Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Ησυχαστές και Ζηλωτές - Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον Βυζαντινό 14ο αιώνα (Γ΄ Μέρος)

+ Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός 

Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995.

Γ

Oι μέχρι σήμερα έρευνες στον 14ο αιώνα της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης παρέχουν τη δυνατότητα για την αποτίμηση τόσο της θεολογικής έριδας, όσο και των εμφυλίων συγκρούσεων, αλλά και της δυναμικής τους στην περαιτέρω ζωή της αυτοκρατορίας και τη συνέχεια του Γένους.



Είναι βέβαια γεγονός, ότι oι συνέπειες των ιδεολογικών ερίδων ήσαν τρομακτικές. Η αυτοκρατορία συρρικνωμένη ήδη εδαφικά, αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο και μένει αθωράκιστη στις επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων, και κυρίως των Οθωμανών. Το 1354 οι Τούρκοι θα καταλάβουν την Καλλίπολη, πατώντας σταθερά στην ευρωπαϊκή πλευρά της αυτοκρατορίας. Το αποτυχημένο κίνημα των Ζηλωτών δε μπόρεσε να θεραπεύσει την κοινωνική δυσλειτουργία και να καταλύσει την οικονομική ανισότητα. Η αυτοκρατορία βάδιζε προς τη δύση της. Το 1402 θα περιορισθεί εδαφικά στην Πόλη, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη Λήμνο, την Τένεδο και το Μυστρά. Θα είναι έκτοτε θλιβερό λείψανο του παλαιού ένδοξου εαυτού της. Ο Ησυχασμός, όμως, ως πατερικότητα και υπαρκτική αλήθεια, θα επιβιώσει ως πνευματική παρακαταθήκη των Ρωμηών. Αυτός θα διατηρήσει ρωμαλέο το φρόνημα και αμείωτο τον ψυχικό δυναμισμό, κυρίως μέσα στην μακρόσυρτη δουλεία. Οι θέσεις όμως αυτές χρειάζονται κάποια ανάλυση.

Τον 14ο αιώνα έλαβε χώρα η πρώτη σε βάθος αντιπαράθεση Ανατολής και Δύσεως στο χώρο της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα ανατολικοί και δυτικοί θεολόγοι συγκρούονταν με θέμα το «Filioque», επισημαίνοντας την υποκρυπτόμενη μεταξύ τών δύο θεολογιών αντίθεση, αλλά τον 14ο αιώνα για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία, με την παρουσία ενός αυθεντικού «δυτικού» θεολόγου στην Ανατολή, του Βαρλαάμ, να αναδυθούν oι θεολογικές προϋποθέσεις Ανατολής και Δύσεως και να διαπιστωθεί η ριζική διαφοροποίηση της μιας από την άλλη και το ασύμπτωτο μεταξύ τους. Η δυτική (φραγκολατινική) θεολογία και ο προερχόμενος από αυτήν ευρωπαϊκός (φραγκογερμανικός) πολιτισμός, αποδεικνύονταν απότοκα μιας αλλοτριωμένης Χριστιανοσύνης, που δεν μπορούσε πια να ονομάζεται Χριστιανισμός.

Όπως ορθά σημειώνει ο καθηγητής Χρ. Γιανναράς, «ίσως κατ’εξοχήν στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, είναι εναργέστερη η επίγνωση, ότι στην περίπτωση των καινοτομιών της δυτικής εκκλησίας δεν έχουμε απλώς μια καινούργια «αίρεση» του χριστιανισμού [...], αλλά [...] μια ριζική αλλοτρίωση του ίδιου του πυρήνα της εκκλησιαστικής αλήθειας, ένα διαφορετικό ‘χριστιανισμό’ στους αντίποδες του ευαγγελικού τρόπου ζωής και σωτηρίας του ανθρώπου». Η Δύση είχε διαμορφώσει, μέσα στο δαιδαλώδη ρασιοναλισμό της Σχολαστικής, έναν άλλο «χριστιανισμό», απόλυτα ασύμπτωτο με εκείνον της Ανατολής. Η ησυχαστική Θεολογία στην αυτοέκφρασή της απεκάλυψε τη διαφορά της Ορθοδοξίας από τη Δύση, ως «αντιπαράθεση της εμπειρίας στην αφηρημένη θρησκευτική πεποίθηση».

Ο γνωστός γερμανός βυζαντινολόγος Gelzer δέχθηκε, ότι ο Ησυχασμός «ανήκει στα πιο αξιόλογα -τόσο από ιστορική, όσο και από πολιτιστική πλευρά- και πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα όλων των εποχών». Oι ρωμηοί Ησυχαστές του 14ου αιώνα, με πρωτοπόρο τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, απέδειξαν την αδιάσπαστη πνευματική συνέχεια του «Βυζαντίου»/Ρωμανίας. Ο Παλαμάς επαναδιατύπωσε την ορθόδοξη παράδοση, φανερώνοντας την πατερικότητά του. Ο Ησυχασμός, που ενσάρκωνε και προάσπιζε ο Παλαμάς, ήταν η σπονδυλική στήλη της ζωής της Ρωμανίας επί χίλια χρόνια και το απόβαθρο -και πηγή συνάμα του πολιτισμού της. Η μακρόσυρτη όμως θεολογική διαμάχη απέδειξε προ πάντων αυτό, που και σήμερα γίνεται καθολικά πια δεκτό, ότι δηλαδή ο Ησυχασμός δεν συνιστούσε καινοτομία, όπως φανταζόταν ο ανυποψίαστος Βαρλαάμ. Ακόμη και οι Σχολαστικοί του «Βυζαντίου», που για διάφορους λόγους συντάχθηκαν μαζί του, δεν αμφισβήτησαν τον Ησυχασμό. Δεν αμφισβήτησαν δηλαδή ποτέ τη μέθοδό του, αλλά διαφωνούσαν μόνο για τις συνέπειές της, δηλαδή «ως προς την θεολογικήν αξιολόγηση των καρπών» της (Βλάσιος Φειδάς). Η αντίθεση κάποιων επισκόπων κατά των Ησυχαστών ερμηνεύεται, με αρκετή δόση αληθείας, ως έκφραση φόβου αυξήσεως του κύρους των μοναχών.

Με τις ησυχαστικές συνόδους (1341, 1347, 1351) και με την διακήρυξη της αγιότητας του Γρηγορίου Παλαμά (1368) η Ορθοδοξία απομάκρυνε τον κίνδυνο εκφιλοσοφήσεως της πίστεως και εκλατινισμού (εκφραγκεύσεώς) της. Μαζί δε με τη σωτηριολογική δύναμη της παραδόσεώς της έσωσε η Ανατολή και την κρατική αυτοτέλειά της.

Η εμμονή όμως στον Ησυχασμό είχε για το «Βυζάντιο»/Ρωμανία όχι μόνο θρησκευτική ή πολιτική, αλλά και πολιτιστική σημασία, διότι καθόρισε την περαιτέρω στάση όχι μόνο έναντι της Δύσεως, αλλά και της ελληνικής αρχαιότητας. Η Δύση -αυτό έγινε κατανοητό- όχι μόνο δεν ήταν πια ομόψυχη της Ανατολής, αλλά συνέχιζε να απειλεί, πέραν από την πνευματική, και την πολιτιστική απόστασή της. Από την άλλη πλευρά, η ελληνικότητα, που ενσάρκωναν oι σχολαστικοί του «Βυζαντίου», όπως ο Γρηγοράς (διεκήρυττε απροκάλυπτα ότι είναι «Έλλην»), διαφοροποιόταν από την ελληνικότητα, όπως αφομοιώθηκε μέσα στην πατερική παράδοση, που δεν συνιστά απλή συνέχεια της ελληνικής αρχαιότητας, αλλά υπέρβασή της στη νέα σύνθεση του ρωμαίϊκου πολιτισμού.

Ο Ησυχασμός αποδείχθηκε η μεγαλύτερη πνευματική δύναμη για την επιβίωση του Γένους. Το «Βυζάντιο» πολιτικά προχωρούσε στην πτώση, πνευματικά όμως παρέμενε ακμαίο και αδούλωτο. Μετά την άλωση θα θιγεί μόνο το πολιτικό μέρος της ζωής του Γένους, όχι όμως και το πνευματικό, αφού «κέντρον της Ρωμαιοσύνης είναι ο θεούμενος, όστις φθάνει εις την θέωσιν εις οιανδήποτε εποχήν ή κατάστασιν, κρατικήν ή πολιτικήν» (π. Ι. Ρωμανίδης). Μόνον oι δυτικίζοντες -ενωτικοί ομόφρονες του Βαρλαάμ- θα θεωρούν παρακμή το γεγονός, ότι η Ανατολή δεν έχει σχολαστική Θεολογία και θα φροντίσουν να την εισαγάγουν στη ζωή του Γένους. Η ορθόδοξη Ανατολή όμως του 14ου αιώνα απέρριψε τον Βαρλαάμ και τον ανάγκασε να φύγει, απορρίπτοντας την παράδοσή του. O Βαρλαάμ έφυγε, διότι ένοιωσε κυριολεκτικά ξένος στην Ανατολή. Oι αρχαιολάτρες-αντιησυχαστές θά εγκαταλείψουν αργότερα το «Βυζάντιον», καθώς θα πλησιάζει ο τουρκικός κίνδυνος, ή θα μένουν στραμμένοι στή Δύση, ταυτισμένοι μαζί της.

Ο Ησυχασμός όμως θα παίξει σημαντικό ενωτικό ρόλο και στα ταραγμένα πολιτικά και διασπασμένα Βαλκάνια, στα οποία, όπως άλλωστε και στη Ρωσία, ήταν ήδη γνωστός ο Ησυχασμός κυρίως μέσω του Γρηγορίου του Σιναΐτου. Oι Ησυχαστές θα μετακινούνται ελεύθερα σ’όλη την Ορθόδοξη Ανατολή, από τόπο σε τόπο, πάνω από σύνορα και εθνικές διαφορές. Αυτό το γεγονός έκαμε το μεγάλο αγιολόγο Fr. Halkin να ομιλεί για μια «Διεθνή του Ησυχασμού». Όταν σήμερα γίνεται λόγος για «ορθόδοξο τόξο», ως προπύργιο κατά του «μουσουλμανικού τόξου» της Βαλκανικής, δεν πρέπει να παραθεωρείται η ησυχαστική πνευματικότητα, η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει αληθινή ενότητα στα όρια της ορθόδοξης-ρωμαίικης υπερεθνικής και υπερφυλετικής ομοψυχίας. Στην ησυχαστική παράδοση θεμελιώνεται η διαβαλκανική ενότητά μας.

Ενώ οι εμφύλιοι σπαραγμοί, oι κοινωνικές ανισότητες και oι εχθρικές προσβολές θα εξασθενίσουν προοδευτικά την παρηκμασμένη ήδη αυτοκρατορία, οι πνευματικές δυνάμεις του Γένους, μέσα στην πατερική ησυχαστική παράδοση, θα αποτρέψουν τον κίνδυνο να μεταβληθεί το «Bυζάντιο»/Ρωμανία σε φραγκικό προτεκτοράτο, αλλά παράλληλα θα διασώσουν τον ψυχικό δυναμισμό του Γένους, ώστε να δουλωθεί μόνο σωματικά από την οθωμανική βαρβαρότητα. Σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς δουλείας τα μοναστήρια με την ησυχαστική παράδοσή τους θα διακρατούν την ψυχή του Γένους αδούλωτη. Η κατίσχυση όμως του αντιησυχαστικού πνεύματος στο χώρο της διανοήσεως και της πολιτικής, με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1830), θα οδηγήσει μεν στην απελευθέρωση από τη δουλεία της «Τουρκιάς», αλλά όχι και από εκείνη της «Φραγκιάς». Η βαρλααμική Δύση θα πάρει την εκδίκησή της! Η έκδοση των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (υπό τη διεύθυνση του καθηγ. Π. Χρήστου) στη δεκαετία του 1960 και η επιστημονική προσφορά θεολόγων, όπως ο π. Ι. Ρωμανίδης, στη διερεύνηση της ησυχαστικής παραδόσεως, θα βοηθήσουν στην επανανακάλυψη των ρωμαίικων-ορθοδόξων θεμελίων μας. Είναι η αναβίωση μιας συνειδήσεως, που απλώνεται αδιάκοπα στη γενιά μας -αληθινό δώρο του Θεού στην κρισιμότητα των καιρών μας. Η εποχή μας έχει ένα σημαντικό κοινό με τον «βυζαντινό» 14ο αϊώνα και την εποχή πριν από την άλωση: την τραγική σύγχυση και αδρανοποίηση των παραδοσιακών μας κριτηρίων. Η ησυχαστική παράδοση, που ολοένα αναγεννάται, είναι γι’αυτό ιδιαίτερα αναγκαία σήμερα, που όλα δείχνουν πως αγγίζουμε την τελική πτώση.




Βιβλιογραφiα(κατ’επιλογή)


Αρβελέρ-Γλύκατζη, Ελ., Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (μεταφρ. Τ. Δρακοπούλου), Αθήνα Ι977.

Beck, Η-G., Ηumanismus und Palamismus, Xlle Congrés Ιnternαtional des Etudes Byzantines, 3, Belgrade 196J, σ. 63-82.

Charanis, Ρ., “Observations οn the «Anti-Zealot» Discourse of Cabasilas,”Revue des Etudes Sud-Est Europeennes, IΧ(Ι971), σ. 369-76.

Charanis Ρ., “Internal Strife in Byτantium during the fourteenth century,” Byzantion, XV (1940-4Ι), σ. 208-230.

Χρήστου Π., άρθρο «Ζηλωταί» στή ΘΗΕ 6 (1965), στ. 461- 64.

Γιανναρά Χρ., Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992.

Guilland R., Essais sur Nicéphore Gregoras, L'homme et l'oeuvre, Paris 1926.

Hrochava(V.), “La révolte des Zêlotes à Salonique et les communes italiennes,” Byzantinoslavica 22 (1961) 1-Ι5.

Iστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών) Θ (1980), σ. 152 ε.ε., 375 ε.ε. (Αγγ. Λαΐου και Μ. Ανάστος).

Jugie Μ., «Palamas Grégoire» και «Palamite Controverse», στο Dictionnaire de Theologie Catholique, ΧΙ (Paris, 1932), σ. 1735-1818.

Κορδάτος Γ., Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα, 1931. Του Ίδιου, Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, 1928.

Μαντζαρίδη Γ. Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1983.

Meyedorff, J., lntroduction ά l'Etude de Gregoire Palamas, Paris 1959.

Του Ίδιου, Byzantine Hesychasm. Historical, Theological and Social problems, London Ι974.

Του Ίδιου, Gregory Palamas and orthodox spirituality. Ν. York 1974.

Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Εν Βόλω 1969.

Nicol, D.M., Church and Sοciety in the last centuries of byzantium, Cambridge Ι979.

Του Ίδιου, The Last centuries of Byzantium, 1261-1453, London 1972. Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. «Μέλισσα», τ. Α; 1966.

Παπαδοπούλου Στ.Γ., Συνάντησις Ορθοδόξου και Σχολαστικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1970.

Φειδά Βλ., Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β; Αθήναι 1977.

Runciman St., Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση, Αθήνα 1970.

Του Ίδιου, Η Βυζαντινή Θεοκρατία, Αθήνα 1982.

π. Ρωμανίδη, Ι.Σ., Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 1981.

Του Ίδιου, Franks, Romans, Feudalism and doctrine. Αn Interplay between Theology and Society, 1981.

Του Ίδιου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες, τ.1, Θεσσαλονίκη 1984.

Sevcenko Ι., Nicolas Cabasilas «Αnti-Zealot» Discourse: A Reinterpretation, D. Ο. Ρ. 11 (1957) 79-171.

Του Ίδιου, Alexios Makrembolites and his «Dialogue» between the Rich and the

Poor, Zbornik, Radova 6 (1960) 187-228.

Setton, Kenneth Μ. (μεταφρ. Π.Π. Παναγιώτου), Tο βυζαντινό υπόβαθρο της Ιταλικής Αναγέννησης, Αθήνα 1989.

Σωτηροπούλου Χ., Θέματα Θεολογίας του ΙΔ' αιώνος, Αθήναι 1987.

Tafrali, Ο., Thessalonique αu XIVe siècle, Paris 1913.

Vassiliev A.A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 324-1453 (μετάφρ. Δημ. Σαβράμη), Αθήνα 1954.

π. Βλάχου Ιεροθέου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Έδεσσα 1986.

Του Ίδιου, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως αγιορείτης, (χ.τ.χρ.).

Του Ίδιου, Μικρά Είσοδος, Αθήνα 1992.

Weiss, G., Joannes Kantakuzenos- Aristocrat, Staatsmann, Kaiser and Mönch - in der Gesellschaftsentwicklung von Byzanz im 14. Jahrhundert, Wiesbaden Ι969. Werner Ε., Gesellschaft und Kultur im XIV Jahrh. “Sozial- Ökonomischen Fragen”, Actes du XIVe Congrés International des Etudes Byzantines, 1, Bucarest 1974, 93-110.

Ζακυθηνού Δ., «Ιδεολογικαί Συγκρούσεις εις την πολιορκουμένην Κωνσταντινούπολιν», Ν. Εστία 47 (1950) 794-99.