Στην οικογένεια που συχνότατα πήγαινε ο Παππούς (Άγιος Νικόλαος Πλανάς), τον χώρο εντός της αυλής τον είχε νοικιάσει ένας τσαγκάρης κομμουνιστής, εκ των σημαινόντων στελεχών. Το μίσος του προς όλους, και εξαιρετικώς προς τους ιερείς, δεν είχε όρια. Εκεί που εργαζόταν, παραληρούσε μονολογώντας, από πού θα αρχίσει με την παρέα του να σφάζουν τους παππάδες. Και έλεγε:
«Πρώτα–πρώτα, θα σφάξουμε τους παπάδες της Ζωοδόχου Πηγής…».
Όπως σας είπα, αυτός εργαζόταν εντός της αυλής. Ο Παππούς με την καλωσύνη του πήγε κοντά του και του λέει:
«Καλησπέρα, παιδί μου»!
Εκείνος, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από την δουλειά του, κάτι μουρμούρισε. Το άλλο Σάββατο πήγε πάλι ο Παππούς και του λέει:
«Καλησπέρα, Λουκά μου»!
Εκείνος του απάντησε: «καλησπέρα», και πάλι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του.
Σε τρίτη επίσκεψη, του λέει πάλι ο Παππούς:
«Καλησπέρα, Λουκά μου! Τί κάνεις παιδί μου;»!
Εκείνος τότε είπε: «Καλά, Παππού».
Συνέχισε ο Παππούς να τον επισκέπτεται εκεί που δούλευε, ώσπου τελικά έσπασε ο πάγος. Σηκώνεται πλέον από τη δουλειά του, τού ασπάζεται με σεβασμό το χέρι, και λέει σε μας:
«Όταν θα σκοτώσουν τους παπάδες, εγώ θα πω γιά τον Παπά-Νικόλα να μην τον σκοτώσουν. Και όχι μόνο θα πω, αλλά θα τον περιφρουρήσω κιόλας»!
Κατόπιν όταν ερχόταν ο Παππούς, έσπευδε αυτός να τον συναντά και να του φιλά το χέρι. Ούτε ήξερε ο Παππούς τις προθέσεις του, ούτε από κομμουνισμό είχε ιδέα και δεν γνωρίζουμε εάν κατάλαβε την μεταβολή του. Ποιός ξέρει πώς έβλεπε αυτός με το διορατικό της ψυχής του;;
Λοιπόν, ο κομμουνιστής αυτός, όσα κηρύγματα και αν άκουγε και όσες συμβουλές να του έλεγαν, τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να επιδράσει στην πωρωμένη ψυχή του, όσο η αγαθότητα αυτού του Παππούλη, με το να τον επισκέπτεται όρθιος κάθε φορά, αδιαφορώντας αν αυτός κατ’ αρχήν τον περιφρονούσε. Με την ευχούλα του Παππού μετανόησε! Και όταν σε λίγο καιρό αρρώστησε από μία βαρειά ασθένεια (παράλυση των κάτω άκρων των ποδιών του) και πέθανε σε ηλικία 30 ετών, εκοιμήθη ως καλός Χριστιανός και χωρίς να… σκοτώσει κανέναν!
Πηγή: Από το βίο του Αγίου Νικολάου Πλανά, εκδόσεις «Αστήρ».