Αγίου Επιφανίου επισκόπου Σαλαμίνος Κύπρου
(απόσπασμα από τον Λόγο στη Θεόσωμο Ταφή του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού)
Θ΄. «Κατά το σούρουπο », λέει (η Γραφή), «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος, που τον έλεγαν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε να παρουσιαστεί στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού». Παρουσιάστηκε θνητός σε θνητό, ζητώντας να παραλάβει τον Θεό των θνητών! Ζητάει ο πηλός απ’ τον πηλό να πάρει των όλων τον Πλάστη ! Ζητάει το χορτάρι απ’ το χορτάρι να πάρει την ουράνια φωτιά! Ζητάει η σταγόνα η τιποτένια από σταγόνα τιποτένια να πάρει τον ωκεανό! Ποιος το είδε, ποιος τ’ άκουσε ποτέ; Άνθρωπος σε άνθρωπο χαρίζει των ανθρώπων το Δημιουργό! Άδικος σε δίκαιο υπόσχεται να προσφέρει τον Κανόνα και το Νόμο ! Δικαστής άδικος τον Δικαστή των δικαστών σαν κατάδικο επιτρέπει να θάψουν!
Γ. «Κατά το σούρουπο», λοιπόν, «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος, που τον έλεγαν Ιωσήφ». Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη του Κυρίου υπόσταση. Αληθινά πλούσιος, αφού πήρε απ’ τον Πιλάτο τη διπλή του Χριστού ουσία. Σίγουρα πλούσιος, αφού αξιώθηκε να πάρει το ανεκτίμητο μαργαριτάρι. Αναμφίβολα πλούσιος, αφού βάσταξε το γεμάτο με το θησαυρό της θεότητας πουγγί. Και πως να μην είναι πλούσιος αυτός, που απόκτησε του κόσμου τη ζωή και σωτηρία; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε σαν δώρο Αυτόν που όλους τους τρέφει και όλα τα διαφεντεύει;
«Κατά το σούρουπο». Επομένως είχε πια δύσει στον άδη ο Ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία, που τον έλεγαν Ιωσήφ και που (ως τότε) κρυβόταν, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ήρθε επίσης και ο Νικόδημος, αυτός που είχε πάει κάποια νύχτα να συναντήσει τον Ιησού».
ΙΑ΄. Μυστήρια των μυστηρίων απόκρυφα! Δυο κρυφοί μαθητές έρχονται να κρύψουν σε τάφο τον Ιησού, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυμμένο στον άδη μυστήριο του κρυμμένου στη σάρκα Θεού. Και ξεπερνούσαν ο ένας τον άλλο στη διάθεση για τον Χριστό ο Νικόδημος από τη μια γενναιόδωρος στη σμύρνα και την αλόη, κι ο Ιωσήφ από την άλλη αξιέπαινος για την τόλμη και το θάρρος του απέναντι στον Πιλάτο. Αυτός δηλαδή, διώχνοντας κάθε φόβο, παρουσιάστηκε με τόλμη στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού.
Και όταν παρουσιάστηκε, φέρθηκε με πολλή εξυπνάδα, για να πετύχει το σκοπό του. Έτσι, δεν χρησιμοποίησε μπροστά στον Πιλάτο περίτεχνες και μεγαλόπρεπες εκφράσεις, για να μην τον εξοργίσει και χάσει αυτό που ζητούσε. Ούτε πάλι του είπε, “Δώσ’ μου το σώμα του Ιησού, που πριν από λίγο σκοτείνιασε τον ήλιο κι έσπασε τις ταφόπετρες κι έσεισε τη γη κι άνοιξε τα μνήματα κι έσκισε το καταπέτασμα του ναού”. Τίποτα τέτοιο δεν είπε στον Πιλάτο.
ΙΒ΄. Αλλά τι του είπε ; “Κάτι ασήμαντο, κάτι που όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντα μου. Δώσ’ μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου που καταδίκασες (σε θάνατο), του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του άστεγου, του Ιησού του γυμνού, του Ιησού του περιφρονημένου, του Ιησού του γιου ενός μαραγκού, του Ιησού του δέσμιου, του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο, του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και καταφρονεμένου και, κοντά σ’ όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό). Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, γιατί τι σου χρειάζεται πια το σώμα Του; Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, γιατί από μακρινή χώρα ήρθε εδώ, για να σώσει τον ξένο (τον αποξενωμένο απ’ τον Θεό και ξενιτεμένο απ’ την ουράνια πατρίδα του άνθρωπο).
Δώσε μου τούτο τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για ν’ ανεβάσει τον ξένο. Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, γιατί Αυτός μόνο είναι πραγματικά ξένος. Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που τη χώρα Του δεν τη γνωρίζουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ μου τούτο τον ξένο, που τον Πατέρα Του δεν ξέρουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που τον τόπο και τη γέννηση και τη βιοτή Του αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου του τον τον ξένο, που έζησε στα ξένα ζωή και βιοτή παράξενη. Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που δεν έχει εδώ που να γείρει το κεφάλι. Δώσ μου τούτο τον ξένο, που σαν ξένος γεννήθηκε άστεγος στα ξένα και σε φάτνη.
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που απ’ τη φάτνη ακόμα έφυγε σαν ξένος (για να σωθεί απ’ τον Ηρώδη. Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα ακόμα ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο. Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που μήτε πόλη, μη το χωριό, μήτε σπίτι, μήτε τόπο να μείνει, μήτε συγγενή έχει, αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε, αν και τα πάντα κατέχει. Δώσ’ μου, άρχοντα μου, τούτο τον γυμνό πάνω στο ξύλο (του Σταυρού), για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε τη γύμνια της δικής μου φύσης. Δώσε μου τούτο τον νεκρό μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δώσ’ μου τούτο τον νεκρό, για να θάψω Αυτόν που έθαψε στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία.
Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε απ’ όλους, που προδόθηκε από μαθητή, που εγκαταλείφθηκε από φίλους, που διώχθηκε από αδελφούς, που χαστουκίστηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά, ποτισμένο ξύδι απ’ αυτούς που ο ίδιος έθρεψε, πληγωμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος γιάτρεψε, παρατημένο απ’ τους μαθητές Του και στερημένο την ίδια τη μάνα Του. Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντα μου. Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού). Γιατί δεν έχει κανένα να Του συμπαρασταθεί πάνω στη γη, ούτε πατέρα, ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει. Μόνος είναι του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας.
ΙΓ΄. Τέτοια λόγια είπε ο Ιωσήφ στον Πιλάτο. Και ο ηγεμόνας πρόσταξε να του δοθεί το πανάγιο σώμα του Ιησού. Ήρθε, λοιπόν, στο Γολγοθά, κατέβασε τον σαρκωμένο Θεό απ’ τον Σταυρό και ξάπλωσε πάνω στο χώμα γυμνό το σώμα όχι απλού ανθρώπου, μα του Θεού! Και βλέπει κανείς να κείτεται κάτω Αυτόν που όλους τους τράβηξε πάνω· και μένει για λίγο χωρίς πνοή Αυτός που είναι όλων η ζωή και η πνοή· και φαίνεται αόμματος Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα (Χερουβείμ)· και κείτεται ξαπλωμένος Αυτός που είναι όλων η ανάσταση και νεκρώνεται ο σαρκωμένος Θεός, Αυτός που τους νεκρούς ανασταίνει· και σωπαίνει για λίγο σωματικά η βροντή του Θεού Λόγου· και σηκώνεται απ’ ανθρώπινα χέρια Αυτός που μες στην παλάμη Του κρατάει τη γη!
ΙΔ΄. Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας Τον και παίρνοντας τον, ξέρεις τάχα Ποιον πήρες; Άραγε, πλησιάζοντας στον Σταυρό και κατεβάζοντας τον Ιησού, ξέρεις τάχα Ποιον βάσταξες; Αν πραγματικά ξέρεις Ποιον κρατάς, τώρα έχεις γίνει πλούσιος! Γιατί πως αλλιώς κάνεις τούτη τη θεόσωμη και τόσο φρικτή κηδεία ; Αξιέπαινος είναι ο πόθος σου, μα πιο αξιέπαινη της ψυχής σου η διάθεση. Δεν τρέμεις, άραγε, καθώς σηκώνεις στα χέρια σου Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ ; Με πόσο φόβο, αλήθεια, βγάζεις από το θεϊκό αυτό σώμα το λίγο ρούχο που το σκεπάζει; Και με πόση ευλάβεια, βέβαια, χαμηλώνεις τα μάτια σου, καθώς τρομάζεις ν’ ατενίσεις τη σωματική φύση του υπερφυσικού Θεού;
Πες μου, Ιωσήφ, θάβεις, άραγε, και προς την ανατολή στραμμένο τον νεκρό, που είναι η Ανατολή των ανατολών; Σφαλίζεις, άραγε, με τα δάχτυλα σου, όπως κάνουμε στους νεκρούς, και τα μάτια του Ιησού, που με τ’ άχραντο δάχτυλο Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού; Κλείνεις, άραγε, και το στόμα Εκείνου, που άνοιξε το στόμα του κωφάλαλου; Λυγίζεις, άραγε, και τα χέρια Εκείνου, που τέντωσε τα παράλυτα χέρια; Μήπως και τα πόδια δένεις, όπως κάνουμε στους νεκρούς, Εκείνου, που έκανε να βαδίζουν τα παράλυτα πόδια; Σηκώνεις, άραγε, και πάνω σε νεκροκρέβατο Εκείνον, που πρόσταξε τον παράλυτο, «Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα»; Αδειάζεις, άραγε, και μύρα πάνω σ’ Εκείνον που, σαν ουράνιο μύρο, άδειασε τον εαυτό του και ανακαίνισε τον κόσμο;
Τολμάς, άραγε, να σκουπίσεις και τη θεόσωμη εκείνη πλευρά, την αιματοστάλαχτη ακόμα, του Ιησού, που γιάτρεψε τη γυναίκα με την αιμορραγία; Πλένεις, άραγε, και με νερό το σώμα του Θεού, που όλους τους ξέπλυνε και σ’ όλους χάρισε την κάθαρση (από τις αμαρτίες); Και τι λαμπάδες ανάβεις, άραγε, μπροστά στο Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο ; Και ποιους επιτάφιους ύμνους ψάλλεις σ’ Εκείνον, που ακατάπαυστα υμνείται απ’ όλη την ουράνια στρατιά των αγγέλων; Χύνεις, άραγε, και δάκρυα για τον νεκρό Εκείνον, που δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε τέσσερις μέρες μετά το θάνατο του; Και σε θρήνους, άραγε, ξεσπάς για Κείνον, που έδωσε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε της Εύας τη λύπη;
ΙΕ΄. Όμως, Ιωσήφ, μακαρίζω τα χέρια σου, που περιποιήθηκαν και ψηλάφησαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, αιματόβρεχτα ακόμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιματοστάλαχτη πλευρά του Θεού πριν απ’ το Θωμά, τον άπιστο πιστό με την αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου, που χόρτασε αχόρταγα και ενώθηκε με το στόμα του Ιησού, γεμίζοντας απ’ αυτό με Πνεύμα Άγιο. Μακαρίζω τα μάτια σου, που πλησίασαν τα μάτια του Ιησού και πήραν απ’ αυτά το φως το αληθινό. Μακαρίζω το πρόσωπό σου, που ζύγωσε στο πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους ώμους σου, που βάσταξαν Αυτόν που όλα τα βαστάζει. Μακαρίζω το κεφάλι σου, που το σίμωσε η κεφαλή των όλων. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και το Νικόδημο γιατί έγιναν Χερουβείμ μπροστά στα Χερουβείμ, σηκώνοντας και μεταφέροντας πάνω τους τον Θεό γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα (Σεραφείμ), σκεπάζοντας και τιμώντας τον Κύριο όχι με φτερά, αλλά με σεντόνια. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος Τον σηκώνουν πάνω στους ώμους και Τον μεταφέρουν μαζί μ’ όλα τα κατάπληκτα τάγματα των ασωμάτων αγγέλων....