ντουνιά τέτοια επίσημη αρχοντικιά και βασιλική πολιτεία».
Στα χρόνια των Βυζαντινών «η βασιλεύουσα Πόλις» θα είχε μια εξωτική κι αλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τρούλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στη βλογημένη αυτή αφεντοπολιτεία. Στη μέση στεκότανε, σαν ήλιος, η Αγιά Σοφιά, και γύρω της ήτανε σκορπισμένες οι άλλες εκκλησίες με τους χρυσούς κουμπέδες, σφαίρες ουράνιες, που λες και γυρίζανε γύρω στον ήλιο. Δεν φαινόντανε πως ήτανε κτίρια κανωμένα από τον άνθρωπο, αλλά σαν να κατεβήκανε από τον ουρανό και σταθήκανε απάνω στη γη. Κι από μέσα ήτανε καταστολισμένες με ψηφιά, με χρωματιστά μάρμαρα, με σμάλτα, με ζωγραφιές, που θαρρούσε κανένας πως μπαίνει σε ουράνια παλάτια. Είχανε δίκιο οι παλιοί Κινέζοι που λέγανε πως αυτά τα κτίρια ήτανε «κάποια παλάτια μεγάλα και λαμπερά, που από μέσα μοιάζανε σαν τα χρυσά φτερά του φασιανού την ώρα που πετά».
Ανάμεσα στις ακαταμέτρητες εκκλησιές, στα παλάτια και στα μοναστήρια, που σκεπάζανε ανεξερεύνητα μυστήρια, ήτανε χτισμένα τα σπίτια και τα αμέτρητα παζάρια που μερμήγκιαζε ο κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τα χάνια, τα μαγαζιά, φωλιές γεμάτες ζωή και κίνηση. Εδώ κι εκεί πρασινίζανε κάποια περιβόλια με ψηλά δέντρα μέσα στην πολιτεία, μα ένα γύρω τη ζώνανε, σαν ολόδροσο στεφάνι, ανθισμένοι κήποι, δάση με πλατάνια, με δρυς, με κυπαρίσσια, με καβάκια (λεύκες), που ρίχνανε τον πυκνό ν ίσκιο τους απάνω σε ξωτικά κιόσκια, σε βρύσες με κρυσταλλένια νερά, ενώ από παντού χλιμιντρούσανε χαρούμενα τα λυγερά άτια (άλογα) της Ανατολής, κι ακουγόντανε κάτι τραγούδια που μοιάζανε με ψαλμωδίες. Ανάμεσα στα δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια.
Μα σαν γύριζε κανένας τη ματιά του κατά τη θάλασσα, ευφραινότανε ακόμα πιο πολύ από το θαυμαστό πανόραμα. Ο Βόσπορος, αυτός ο εξαίσιος θαλασσινός ποταμός, δρόσιζε με τα νερά του τα πόδια της πολιτείας, ρεματίζοντας ανάμεσα σ' αυτή και στην καταπράσινη Ανατολή, με τη Χρυσούπολη και με τα παλάτια που παραθερίζανε οι Κωνσταντινουπολίτες. Όπου να στεκότανε άνθρωπος έβλεπε μπροστά του ένα μαγικό θέαμα, τις ήμερες ακρογιαλιές του μπογαζιού ανάμεσα στα δέντρα που βουίζανε από το γλυκό φύσημα τ' αγεριού. Ακαταμέτρητο πλήθος από καράβια λογιών λογιών, από βάρκες, από μαούνες, από καίκια, από μπιαντάδες, αρμενιζανε παντού, άλλα με πανιά κι άλλα με κουπιά. Τα λιμάνια ήτανε γεμάτα από καράβια αραγμένα στους μόλους η φουνταρισμένα ανοιχτά. Κάστρα θεόρατα, τρίδιπλα κι ακατάλυτα, ζώνανε την αξετίμητη πολιτεία, από στεριά κι από θάλασσα, με χίλιες καστρόπορτες, μ' αμέτρητες τάμπιες και πύργους, όλα αρματωμένα καλά με στρατό, με βάρδιες που ξαγρυπνούσανε.
Το Σαββατόβραδο, κατά το δειλινό, η ατμόσφαιρα γέμιζε από τη γλυκειά βουή που κάνανε χιλιάδες καμπάνες και που ανέβαινε σαν ψαλμωδία απάνω από την αγιασμένη πολιτεία, από τη Νέα Σιών, «ήχος καθαρός εορταζόντων». Πανηγυρική μεγαλοπρέπεια! Μοναχά το Βυζάντιο κατέβασε στη γη την ουράνια αρμονία.
Για τους Βυζαντινούς, η πατρίδα τους ήτανε η Κιβωτός της αληθινής θρησκείας, και είχανε πόθο να τραβήξουνε μέσα σ' αυτή όλα τα έθνη της γης, και να τα σώσουνε φωτισμένα από το ανέσπερο φως του Ευαγγελίου. Γι' αυτό, ένας αυτοκράτορας μιλώντας στους στρατηγούς του που πηγαίνανε να πολεμήσουνε καταπάνω σε βάρβαρους λαούς, τους παράγγελνε να φέρνονται με ευσπλαγχνία στους νικημένους και να μην τους βιάζουνε να πληρώνουνε φόρους. «Εμείς, έλεγε, δεν θέλουμε να σκλαβώσουμε τους άλλους, αλλά η δόξα μας κι η τιμή μας είναι να γίνουνε ευτυχισμένοι κι ελεύθεροι μαζί μας». Όσοι αλλόθρησκοι πηγαίνανε στην Πόλη από ξένες χώρες απορούσανε πως γινότανε οι χριστιανοί, που είχανε τέτοια πλούσια και μεγαλόπρεπη πολιτεία, να λατρεύουνε για θεό τους έναν ταπεινόν, τυραννισμένον, καρφωμένον απάνω σ' ένα ξύλο, ενώ περιμένανε να δούνε να προσκυνάνε κάποιο είδωλο χρυσοντυμένο, με περήφανη όψη, με κορμί γίγαντα.
Στο Βυζάντιο η θρησκεία βασίλευε απάνω σε όλα. Με όλη τη ζωηρή δραστηριότητα που είχανε οι Βυζαντινοί στα εγκόσμια, η σκέψη τους κι η καρδιά τους ήτανε πάντα γυρισμένη στην άλλη ζωή, στην αιώνια ζωή. Στο νού τους είχανε μέρα νύχτα τα λόγια του Παύλου: «Ου γαρ .εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Τούτη η αφοσίωση στη μέλλουσα ζωή, στη βασιλεία των ουρανών, έκανε ώστε και το σύστημα της επίγειας ζωής τους να πάρει κάποιον χαρακτήρα αιωνιότητας, σαν μια ατελής προεικόνιση «εκείνου του καινού αιώνος, του θαυμαστού». Όχι μοναχά τα θρησκευτικά αισθήματά τους, μα και τα κοσμικά, είχανε χαρακτήρα λειτουργικόν. Για όποιον είναι σε θέση να νοιώσει καλά τι είναι αυτό το «λειτουργικό», ποτές άλλη φορά η ομαδική ζωή των ανθρώπων δεν έφταξε σ' ένα τέτοιο πνευματικό ύψος. Όσοι θελήσανε και θέλουνε να κρίνουνε το Βυζάντιο με τον συνηθισμένον χονδροειδή αντιπνευματικόν τρόπο και με τις γνωστές ανόητες ευφυολογίες, και να το γελοιοποιηθούνε σε βαθμό που να ονομάζουνε «βυζαντινισμό» κάθε αφηρημένη συζήτηση και ουτοπία, αυτοί φανερώνουνε μ' αυτό πόσο ανίδεοι είναι από αληθινή πνευματικότητα, με όλους τους ψεύτικους τίτλους της σοφίας και της επιστήμης που είναι στολισμένοι.
Το Βυζάντιο είναι πολύ λεπτό πράγμα για να μπορέσουνε να το πιάσουνε τα χοντροκανωμένα εργαλεία τους. Το Βυζάντιο είναι η αληθινή χριστιανική θρησκεία, ανάμεσα στα ψεύτικα και ελεεινά παραμορφωμένα ομοιώματά της, που τα φτιάξανε λαοί βάρβαροι και υλιστές, ανίκανοι να την καταλάβουνε και να την αισθανθούνε. Για τούτο, το Βυζάντιο κρίνεται από τους λεγόμενους σοφούς του κόσμου όπως κρίνεται το Ευαγγέλιο, δηλ. σαν μωρία, μπροστά στη δική τους γνώση, κι η γνώμη τους ίσια-ίσια, πως το Βυζάντιο είναι «μωρία», πιστοποιεί πως αληθινά στάθηκε η Νέα Σιών, η έμψυχος κιβωτός, που μέσα σ' αυτή φυλάχθηκε η επαγγελία του Θεού προς τους ανθρώπους πως θα γίνουνε τέκνα του, και «η μακαρία ελπίς της αιωνίου ζωής». Όσο νοιώσανε οι υλικοί άνθρωποι τι λέγει ο Παύλος για το Ευαγγέλιο και για τη σοφία του Θεού, άλλο τόσο νοιώσανε κι οι ιστορικοί κι οι επιστήμονες της κοσμικής γνώσης, «οι συζητηταί του αιώνος τούτου» όπως λέγει ο Παύλος, τι είναι το Βυζάντιο.
Να, τι λέγει ο Παύλος για την ψεύτικη σοφία τους και για την αληθινή του Θεού: «Ουχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου; Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν». «Τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά, και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενωμένα εξελέξατο ο Θεός και τα μη όντα (τις ουτοπίες και τις θρησκοληψίες), ίνα τα όντα (τις θετικές επιστήμες, τον ορθολογισμό, και την εμπειρική γνώση) καταργήση». «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου, ουδέ τον αρχόντων του αιώνος τούτου, των καταργουμένων. Αλλά λαλούμεν σοφίαν του θεού εν μυστηρίω, την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών, ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκεν». (Νομίζει κανείς πως αυτά τα λόγια τα λέγει το Βυζάντιο). «Μηδείς εαυτόν εξαπατάτω. Ει τις δοκεί σοφός είναι, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός. Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου, μωρία παρά τω Θεώ εστιν». «Ημείς μωροί διά Χριστόν, υμείς δε φρόνιμοι εν Χριστώ. Ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί. Υμείς ένδοξοι, ημείς δε άτιμοι».
Απάνω στο Βυζάντιο ήτανε γραμμένος ο λόγος του Παύλου: «ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω». Όλες οι καρδιές, από τον βασιλιά ως τον πιο φτωχόν καντηλανάφτη η βαρκάρη, η στρατιώτη η ξωχάρη, αυτά τα λόγια είχανε μέσα. Η προσευχή ήτανε η ζωή τους. Κι η τυπική ακόμα ευσέβεια σε κάποιους αυτοκράτορες η άρχοντες, δείχνει πως υποταζόντανε στον πνευματικό νόμο της θρησκείας κι εκείνοι που δεν ήτανε σε θέση να τον νοιώσουνε και να ευφρανθούνε από τη γλυκύτητα «του ζώντος ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον». Ακόμα κι εκείνοι που δε μπορούσανε να νικήσουνε τη φυσική κακία τους, ήτανε ευλαβείς, ένα πράγμα παράδοξο.
Ο Νικηφόρος Φωκάς έκανε κάθε μέρα την προσευχή του, και στον πόλεμο φορούσε από μέσα, κάτω από τον θώρακά του ένα παλιόρασο του θείου του ασκητή Γεωργίου του εν τω Μαλεώ που είχε αγιάσει, για να τον φυλάγει. Ο Αλέξιος Κομνηνός όποτε ήτανε να πάγει σε καμμιά εκστρατεία, έβαζε τα πολεμικά σχέδιά του κάτω από την αγία Τράπεζα, κι όλη τη νύχτα προσευχότανε γονατιστός απάνω στα σκαλοπάτια του ιερού, και το πρωί έπαιρνε το σχέδιο που έβγαινε κάτω από το σκέπασμα της αγίας Τράπεζας, γιατί πίστευε πως του το έδινε ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Ο Ιωάννης Τσιμισκής γονάτιζε σαν παιδί μπροστά στην αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας παρακαλώντας με δάκρυα να του δώσει ο θεός έναν άγγελο φύλακα που να τον φωτίζει κατά τον πόλεμο.
Όσο σφίγγεται το Βυζάντιο από τους βαρβάρους, κι όσο η ψυχή υποφέρνει και πονά, τόσο γυρίζει τα μάτια του κατά τον ουρανό. Ο βασιλιάς Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρις σύνθεσε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα στην Παναγία, που είναι γεμάτος από συντριβή, ταπείνωση και πίστη. Ο Λέων ο Σοφός εποίησε τα εξαίσια Εωθινά που τα ψέλνουνε στον Όρθρο κάθε Κυριακή κι ο γυιός του Κωνσταντίνος φιλοτέχνησε τα Εξαποστειλαρια. Κι άλλοι πολλοί βασιλιάδες ψέλνανε η υμνογραφούσανε. Άλλα κι οι ομιλίες που κάνανε στους στρατιώτες και στον λαό, είχανε κι εκείνες ύφος θρησκευτικό κι ήτανε γεμάτες ευλάβεια και πίστη. Ο πικραμένος λόγος που έβγαλε ο τελευταίος βασιλιάς του Βυζαντίου, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ήτανε σαν νεκρώσιμο τροπάρι. Το Βυζάντιο είναι η προεικόνιση απάνω στη γη της βασιλείας των ουρανών, όσο ήτανε δυνατό να πραγματοποιηθεί από την ανθρώπινη ατέλεια μέσα στον κόσμο της φθοράς.
Σαν μπήκανε οι Σταυροφόροι σ' αυτή την πολιτεία του Χριστού, δεν καταλάβανε τίποτα από τον μυστικόν πλούτο που έκλεινε μέσα της, μ' όλο που λεγόντανε Χριστιανοί. Αυτοί θαμπωθήκανε από «το έξωθεν του ποτηριού και της παροψίδος», από τα κτίρια, από τα πλούτη της, από τα υλικά πράγματα που κρύβανε από κάτω τους τα πνευματικά μυστήρια, όπως η στολή του αρχιερέως συμβολίζει, με το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες, την πνευματική μεγαλοπρέπεια της λατρείας. Εκείνοι οι βάναυσοι τυχοδιώκτες κυττάζανε με λαιμαργία τα ακριβά στολίσματα της Πόλης, και θέλανε να τ' αρπάξουνε για να τα φάνε.
Που να καταλάβουνε πως εκείνη η μεγάλη εκκλησιά ήτανε εκκλησιά της Σοφίας του Θεού. Κανωμένη κατά τον ναό του Σολομώντος, που τον στόλισε με ο,τι ακριβό και θαυμαστό είχε ο άνθρωπος για να τιμήσει τον Θεό. Που να καταλάβουνε εκείνη την αρχιτεκτονική, εκείνη την αγιογραφία, τα σκεύη, την ψαλμωδία, την υμνωδία, που όλα ήτανε ήχοι που βγαίνανε από σάλπιγγες πνευματικές. Αυτοί άρπαξανε τα μαλάματα, τα δισκοπότηρα, τ' αρτοφόρια, τα άμφια, τα καπάκια από τα Ευαγγέλια, ακόμα και τα χρυσά ψηφιά από τους τους τοίχους. Τα βιβλία, που είχε μυριάδες, τα κυττάζανε με απορία, σε τι θα μπορούσανε να χρειασθούνε, και τα πετούσανε. Το ίδιο και τα εξαίσια εικονίσματα, έργα αξετίμητα, τα καίγανε από φανατισμό, η λιανίζανε κρέας απάνω τους. Τέτοιος είχε καταντήσει ο Χριστιανισμός σ' αυτούς τους υλόφρονες βαρβάρους, που καταβρωμίζανε την πηγή απ' όπου τον πήρανε.
Γστερα από αιώνες οι απόγονοί τους ημερέψανε, χτίσανε μεγάλες πολιτείες, ανοίξανε πανεπιστήμια, κάνανε βιβλιοθήκες, μουσεία, ακαδημίες. Μα με όλα αυτά, δεν είναι σε θέση να νοιώσουνε πάλι τι είναι το Βυζάντιο, όχι στην εξωτερική του δψη, αλλά στη βαθειά ουσία του, την πνευματική. Γι' αυτούς είναι κεκλεισμένη η Πύλη η κατά Ανατολάς. Γιατί εργάζονται «διά την βρώσιν την απολλυμένην», επειδή, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, «ο ων εκ της γης, εκ της γης εστι και εκ της γης λαλεί». Ερευνούν εξωτερικά με «τον νούν της σαρκός αυτών», χωρίς να μπορούνε να πάνε πιο βαθειά απ' ο,τι νοιώθουνε οι σαρκικές αισθήσεις. Δεν έχουνε «πνευματικόν οφθαλμόν, ούτε πνευματικόν ούς» και «ψηλαφούσι τοίχον εν τω σκότει». Ούτε καν υποπτεύονται, μέσα στην αλαζονεία τους, πως υπάρχει τίποτα «το τιμιώτατον», κάτω από την ταφόπετρα που την ψάχνουνε και που τη μελετούνε με το εγκόσμιο σύστημά τους. Δεν έχουνε αυτί για να ακούσουνε «τους αλαλήτους στεναγμούς του Πνεύματος», που βγαίνουνε από τα νεκρά και ξερά κόκκαλα που σκαλίζουνε σαν τυμβωρύχοι.
Ένας άγιος γράφει: «Αισχρόν εστι τους φιλοσάρκους περί των πνευματικών πραγμάτων ερευνήσαι, ώσπερ και πόρνην περί σωφροσύνης λαλήσαι. Οι έχοντες την πεποίθησιν αυτών εν τοις σαρκικοίς, οι τοιούτοι ως εν νυκτομαχία διάγουσι, και σκότος ψηλαφούσιν, έξωθεν όντες της χώρας της ζωής και του φωτός. Εκείνη γαρ η χώρα τοις αγαθοίς και ταπεινόφροσι, και τοις καθαρίσασι τας εαυτών καρδίας κεκλήρωται».
Το Βυζάντιο είναι όπως «η Ιερουσαλήμ και η βασιλεία του θεού,η εντός ημών κεκρυμμένη. Αυτή η χώρα νεφέλη εστί της δόξης του θεού, εις ην μόνον οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται του θεάσασθαι το πρόσωπον του Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών διά της ακτίνος και λαμπηδόνος του φωτός Αυτού».