Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Ο αφιλοχρήματος Γέροντας Ευσέβιος βοηθούσε τους ενδεείς καί ελεούσε όσους είχαν ανάγκες τόσο αθόρυβα, ώστε κανείς να μην μαθαίνει τίποτα. Οι ελεημοσύνες του γίνονταν με πολύ διακριτικό τρόπο. Έπαιρνε πληροφορίες για αυτούς που είχαν ανάγκες και προσπαθούσε τις ανάγκες αυτές να τις θεραπεύσει με την καλύτερη και χωρίς τυμπανοκρουσίες μέθοδο. Ακόμη και σε βενζινάδικα έπαιρνε τηλέφωνο και έδινε εντολή να δώσουν πετρέλαιο θερμάνσεως σε σπίτια που δεν είχαν την παραμικρή θέρμαση, χωρίς να φαίνεται ο δωρητής.
Μια εμπερίστατη νέα, η Β., αναπαυόταν πνευματικά στον Γέροντα και δεχόταν το προιόν όχι μόνο των προσευχών του, αλλά και της υλικής του στηρίξεως. Ο Γέροντας γνώριζε το διφυές της ανθρωπίνης φύσεως και δεν έμενε σε ευχολόγια. Δεν έλεγε:
-Πήγαινε και εγώ θα προσεύχομαι για σένα.
Τι να την κάνει κανείς μόνο την ευχή, όταν το στομάχι διαμαρτύρεται; Ο Γέροντας όχι μόνο πονούσε για τους ενδεείς, τους εμπερίστατους αδελφούς μας, αλλά μεριμνούσε και για την ικανοποίηση των υλικών τους αναγκών. Ήταν πραγματικός πατέρας.
Την Β. πολλές φορές την είχε ευεργετήσει και αυτή ένοιωθε τον Γέροντα όχι μόνο πνευματικό πατέρα, αλλά και τροφέα και ανακουφιστή και αρωγό στις καθημερινές απαιτήσεις της ζωής.
Ήλθε η ευλογημένη στιγμή, κατά την οποία ο Κύριος τούουρανού και της γης κάλεσε τον Γέροντα Ευσέβιο για να τον κάνει ουρανοπολίτη, να του χαρίσει την ατελεύτητη μακαριότητα. Μετά την οσιακή του κοίμηση η κ. Β. βρέθηκε σε δεινή θέση. Ποιος τώρα θα της κάλυπτε τα έξοδα; Ποιος θα την βοηθούσε;
Απελπισμένη σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και ψέλλισε:
-Πατερούλη του ουρανού, τι θα απογίνω τώρα;
Η έκπληξη ήλθε από τον ουρανό. Το επόμενο πρωΐ βρίσκει κάτω από την εξώπορτα του σπιτιού της έναν φάκελλο. Είχε όνομα: «π. Ευσέβιος». Τον άνοιξε βιαστικά και έμεινε άφωνη. Ο «Πατερούλης του ουρανού» είχε μεριμνήσει για τις ανάγκες της. Θαυμαστό; Ναί. Γράμμα από τον ουρανό με χρηματικό ποσόν ικανό να της λύσει τα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα και όχι μόνον.