Για τον Πόντο σήμερα! Όχι πια με την «Αργώ» για το χρυσόμαλλο δέρας. Μα με το καράβι της Ιστορίας του Γένους μας, που ταχύπλοο το κάνει τ’ αγέρι της νοσταλγίας.
Η ονομασία Πόντος στα παλιά παλιά χρόνια δόθηκε στις παράλιες περιοχές του Ευξείνου Πόντου. Αργότερα προσδιόριζε τα βόρεια παράλια της Ασίας στον Εύξεινο Πόντο, από την αρχαία αποικία Αθήναι μέχρι τη Σινώπη και την Ηράκλεια.
Το πότε ελληνικά φύλα έφθασαν στην απόμακρη αυτή γη χάνεται μέσα στην αχλύ του μύθου. Ενός μύθου, που αφήνει καθαρά να φανεί ο παράτολμος Έλληνας, ο δραστήριος κι αεικίνητος, που αναζητεί πάντα καλύτερες συνθήκες ζωής.
Η ιστορία μάς πληροφορεί ότι πρώτη αποικία στον Πόντο ήταν η Σινώπη. Την ίδρυσε η Μίλητος. Αποικίσθηκε δύο φορές, πριν και μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. και έγινε αυτή ύστερα μητρόπολη για πολλές άλλες αποικίες-πόλεις. Σιγά σιγά στη μακραίωνη ζωή της μακράς παραλίας του Πόντου απλώθηκαν σημαντικότατες και ακμαιότατες πόλεις: Τραπεζούντα, Κερασούντα, Αμισός (Σαμψούντα), Κοτύωρα, Αθήναι… Και άλλες στα μεσόγεια: Αμάσεια, Αργυρούπολη, Κασταμονή, Σεβάστεια, Νεοκαισάρεια… Πόντος εδώ. Λαός ελληνικός, γλώσσα ελληνική, πολιτισμός ελληνικός.
Τα χρόνια κυλούσαν. Και οι αιώνες διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Μέσα στις εναλλαγές της ιστορίας του ο Ελληνισμός του Πόντου στερεωνόταν, προόδευε, εξελλήνιζε, εκπολίτιζε και τα ενδότερα μέρη.
Αντιμετώπισε βαρβαρικά φύλα και τα αφομοίωσε με την υπεροχή του πολιτισμού του. Αντιμετώπισε κατακτητές και επιδρομείς επικίνδυνους και απειλητικούς, Μήδους, Πέρσες, Ρωμαίους, πάλι Πέρσες, Άραβες… Ο Πόντος αντιστεκόταν, πολεμούσε, επιζούσε. Και συνέχιζε την εκπολιτιστική του πορεία.
Από τον πρώτο κιόλας αιώνα μ.Χ. έφθασε κι εδώ το κήρυγμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Με τον Απόστολο Ανδρέα. Ο τόπος σιγά σιγά εκχριστιανίσθηκε. Ο αγέρας του Πόντου μοσχοβόλησε λιβάνι. Ριζοβόλησε η πίστη η χριστιανική. Σε θελκτικές περιοχές του, κατάφυτες και υποβλητικές, ασκήτεψαν μεγάλοι άνδρες της Εκκλησίας, ο Βασίλειος κι ο Γρηγόριος, οι Καππαδόκες φίλοι, που μαζί και με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ένωσαν τόσο αρμονικά τον ελληνισμό με τον Χριστιανισμό, ομορφοπλεγμένα στην ψυχή του Έλληνα του Πόντου.
Στα χρόνια του Βυζαντίου ο Πόντος απετέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της εκτεταμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και όταν δόλια οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη (1204), τούτος ο τόπος αξιώθηκε να συνεχίσει για 257 ακόμη χρόνια τη λάμψη του Βυζαντίου, από την Τραπεζούντα, με τους Μεγάλους Κομνηνούς.
Μα πέρασαν τα ένδοξα χρόνια. Έφθασαν κι εδώ, μετά την Άλωση της Πόλεως, οι Τούρκοι (1461). Έφθασε η βία, ο τρόμος, η προσπάθεια για αφελληνισμό, για εκτουρκισμό και εξισλαμισμό. Αλλεπάλληλες οι εξοντωτικές επιχειρήσεις. Όμως οι Έλληνες του Πόντου άντεχαν, γιατί είχαν αδάμαστη ψυχή. Αιώνες τώρα –30! – έμεναν στα βράχια τους, που τα μεταμόρφωσαν σε εστίες πολιτισμού. Έμεναν ακρίτες αυτοί, φρουροί του Ελληνισμού, γενναίοι, δημιουργικοί, στερεωμένοι στην πίστη τους και τις παραδόσεις της φυλής. Αιώνες πάλεψαν με επίδοξους κατακτητές και άντεξαν. Γιατί όχι και τώρα;
Ήρθε ωστόσο η τελευταία πράξη του δράματος: Οι Νεότουρκοι (1909). Καθοδηγημένοι από Ευρωπαίους συμβούλους και τα συμφέροντά τους, κήρυξαν εξόντωση των γηγενών πληθυσμών. Βλέπεις, πάντα τούς στοίχιζε η προκοπή των Ελλήνων του Πόντου και το φιλελεύθερο πνεύμα τους! Οι Έλληνες πήραν και τώρα τα όπλα, ανέβηκαν στα βουνά, ζήτησαν να γίνουν αυτόνομο, ανεξάρτητο κράτος, αντιστάθηκαν. Αλλά αυτό εξόργισε τους Νεότουρκους, γιατί καταλάβαιναν πως είχαν να κάνουν με αδάμαστο αντίπαλο. Και, λοιπόν, προχώρησαν ακάθεκτοι στη γενοκτονία με τρόπους εξοντώσεως «φυσικούς»…
Ω, πόσα δεινά πέρασαν τότε οι αδελφοί μας Έλληνες του Πόντου! Τα περιβόητα τάγματα εργασίας, τάγματα θανάτου, την επιστράτευση δηλαδή του ανδρικού ελληνικού στοιχείου από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους στα βάθη της Ανατολής, για να δουλεύουν κάτω από προσχεδιασμένες άθλιες εξοντωτικές συνθήκες μέσα σε ορυχεία ή για διάνοιξη οδών. Τις απαγωγές πολιτών όπως και κοριτσιών που τα κακοποιούσαν και μετά τούς έβαζαν φωτιά. Τους οικονομικούς αποκλεισμούς και τους έκτακτους δυσβάστακτους φόρους. Και κυρίως τον δραματικό εκτοπισμό των ελληνικών πληθυσμών, απροειδοποίητα, προς άγνωστες κατευθύνσεις, χωρίς να επιτρέπουν στους εκτοπισμένους να πάρουν μαζί τους κάποια τρόφιμα, κάποια ρούχα, και χωρίς να τους επιτρέπουν να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς τους ή στα ανήλικα παιδιά και τους αρρώστους, που εγκαταλείπονταν έτσι στα φαράγγια…
Συνολικά μέσα σε λίγα χρόνια μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών (1923), πάνω από 350.000 Έλληνες του Πόντου βρήκαν οικτρό θάνατο από τους Νεότουρκους στις πόλεις και τα χωριά, τις χαράδρες και τα βουνά, τις εξορίες και τις φυλακές. Τέλεια εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού.
Γι’ αυτό, δίκαια η Βουλή των Ελλήνων ανακήρυξε ομόφωνα το 1994, ύστερα και από σχετικά διαβήματα των Ποντιακών Οργανώσεων, την 19η Μαΐου ως «ημέρα γενοκτονίας των Ποντίων». Ημέρα πένθους για όλο τον Ελληνισμό. Είναι η ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ, ο εμπνευστής της σφαγής των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και όλης της Μικρασίας, έφθασε το 1919 στην Σαμψούντα και πυροδότησε την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. Όταν οι γενοκτόνοι κάνουν εθνική γιορτή της νεολαίας τους την τραγική αυτή ημέρα, είναι πολύ οι Έλληνες να θυμούνται τον άδικο ξεριζωμό από τις πανάρχαιες εστίες τους, να καταγγέλλουν το έγκλημα, να ατενίζουν με πόνο προς την αγαπημένη γη του Πόντου και να στοχάζονται ελληνικά;
Όσοι επέζησαν ήρθαν στην πληγωμένη Μάνα Ελλάδα. Ήρθαν γυμνοί από το βιος τους, αλλά πλούσιοι στον πολιτισμό τους. Ήρθαν με τον πόνο τους αλλά και την αρχοντιά τους, την εργατικότητα και την τιμιότητά τους. Ήρθαν με την ευσέβειά τους, τις εικόνες και τους Αγίους τους, τον πλούτο της ψυχής τους. Και δημιούργησαν πάλι τη ζωή τους, με στραμμένο πάντα το βλέμμα της ψυχής τους σε ό,τι αγαπημένο έμεινε πίσω, στην Πατρίδα την αλησμόνητη, τη γη του μακρινού ονείρου τους…
«Πρός τή ΝΙΚΗ», Μάιος 2009