Ο Κύριός μας, όπως τουλάχιστον γνώριζαν οι γυναίκες αυτές, είχε αποκαθηλωθεί από τον Σταυρό από τον Ιωσήφ, που ήταν άρχοντας στην περιοχή της Ιουδαίας που ονομαζόταν Αριμαθαία. Ο άρχοντας αυτός ζήτησε την άδεια από τον Πιλάτο να πάρει το σώμα του Ιησού και να το ενταφιάσει. Πράγματι, το πήρε και το έβαλε σε έναν τάφο, όπου κανένας δεν είχε ταφεί μέχρι τότε.
Εδώ, παιδιά, θα πούμε ότι δεν πρέπει να έχουμε στον νου μας έναν τάφο σαν αυτούς που υπάρχουν σήμερα στα χριστιανικά κοιμητήρια, τα νεκροταφεία. Οι Ιουδαίοι, και γενικότερα οι Εβραίοι, θάβουν τους νεκρούς τους σε τάφους θολωτούς, κάτι σαν σπηλιά. Για να το καταλάβετε, θυμηθείτε την εικόνα της Ανάστασης του Λαζάρου. Επίσης, δεν βάζουν τους νεκρούς μέσα σε φέρετρο, αλλά τους τυλίγουν με τα σάβανα, που είναι φαρδιές λωρίδες από λευκά πανιά. Αφού τους βάλουν μέσα στον τάφο, τον κλείνουν. Έτσι έκλεισαν και τον Τάφο του Κυρίου μας με μια πολύ μεγάλη πέτρα.
Σύμφωνα με τα έθιμα, μερικές μέρες μετά τον θάνατο κάθε ανθρώπου, έπρεπε να πάνε στον τάφο του και να αλείψουν με αρώματα (μύρα) το νεκρό σώμα του, σε ένδειξη σεβασμού, τιμής αλλά και ευχαριστίας. Το ίδιο ακριβώς θέλησαν να κάνουν και οι μαθήτριες του Κυρίου. Αλλά κανείς άνδρας δεν τις ακολουθούσε, κι οι ίδιες αισθάνονταν πολύ αδύναμες για να κυλήσουν τη μεγάλη πέτρα, που είχε μπει σαν πόρτα μπροστά στην είσοδο του Τάφου. Κι ήταν μεγάλη η έκπληξή τους όταν αντίκρισαν την πέτρα να είναι πεσμένη κάτω. Διστακτικά μπήκαν μέσα στον Τάφο κι είδαν έναν Άγγελο, που τις ανάγγειλε την Ανάσταση του δασκάλου τους και τις έστειλε να το πουν και στους μαθητές. Έτσι οι Μυροφόρες έγιναν οι πρώτες που αξιώθηκαν να μάθουν για την Ανάσταση.
Κυριακή των Μυροφόρων. Ευαγγελική περικοπή – Κατά Μάρκον. Κεφ. ιε΄43-47 & ιστ΄ 1-8)
πηγή