Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Εφευρετική Διακονία αγάπης

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας

Η ζωή του συνειδητού χριστιανού είναι μία συνεχής διακονία αγάπης. Μιας αγάπης χωρίς σύνορα, μιας αγάπης ειλικρινούς που να είναι απαύγασμα της κενωτικής του καρδιάς, μιας αγάπης εφευρετικής που να οσφραίνεται τις ανάγκες των άλλων και να σπεύδει να τις ικανοποιήσει με προθυμία προτού εκείνοι το ζητήσουν, μιας αγάπης πού να ξεκουράζει όλους τους κουρασμένους και αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας.


Ο συνειδητός χριστιανός θυσιάζει τον εαυτό του για τους αδελφούς του, διακονεί με αυταπάρνηση και αυτοθυσία όσους έχουν ανάγκη, λησμονεί το προσωπικό του συμφέρον, την ησυχία του και την καλοπέρασή του μπροστά στο γενικό συμφέρον, μπροστά στη προσφορά και την καταπράϋνση του πόνου και των θλίψεων των γύρω μας, στην πνευματική αφύπνιση αυτών που καθεύδουν στην αγνωσία και στην αμαρτία. Αυτός καλλιεργεί την αγάπη, όπως καλλιεργεί τον κήπο του, με όρεξη, με προοπτική να απολαύσει τα όμορφα άνθη της καλωσύνης και της αδελφικής και όχι ψεύτικης προς τους άλλους συμπαραστάσεως και συμπαθείας.

Στεκόμενος ο συνειδητός χριστιανός μπροστά σε ένα ανθοδοχείο γεμάτο με εύοσμα φρέσκα λουλούδια σκέπτεται φιλοσοφώντας, ότι αυτό είναι ένας σκεύος εύχρηστο και διακοσμητικό. Από μόνο του δεν λέει τίποτα. Είναι «έργον χειρών ανθρώπων» (Ψαλμ. 134, 15). Είναι μόνο ένας  υποδοχέας των εύοσμων και ποικιλόχρωμων ανθέων. Όταν όμως αυτό το ανθοδοχείο δεχθεί ένα μπουκέτο από λουλούδια, έργα χειρών Κυρίου, αμέσως μεταποιεί τον καθημερινό μας χώρο σε χώρο παραδείσου. Κοιτάζοντάς τοαπολαμβάνουμε τη μοναδική του ομορφιά, την οποία κανένα ανθρώπικο χέρι με τις πιο ευαίσθητες καλλιτεχνικές ικανότητες δεν μπορεί να κατασκευάσει, και το μόνο που μπορούμε με θαυμασμό να κάνουμε είναι να ανοίγουμε τα στόματά μας σε αίνο και δοξολογία του Ουράνιου Πλαστουργού μας, Αυτού που τα «πάντα εν σοφία εποίησεν» (Ψαλμ. 91, 5).
Ο άνθρωπος γίνεται ανθοδοχείο, όταν στολίζεται με τα άνθη των αρετών, αυτά που δεν μαραίνονται, δεν ξηραίνονται, δεν σαπίζουν, αλλά θάλλουν ασταμάτητα και ευωδιάζουν όλο τον περιβάλλοντα χώρο τους. Το ανθοδοχείο είναι υλικό κατασκεύασμα που εκπέμπει ευωδία μόνο με την παρουσία των ανθέων, των δημιουργημάτων του Θεού. Ο άνθρωπος, που και αυτός είναι πλάσμα του Θεού, γίνεται όλος «ευωδία Χριστού» (Β΄ Κορ. β΄ 15), μόνον όταν στολίζεται με αρετές, όταν στολίζεται με αγάπη. Αυτή είναιτό πιο ευωδιαστό και αειθαλέστατο άνθος, γι’ αυτό μας τονίζει ο θείος Παύλος, ότι «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’Κορινθ. ιγ΄ 8). 

Ο στολισμένος με αγάπη άνθρωπος γίνεται ανθοδοχείο που περιέχει ένα μπουκέτο με πανεύοσμα ρόδα και κρίνα και μαργαρίτες και υακίνθους, άνθη φιλαδελφίας, μακροθυμίας, ταπεινώσεως και ψυχικής κενώσεως στις ανάγκες του άλλου. Ο άνθρωπος της αγάπης είναι χριστομίμητος, ενεργεί με γνώμονα τη διακονία του πλησίον και εκπέμπει τη θεική οσμή του «ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι (Ματθ. κ΄ 28).
Η εφευρετικότητα της αγάπης εστιάζεται απόλυτα στους τέσσερις μεταφορείς του παραλύτου της Καπερναούμ, αυτούς που με αγάπη και αποφασιστικότητα μετέφεραν κοντά στο Χριστό μας τον παραλυτικό φίλο τους και συνείργησαν έτσι στη θεραπεία του.Οι τέσσερις αυτοί άνδρες είναι οι αχθοφόροι της αγάπης. Ανώνυμοι σε εμάς αυτοί άνδρες, επώνυμοι στον ουρανό, μας διδάσκουν ότι η «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. ε΄ 6) όχι μόνο μας σώζει, αλλά γίνεται και μαγνήτης των άλλων προς την ευσέβεια, προς την ίδια την αγάπη, τον Θεάνθρωπο Ιησού.

Να ένα ζωντανό παράδειγμα εφευρετικότητας της αγάπης, το οποίο μας δίνει το Γεροντικό με την εξής ιστορία.
Δύο συνασκητές είχαν ψυχρανθεί μεταξύ τους από κάποια παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς, να τον επισκεφθεί. Του εμπιστεύθηκε τότε ο άρρωστος, ότι ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μην πεθάνει ασυμφιλίωτος.
Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό, να τον φωτίσει, να χειρισθεί σωστά την υπόθεση, ώστε να προξενήσει ωφέλεια. Μόλις έφθασε σε αυτό, οικονόμησε ο Θεός, να του πάει κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάσει καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στο συνασκητή του αρρώστου, με τον οποίον είχε αυτός ψυχρανθεί.
— Αββά, του είπε, αυτά σου τα στέλνει ο Γέροντας.
Ο Αββάς απόρησε.
— Σε μένα τα έστειλε;
— Ναί, είπε ο αδελφός.
Εκείνος τα δέχθηκε συγκινημένος και ευχαρίστησε τον αδελφό. Ευχαριστημένος ο ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, πήγε τα υπόλοιπα σύκα στον άρρωστο.
— Σου τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.
— Τι λες, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; Είπε με χαρά ο ασκητής.
— Ναί, Αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.
— Δόξα τω Θεώ, αναφώνησε με ενθουσιασμό εκείνος.
Έτσι με λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οι συνασκητές από την εφευρετικότητα της αγάπης του αδελφού.
Η αγάπη δεν είναι ένα αίσθημα τυφλό, ένα αίσθημα που καίει, που ανάβει και σβήνει σαν πυροτέχνημα. Αγάπη δεν είναι να αγαπάς δύο - τρία πρόσωπα της οικογενείας σου, να περιορίζεσαι σε ένα μικρό κύκλο ανθρώπων, και τους άλλους να τους μισείς και να τους  αποστρέφεσαι. Η αγάπη σπάει τα φράγματα, γράφει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης, σπάει τους σατανικούς δεσμούς, προχωρεί, παίρνει φτερά αγγέλων, ανεβαίνει ψηλά, αγκαλιάζει τον κόσμο ολόκληρο, αγκαλιάζει ακόμη και αυτό τον εχθρό μας και μας κάνει να του λέμε: «Εν ονόματι του Θεού σε αγαπώ».
Σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει αγάπη. Ο διάβολος μας  κρύωσε τις καρδιές, μας έδεσε τα μάτια να μην βλέπουμε, μας έφραξε τ' αυτιά με βουλοκέρι να μην ακούμε. Έτσι γίναμε κρύοι σαν πάγοι, γίναμε τυφλοί και κουφοί. Δεν ευαισθητοποιούμαστε στις ανάγκες των άλλων, δεν βλέπουμε τον πόνο τους, δεν ακούμε τις εκκλήσεις τους, που από κάθε σημείο φωνάζουν: Βοήθεια! Και δεν είναι ένας και δύο. Πλήθος αμέτρητο είναι στη σημερινή  πολιτισμένη, αλλά σε κρίσιμη καμπή κοινωνία μας. Ποιοί φωνάζουν; Να τους μετρήσουμε; Είναι αμέτρητοι. Είναι πεινασμένοι, φυλακισμένοι, αιχμάλωτοι, ορφανά και χήρες, άρρωστοι και ανάπηροι, ενδεείς και νεόπτωχοι, άνεργοι και εμπερίστατοι νέοι και γέροι από τη σύγχρονη πληγή της κρίσεως.
Που είναι η αγάπη μας; Καθένας κλειδώνεται στο σπιτάκι του, με τη γυναίκα και τα παιδιά του, για να μην βλέπει την ένδεια των άλλων, να μην ακούει τις φωνές  τους. Αλλά, αλλοίμονό μας!  Γιατί όπως εμείς κλείνουμε τα μάτια μας και τα αυτιά μας, για να μην βλέπουμε και να μην ακούμε τον πόνο του δυστυχισμένου, έτσι θα κλείσει και ο Θεός τα μάτια Του να μην μας βλέπει και τα αυτιά Του να μην ακούει τις αιτήσεις μας.Θα στεκόμαστε μπροστά Του και Εκείνος θα αποστρέφει τα μάτια Του από εμάς. Θα  φωνάζουμε, αλλά δεν θα μας ακούει. Απόδειξη η κρίση, οι πολέμοι, οι θεομηνίες, οι αλλαγές των  καιρικών συνθηκών, τα «σημεία των καιρών» (Ματθ. 16,3). Δυστυχώς δεν τους δίνουμε προσοχή και σημασία, θεωρώντας τα όλα φυσικά φαινόμενα.
Αξίζει να τελειώσουμε την αναφορά μας στην εφευρετικότητα της αγάπης με την εξής διήγηση:
Ένας φιλάνθρωπος συμπολίτης μας πήρε τη σύνταξή του και πήγε να ζήσει σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Όπως παντού έτσι και εκεί τον έκαιγε η φλόγα της κενωτικής αγάπης και αναζητούσε τρόπους να φανεί χρήσιμος στους συνανθρώπους του.  Μεγαλωμένος στην πόλη δεν γνώριζε πολλά πράγματα από αγροτική ζωή. Ζούσε, όμως, μαζί με τους αγρότες του χωριού και έπρεπε να τους είναι χρήσιμος. Μηχανευόταν έτσι  τρόπους προσφοράς και αγάπης σύμφωνους με τις δυνατότητές του.
Ο ευλαβής αυτός και φιλάνθρωπος είχε κάτι που δεν είχαν πολλοί στο χωριό. Είχε ένα αυτοκινητάκι και δεν κουραζόταν να το οδηγεί. Στο καφενείο δεν πήγαινε, γιατί δεν είχε συνηθίσει το καθησιό και τις ανωφελείς συζητήσεις. Έκανε μόνο βόλτες στα δρομάκια του χωριού και συζητούσε με τους κατοίκους του, τους οποίους υπεραγαπούσε. Στη συζήτηση μάθαινε ποιοί συγχωριανοί είχαν προβλήματα υγείας η κάποια επείγουσα δουλειά στις γειτονικές πόλεις η ακόμη και σε πολύ απόμακρα μέρη. Παίρνοντας την πληροφορία αυτή πήγαινε και έκανε περισσότερες βόλτες μπροστά από τα σπίτια αυτών που είχαν ανάγκη και ζητούσαν λύση στα προβλήματά τους. Όταν έβγαιναν αυτοί και τον ρωτούσαν τι κάνει και πως έχει η υγεία του εκείνος προσποιούμενος τον ασθενή έλεγε ότι έπρεπε άμεσα να πάει στην πόλη, αυτή που ήθελε να πάει και ο ασθενής η ο εμπερίστατος συγχωριανός του. Εκείνος τότε έπαιρνε θάρρος και τον ρωτούσε αν έχει θέση στο αυτοκίνητο να τον πάρει μαζί του. Έτσι, χωρίς να έχει ανάγκη ο ίδιος έπαιρνε τους ασθενείς τους πήγαινε στα νοσοκομεία, περίμενε να κάνουν τις εξετάσεις τους, τους έκανε το τραπέζι στα κατά τόπους εστιατόρια και τους επέστρεφε στο χωριό, χωρίς να τους κάνει να υποψιαστούν ότι πήγε στο συγκεκριμένο μέρος αποκλειστικά γι’ αυτούς. Και τούτο για να μην τους κάνει να νοιώθουν υποχρεωμένοι απέναντί του. Δεν είναι αυτή εφευρετικότητα αγάπης;

Μη θαυμάζουμε τους διάφορους εφευρέτες. Όλοι μας μπορούμε να γίνουμε εφευρέτες αγάπης, να γίνουμε αχθοφόροι της, για να ελκύσουμε πάνω μας τη χάρη του Κυρίου μας και να δούμε μια κοινωνία αλλαγμένη, μια κοινωνία χωρίς απομονώσεις, αλλά με πρόσωπα που ο ένας θα μοχθεί και θα πονάει για τον άλλον.