Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Ησυχαστές και Ζηλωτές - Πνευματική ακμή και κοινωνική κρίση στον Βυζαντινό 14ο αιώνα (Β΄ Μέρος)


+ Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός

 Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995.

Β'

α. Η αποχώρηση του Βαρλαάμ (1341) δεν σήμανε και το τέλος της θεολογικής διενέξεως, η οποία συνεχίσθηκε ως ενδοβυζαντινή πια υπόθεση, με την παρέμβαση των «βυζαντινών» Σχολαστικών, όπως ο πρώην μαθητής του Παλαμά Γρηγόριος Ακίνδυνος και ο λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς. Όσοι λόγιοι είχαν χάσει κάθε ζωντανή σχέση με την εμπειρική πατερική θεολόγηση ή συνέχιζαν τον τύπο του σοφού, που είχε ήδη ενσαρκώσει ο Μ.Ψελλός και περισσότερο ο Ι.Ιταλός, σε ορισμένα θέματα, όπως λ.χ. η αποτίμηση της «έξω» σοφίας, η διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό κ.ά., συντάχθηκαν με τον Βαρλαάμ και έδωσαν συνέχεια στην αντιησυχαστική του στάση. Η ανάμειξη εξ άλλου ολίγων μεν, αλλά με μεγάλη επιρροή μοναχών -πάντοτε αγαπητών στο λαό- επεξέτεινε την κρίση στην πλατειά λαϊκή βάση, δεδομένου ότι ο «βυζαντινός άνθρωπος ήταν ζώον θρησκευτικόν» (Nicol), ώστε η διαπλοκή εκκλησιαστικών και πολιτικών πραγμάτων να είναι μόνιμη κοινωνική πρακτική. Η κοινωνία, ιδιαίτερα της Κωνσταντινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης, διαιρέθηκε σε Ησυχαστές και Αντιησυχαστές, Παλαμικούς και Αντιπαλαμικούς. Το ρήγμα, που σημειώθηκε, έτσι, στον κοινωνικό ιστό, εξέφραζε τον μονίμως σοβούντα «δυϊσμό» της «βυζαντινής» λογιοσύνης στη στάση έναντι της πατερικής παραδόσεως.



Ο Γρηγ. Παλαμάς κατηγορήθηκε επανειλημμένα ως αίτιος της πνευματικής έριδος, όπως και ο Ησυχασμός, ως αιτία δήθεν της αποδυναμώσεως της αυτοκρατορίας. Είναι όμως πια εξακριβωμένο, ότι ο Βαρλαάμ ήταν εκείνος, που υποκινούσε την εναντίον του Παλαμά πολεμική, ο δε Ησυχασμός λειτούργησε ενωτικά στην περαιτέρω πορεία του Γένους στο σύνολό του. Το πρόβλημα στην ουσία έγκειται αλλού. Η θεολογική έριδα συνέπεσε με μιά οξύτατη πολιτικοκοινωνική κρίση, που κορυφώθηκε σε μια πρωτοφανή κοινωνική έκρηξη, ώστε η πνευματική διάσταση να καταστήσει το ρήγμα βαθύτερο, χωρίς όμως και να ευθύνεται γι’αυτό.

Ήδη το 1321 εξερράγη ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Ανδρονίκου Β' και Ανδρονίκου Γ' για το πρόβλημα της διαδοχής. Το τέλος του 1341 σημειώθηκε, εξ άλλου, νέα διάσταση της αυτοκρατορίας, ο β' εμφύλιος πόλεμος (σύγκρουση Ι. Καντακουζηνού και Ι. Παλαιολόγου). Στις 26 Οκτωβρίου 1341 ο σφετεριστής του θρόνου Καντακουζηνός ανακηρύχθηκε από τον στρατό βασιλέας στο Διδυμότειχο και στις 19 ή 20 Νοεμβρίου ο Ι.Παλαιολόγος στέφθηκε βασιλέας στην Πόλη από τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Την ίδια ακριβώς εποχή ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ανανέωσε τη θεολογική διένεξη, χρησιμοποιώντας ως όργανο κατά του Παλαμά τον αμύητο στα θεολογικά και φανατικό αντιπαλαμικό Ιω. Καλέκα. Το θεολογικό πρόβλημα επικεντρώθηκε στη φάση αυτή στη σχέση θείας ουσίας και ενεργείας και η θεολογική διαπάλη συνεχίσθηκε παράλληλα με την πολιτική σύγκρουση με ευνόητες αλληλοπεριχωρήσεις.

Ο β' εμφύλιος, πολύ σφοδρότερος και ευρύτερος του πρώτου, έλαβε καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα, ώστε να μπορεί άφοβα να χαρακτηρισθεί «κοινωνικός πόλεμος». Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’αυτόν έπαιξαν τα λαϊκά στρώματα, τα οποία έσπευσαν να «χρησιμοποιήσουν» ΑπΌ την αρχή oι αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ήδη ο Ιωάννης Απόκαυκος, Αντιβασιλέας και υποστηρικτής του Ι. Παλαιολόγου, ξεσήκωσε στην Κωνσταντινούπολη τον «δήμον» το 1341 κατά του Καντακουζηνού. Η λεηλασία του σπιτιού του τελευταίου λειτούργησε κατά κάποιο τρόπο προγραμματικά, διότι πολύ γρήγορα θα σημειωθεί ευρύτερη λαϊκή εξέγερση, που θα αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα. Η κοινωνική όμως στροφή της εμφύλιας ρήξης σφραγίσθηκε με την εμφάνιση και ανάμειξη στις λαϊκές κινητοποιήσεις μιας ομάδας στη Θεσσαλονίκη, που έφεραν το όνομα Ζηλωτές. Η παρέμβασή τους (1342) και τα επακόλουθά της συνιστούν την τραχύτερη έκφραση της πολιτικής ιδεολογίας στο «Βυζάντιο»/Ρωμανία.

Η δεύτερη ιεραρχικά και, στην ουσία, πρώτη πόλη της Αυτοκρατορίας την περίοδο αυτή, η Θεσσαλονίκη, έγινε το επίκεντρο της κοινωνικής εξεγέρσεως. Η πόλη ήδη από τον 7ο αιώνα (αραβική εξάπλωση) είχε αναδειχθεί σε δεύτερο κέντρο της αυτοκρατορίας και τον 10ο αιώνα αριθμούσε 200 χιλιάδες κατοίκους. Τον 14ο αιώνα εξακολουθούσε να είναι πολυάριθμη πόλη και ακμαίο αστικό κέντρο (διεθνής αγορά), με ισχυρές συντεχνίες (ναυτικοί, έμποροι), αλλά και κραυγαλέες κοινωνικές αντιθέσεις (πολλοί πτωχοί-πλούσιοι αριστοκράτες). Οι Ζηλωτές κατόρθωσαν να συσπειρώσουν τις αγανακτισμένες λαϊκές δυνάμεις και να τις χρησιμοποιήσουν για την πραγμάτωση των στόχων τους.

β. Ποια όμως ήταν η ταυτότητα των Ζηλωτών; H έρευνα της βιβλιογραφίας πείθει, ότι το ερώτημα δεν έχει λάβει ακόμη την οριστική του απάντηση. Στις πηγές γίνεται λόγος περί «των δημαγωγών και της στάσεως εξάρχων» (Βίος αγ. Ισιδώρου) και για «καινούργιους ανθρώπους», που δεν είχαν πριν καμμιά ανάμειξη στη διακυβέρνηση (Δ. Κυδώνης). Ο Γρηγοράς τους χαρακτηρίζει «μοίρα συρφετώδη». Ο πατριάρχης Φιλόθεος (ησυχαστής) τους ονομάζει «επήλυδες» καί «βαρβάρους», προσθέτοντας: «εκ τε των ημετέρων εσχατιών [...] συνελθόντων». Η επικρατούσα σήμερα άποψη είναι ότι ήσαν κοινωνικό «στρώμα», που «ξεχώριζαν από τον υπόλοιπο πληθυσμό» (Α.Λαΐου). Παρεδόθη ακόμη ότι ονομάσθηκαν «Ζηλωτές», διότι έτασσαν το συμφέρον του λαού πάνω από το δικό τους (Θωμ. Μάγιστρος).

Ο όρος «ζηλωτής», γνωστός ήδη από την Π. Διαθήκη (π.χ. Έξ. 20, 5· Α' Έσδρ. 8, 72· Β' Μακ. 4, 2) και την Κ. Διαθήκη (Πράξ. 21, 20· Α' Κορ. 14,12· Γαλ. 1, 14· Τίτ. 2, 14) πέρασε στη «βυζαντινή» κοινωνική πραγματικότητα με τη θρησκευτική του σημασία, ήδη δε στην Κ. Διαθήκη (Ρωμ.10, 2: «ζήλον έχουσιν, αλλ’οϋ κατ’επίγνωσιν») προσλαμβάνει και την αρνητική του απόχρωση, ισχυρή ως σήμερα. Από τις αρχές του 12ου αι. δρούσαν στη βυζαντινή κοινωνία δύο μερίδες εκκλησιαστικές, ασύμπτωτες μεταξύ τους και ανταγωνιστικές στην άσκηση επιρροής στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας. Η εμφάνισή τους στη ζωή της αυτοκρατορίας εντοπίζεται ήδη στον 9ο αιώνα. Είναι οι «Ζηλωτές» και oι «Πολιτικοί». Οι πρώτοι ήσαν υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας έναντι της Πολιτείας, υποτιμούσαν την παιδεία και έδειχναν φανατική πιστότητα στην εκκλησιαστική παράδοση. Έχοντας στο πλευρό τους την πλειονότητα των μοναχών, επηρέαζαν αισθητά το Λαό. Οι «Πολιτικοί» είχαν διαμετρικά αντίθετη ιδεολογία· ανεκτικοί στην πολιτειοκρατία, υπέρμαχοι της σχολικής παιδείας, χαλαρά συνδεδεμένοι με την παράδοση, διέθεταν δύναμη στον κοσμικό κλήρο και στις μορφωμένες τάξεις της κοινωνίας. Έναντι της Δύσεως oι Ζηλωτές ήσαν ανθενωτικοί, ενώ oι Πολιτικοί ενωτικοί. Μια πρώτη σύγκρουση των δύο μερίδων εντοπίζεται στη διένεξη Φωτίου-Ιγνατίου (9ος αι.), αλλά η αντίθεσή τους έλαβε μεγάλες διαστάσεις επί Μιχαήλ Παλαιολόγου (σχίσμα αρσενιατών) και της ψευδενώσεως της Λυών (1274-1282). Η πάλη τότε έκλινε υπέρ των Ζηλωτών. Υποστηρίχθηκε (Βασίλιεφ), ότι η θρησκευτική αυτή μερίδα ανασυντάχθηκε τον 14ο αιώνα και αναμείχθηκε στην πολιτική ζωή, προβάλλοντας μεταρρυθμιστικές τάσεις και έχοντας τη λαϊκή υποστήριξη λόγω της κοινωνικής ακαταστασίας. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;

Είναι, πράγματι, σαφές -παρά τη σύγχυση των πηγών- ότι oι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης συνιστούσαν «κοινωνική ομάδα», διακρινόμενη από το Λαό. Συνδεόταν με τους ναυτικούς («παραθαλασσίους»), μια γνωστή συντεχνία με επί κεφαλής Παλαιολόγους. Η συνεργασία Ζηλωτών-ναυτών οφειλόταν προφανώς σε σύμπτωση συμφερόντων. Σ’άλλες πόλεις στη συνεργασία αυτή συμμετείχαν και έμποροι. Η εμφάνιση αριστοκρατών (Παλαιολόγων) στην ηγεσία δεν πρέπει να αποπροσανατολίζει. Ήταν κοινό φαινόμενο και στην Δ. Ευρώπη σε ανάλογες καταστάσεις. Oι Ζηλωτές ταυτίσθηκαν με το λαό και εξέφραζαν τα αιτήματα των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, εν μέρει δε συνέπιπταν και με το στρατό.

Κατά τη δική μας εκτίμηση, oι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης ήσαν μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, αποτελούμενη βασικά από μοναχούς, που έλαβε γι’αυτό και το όνομά της από τη γνωστή στο «Βυζάντιο» θρησκευτική μερίδα, λόγω των κοινών τάσεων και ανάλογης ψυχολογίας (φανατισμός). Ήταν όμως καθαρά πολιτικοποιημένη παράταξη, με σαφή κοινωνικά κίνητρα και αιτήματα: κατα των πλουσίων γεωκτημόνων και υπέρ των πενομένων και καταπιεζομένων. Το ότι και μη πολιτικοποιημένοι «Ζηλωτές» είναι δυνατόν να συνέπραξαν, δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αφού τον κύριο όγκο της παρατάξεως των Ζηλωτών αποτελούσαν μοναχοί, αλλά και επαίτες και πένητες. H παρουσία μεγάλου αριθμού μοναχών εξηγεί και την απουσία αντιθρησκευτικών τάσεων, όπως και την κοινωνική ιδεολογία, που συντηρείται μόνιμα στο ορθόδοξο μοναστικό κοινόβιο.

Όταν ο ησυχαστής πατριάρχης Φιλόθεος τους αποκαλεί «αποστάτες από την Εκκλησία», αυτό σχετίζεται μάλλον με τη βίαιη στάση τους, που ανέτρεψε την σύμφωνα με τη γενική αντίληψη «θεόθεν» κατεστημένη τάξη, ή λόγω της αντιδράσεώς τους προς τον Γρ. Παλαμά, τον κανονικό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, του οποίου ο Φιλόθεος ήταν υποστηρικτής ως ομόψυχος. Άλλωστε, όπως μαρτυρείται, οι Ζηλωτές δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν ως σημαία ένα σταυρό, που άρπαξαν από μία Αγία Τράπεζα, επιτιθέμενοι κατά του κυβερνήτη Συναδηνού και της αριστοκρατίας. Το λαϊκό έρεισμά τους, επίσης, ενισχύει την άποψη, ότι πράγματι πλειοψηφούσαν oι μοναχοί ανάμεσά τους. Τα διαπραχθέντα εγκλήματα δεν αποκλείουν κάτι τέτοιο, διότι ο φανατισμός τυφλώνει. Μοναχοί και μη μοναχοί, συνεπώς, πάντως πρόσωπα πολιτικοποιημένα και με δημαγωγικές ικανότητες, φαίνεται ότι βρίσκονταν στην ηγεσία του κινήματος των Ζηλωτών.

γ. Τα αίτια της στάσεως αναζητήθηκαν και επισημάνθηκαν από πολλούς ερευνητές. Σχεδόν όλοι συγκλίνουν στη θέση, ότι υπήρξαν προϋποθέσεις κοινωνικές: αθλιότητα του λαού και αίτημα για δημοκρατικότερη οργάνωση της κοινωνίας. Η επίδραση αναλόγων κινημάτων της Ιταλίας (επανάσταση Γένοβας, 1339) δεν κρίνεται αποφασιστική (Χαράνης), εφ’όσον είναι γνωστό το δημοκρατικό πνεύμα, με την ευρύτερη συμμετοχή του λαού στην εκλογή του αυτοκράτορος. Πολιτικά ή πραξικοπηματική ενέργεια του Ι. Καντακουζηνού συνιστούσε πρόκληση στη λαϊκή συνείδηση και νοοτροπία (σεβασμός της θεόδοτης μοναρχίας και της νομιμότητας). Οι Ζηλωτές εξ άλλου συνδέονταν συναισθηματικά με την οικογένεια των Παλαιολόγων, διότι μέλη της διοικούσαν τη Θεσσαλονίκη. Έπειτα, ενώ ο Καντακουζηνός ήταν σαφώς τοποθετημένος υπέρ της ενισχύσεως της κεντρικής διοικήσεως, οι Ζηλωτές επεδίωκαν αυτονομία. Η αριστοκρατική δε προέλευση του Καντακουζηνού και η υποστήριξή του από τους αριστοκράτες επέτεινε την αντίδραση εναντίον του. Ο Λαός βρήκε την ευκαιρία να διαδηλώσει τα αντιαριστοκρατικά ή και αντιπλουτοκρατικά φρονήματά του λόγω της καταπιέσεως που υφίστατο και της οικονομικής του εξαθλιώσεως. Με τη στάση των Ζηλωτών συνδέθηκαν οραματισμοί για ριζική κοινωνική αλλαγή, οικονομική αναβάθμιση και κοινωνική αναδιάρθρωση. Πρόκειται, όπως βεβαιώνουν τα πράγματα, για έκρηξη πρωτοχριστιανικής (πρβλ. Πράξ. κεφ. 2, 4 καί 6) κοινοκτημοσύνης ή έστω κοινοχρησίας, εναντίον της αυξάνουσας κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, λόγω της συγκεντρώσεως γης και πλούτου στα χέρια των ολίγων (προνοιαρίων κ.λπ.).

Δεν έλειψε, βέβαια, και η απόπειρα μαρξιστικής ερμηνείας των γεγονότων της Θεσσαλονίκης (λ.χ. Γ. Κορδάτος), στα όρια της αναζητήσεως ιστορικών ερεισμάτων της προϊστορίας της μαρξιστικής ιδεολογίας. Oι υπάρχουσες όμως πηγές επιτρέπουν μεν διακρίβωση κοινών σημείων, αποκλείουν όμως κάθε βεβαιότητα για πλήρη σύμπτωση ιδεολογικών προϋποθέσεων. Η απουσία στην «καθ’ημάς Ανατολήν» των φραγκογερμανικών «φυλετικών» προϋποθέσεων αποκλείει την ταύτιση, όπως ακόμη το γεγονός, ότι η στάση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη δεν ξεκίνησε ως κοινωνική επανάσταση, με αυτοτελή οργάνωση και σχεδιασμένη στοχοθεσία, αλλά αποτέλεσε κίνημα ευκαιριακό και όψη (ή φάση) του εμφυλίου πολέμου (Π. Χρήστου). Κατά την πορεία του εμφυλίου εκδηλώθηκαν και oι σοβούσες κοινωνικές αντιθέσεις και διεκδικήσεις.

Ο Λαός μόνο για τα λύση των δικών του προβλημάτων έλαβε μέρος στην επανάσταση. Καμμιά σχέση δεν διαφαίνεται προς τις γνωστές στην ιστορία «αγροτικές εξεγέρσεις». Ο χαρακτήρας της στάσεως έμεινε καθαρά αστικός και κοινωνικός. Καμμιά επίσης μαρτυρία δεν δείχνει ότι oι Ζηλωτές στράφηκαν βασικά κατά των εκκλησιών και της περιουσίας των μονών. Αντίθετα έμειναν πιστοί στο νόμιμο αυτοκράτορα καί τον υποστηρικτή του πατριάρχη Ι. Καλέκα. Κατά τον καθηγ. Nicol περίεργο είναι, ότι κατά της εκκλησίας και της περιουσίας της στρέφονταν συστηματικά oι πλούσιοι γεωκτήμονες (αριστοκράτες) και η στρατιωτική αριστοκρατία. Υπάρχει όμως και η άποψη, μαρτυρούμενη στις σύγχρονες πηγές, ότι πρόσφυγες από εδάφη, που είχαν κατακτήσει oι Σέρβοι, προστέθηκαν στους πτωχούς της Θεσσαλονίκης και ότι αυτοί πίεσαν τους Ζηλωτές να στραφούν κατά των πλουσίων, με απόληξη τις λεηλασίες. Διότι, είναι γεγονός, δεν έλειψαν στην όλη διαδικασία τα στυγερά εγκλήματα. Το 1347-49, που κατέλαβαν oι Ζηλωτές την πλήρη εξουσία στη Θεσσαλονίκη, κρήμνισαν από τα τείχη τους εγκλεισμένους στην ακρόπολη πλουσίους, ενώ άλλους κρυμμένους στην πόλη τους εφόνευσαν. Ήταν η πιο βίαιη όψη της επαναστάσεώς τους, αλλά και όλου του πολέμου.

δ. Η στάση από τη Θεσσαλονίκη επεκτάθηκε και σ’άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας ως την Τραπεζούντα. Αυτό σημαίνει, ότι το κοινωνικό κλίμα της Θεσσαλονίκης ήταν καθολικότερο φαινόμενο. Και αυτό επιβεβαιώνεται από πολλές μαρτυρίες. Η αντίδραση επικεντρωνόταν στο πρόσωπο του Ι. Καντακουζηνού και την αριστοκρατία. Το 1345 όμως σημειώθηκε κρίση για τους Ζηλωτές και την εξουσία τους, διότι η κατάσταση άρχισε να κλίνει υπέρ του Καντακουζηνού. Ο επί κεφαλής των Ζηλωτών Μιχ. Παλαιολόγος φονεύθηκε, Ζηλωτές συνελήφθησαν, φυλακίσθηκαν ή και εξορίσθηκαν. Νέος ηγέτης των Ζηλωτών ανακηρύχθηκε ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, αριστοκράτης μετριοπαθής, επί κεφαλής της συντεχνίας των ναυτικών. Ο Λαός κατέλαβε και πάλι την εξουσία. Νέες σφαγές αριστοκρατών σημειώνονται, όπως του Ι. Αποκαύκου. H εξέγερση δε κατά των πλουσίων λαμβάνει γενικό χαρακτήρα. Ασυγκράτητος ο Λαός επιδίδεται σε ένα όργιο αίματος και αρπαγών, εξασφαλίζοντας για τους ηγέτες του Ζηλωτές την εξουσία.

Oι Ζηλωτές, όπως συνάγεται από τις πηγές, ήσαν υπέρμαχοι της αποκεντρώσεως. Μολονότι η ιδεολογία τους είναι δυσπροσδιόριστη, δεν συμβαίνει το ίδιο, παρά τις ελάχιστες πληροφορίες, με το πολιτικό πρόγραμμά τους. Ήδη το θέρος του 1342 εγκαταστάθηκε κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη χωρίς προηγούμενο, η ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης, με αυτοδιοίκηση και άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Πρόκειται μάλλον, για ένα είδος «κομμούνας», που θα διαρκέσει ως το 1350. Ο ακριβής όμως χαρακτήρας του πολιτεύματός τους είναι δύσκολο να προσδιορισθεί. Γεγονός είναι, ότι όταν απειλήθηκαν με πτώση, oι Ζηλωτές στράφηκαν στον κράλη της Σερβίας Στέφ. Δουσάν για βοήθεια. Αυτό όμως δυσαρέστησε το Λαό, σε σημείο που να προσεγγίσει τον Καντακουζηνό και να δει με συμπάθεια τους αριστοκράτες. Πέραν από την ύπαρξη ισχυρού εθνικού αισθήματος, τι άλλο μαρτυρεί αυτό από την απουσία ταξικής συνειδήσεως; Ο Λαός δεν έπαυσε να βλέπει το όλο θέμα ως ευκαιρία βελτιώσεως των συνθηκών της ζωής του και τίποτε περισσότερο.

ε. Η σύμπτωση της στάσεως των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης με την κορύφωση της θεολογικής έριδας οδήγησε στην διαπλοκή τους. Όχι διότι oι Ζηλωτές αναμείχθηκαν στη θεολογική (ησυχαστική) διένεξη. Όπως ελέχθη παραπάνω, μολονότι oι Ζηλωτές ονομάσθηκαν «αποστάτες της εκκλησίας», δεν περιέλαβαν στο πολιτικό πρόγραμμά τους αντιεκκλησιαστική ή αντιθρησκευτική δράση, ούτε φαίνεται ότι η Θεολογία ανέπτυξε στη δράση τους κάποια ιδιαίτερη δυναμική. Οι αντίθετες απόψεις, που ίσχυαν στο παρελθόν, οφείλονταν σε λανθασμένη συσχέτιση ενός κειμένου του Νικ. Καβάσιλα με τους Ζηλωτές, ενώ στην ουσία αναφερόταν σε άλλη υπόθεση. H διαπλοκή θεολογίας και πολιτικής ήταν καρπός της αλληλεξαρτήσεως και αλληλοπεριχωρήσεως των δύο αυτών περιοχών του βυζαντινού βίου. Η αναζήτηση όμως κάποιων σχέσεων αποδεικνύει την απουσία κάθε έννοιας συγκροτημένης αντιησυχαστικής ιδεολογίας εκ μέρους των πολιτικών ή (πολιτικής) αντιζηλωτικής ιδεολογίας στην παράταξη των Ησυχαστών.

Δεν ήταν, άλλωστε, σπάνιο το φαινόμενο αντίπαλοι στον ένα χώρο να παρουσιάζουν κοινή στάση έναντι του άλλου. Oι πρωταγωνιστές του εμφυλίου πολέμου Ι. Καντακουζηνός και Ι. Απόκαυκος συνέπιπταν στη φιλική στάση τους έναντι του ησυχασμού. Ο Νικ. Γρηγοράς και ο Δημ. Κυδώνης, εκ πεποιθήσεως αντιπαλαμικοί, ήσαν φίλοι και οπαδοί του Καντακουζηνού λόγω κοινών συμφερόντων. Ο πατριάρχης Ι. Καλέκας και η αυτοκράτειρα Άννα της Σαβοΐας συνεργάζονταν στο πολιτικό μέρος, αλλ’ο μεν πατριάρχης έμεινε φανατικός αντιπαλαμικός, η δε αυτοκράτειρα για ένα διάστημα υποστήριξε τον Παλαμά. Ο Λαός φερόταν και αγόταν, ως συνήθως, σ’όλη αυτή την τραγωδία. Αρχικά (1341) μεγάλο μέρος του Λαού έδειξε αντιησυχαστικές διαθέσεις, και αυτό ίσως έκαμε τους Ησυχαστές να στραφούν υπέρ του Καντακουζηνού. Δεν μπορεί όμως κανείς να ισχυρισθεί, ότι όλοι oι Ησυχαστές ακολουθούσαν τον Καντακουζηνό, ή ότι ήσαν δηλωμένοι αντιησυχαστές όλοι oι αντίπαλοί του. Ο Δ. Κυδώνης και ο Νικ. Καβάσιλας, λ.χ. διέκεινταν φιλικά προς τον Καντακουζηνό, αλλά θεολογικά ήσαν σε αντίπαλες παρατάξεις. Πολλοί ανθρωπιστές, εξ άλλου, υποστήριζαν τον Παλαμά.

Oι Ζηλωτές, όσοι τουλάχιστον είχαν εκκλησιαστική προέλευση (μοναχοί), διατηρούσαν από την εποχή της Εικονομαχίας συμπάθεια προς την Παλαιά Ρώμη και αυτό τους έφερνε κοντά στους φιλενωτικούς Παλαιολόγους, έστω και αν τώρα η Ρώμη ήταν εκφραγκευμένη και αιρετική. Ως γνωστόν, ο αυτοκράτορας Ιω. Παλαιολόγος επιχείρησε να πραγματοποιήσει ένωση με τη Ρώμη και τελικά έγινε παπικός.Η προϋπόθεση αυτή ήταν αρκετή, για να στρέφονται εναντίον των Ησυχαστών. Η ταύτιση δε εκ μέρους τους του Παλαμά με τον Καντακουζηνό, λόγω του ησυχαστικού φρονήματος των δύο ανδρών, ήταν επόμενο να τους κάνει να εμποδίσουν την ενθρόνιση του Παλαμά, όταν αυτός εξελέγη μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης (1347).

Ο Γρηγόριος Παλαμάς σ’όλη τη διάρκεια της κοινωνικής αναστατώσεως παρέμεινε γνήσιος ησυχαστής και πατερικός στις επιλογές του. Θα ήταν μεγάλη εις βάρος του αδικία η απόδοση στον Παλαμά αριστοκρατικών ιδεών. Ο Παλαμάς τάσσοντας την παράδοση της θεώσεως πάνω από την πολιτική ρευστότητα, έμεινε φιλικός απέναντι στον Ιω. Παλαιολόγο και την αυτοκράτειρα, κινούμενος και αυτός, ως γνήσιος «βυζαντινός», στο κλίμα της νομιμοφροσύνης. Η αλληλογραφία του με αγιορείτες μοναχούς αποδεικνύει τις ειρηνευτικές προσπάθειές του. Δεν κινήθηκε παραταξιακά και απέφυγε κάθε ανάμειξη υπέρ της μιας ή της άλλης παρατάξεως. Η εμμονή του στην ησυχαστική παράδοση και η αντίθεσή του έναντι του Βαρλαάμ και των βυζαντινών αντιησυχαστών (π.χ. Γρηγοράς) είχε αποκλειστικό στόχο τη συνέχιση της πατερικότητας και τη διάσωση της πνευματικής ταυτότητας της αυτοκρατορίας. Αυτοεξορίσθηκε στην Ηράκλεια, ενοχλούμενος συχνά, αλλά μη αναμιγνυόμενος στις πολιτικές διενέξεις. Η συμπάθειά του προς τον Καντακουζηνό οφειλόταν στην προσήλωση του Καντακουζηνού στην παράδοση της Ορθοδοξίας και δεν είχε πολιτικά κίνητρα. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο, ότι η παρουσία και δράση του Βαρλαάμ στην Ανατολή έπεισε τον Παλαμά για υπαρκτό κίνδυνο υποταγής στη Ρώμη, την πνευματική αλλοτρίωση της οποίας είχε αποκαλύψει ο Καλαβρός αντίπαλός του. Έτσι εξηγείται, ότι φάνηκε φιλικός απέναντι στον Καντακουζηνό και όταν εκείνος ήταν ακόμη φίλος και υποστηρικτής του Βαρλαάμ και προστάτης της ανθρωπιστικης αναγεννήσεως. Είναι δε γνωστό, ότι ο Παλαμάς συνέβαλε στη συμφιλίωση Ιω. Καντακουζηνού και Ιω. Παλαιολόγου.

Ο Λαός με το αλάθητο αισθητήριό του ερμήνευσε ορθά τη στάση του Παλαμά και διέγνωσε την ειλικρίνεια των προθέσεών του. Μετά την πτώση των Ζηλωτών, προς τους οποίους ο Παλαμάς φάνηκε ειρηνικός, ο Λαός τον δέχθηκε στη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1350) με πανηγυρισμούς. Ο Παλαμάς καταδίκασε τα εγκλήματα, που είχαν διαπραχθεί από τους Ζηλωτές, αλλά εισήλθε ως ειρηνευτής στη Θεσσαλονίκη, που είχε ξαναβρεί τους κανονικούς ρυθμούς της. 

(συνεχίζεται) 

 πηγή