Ένα Σάββατο, ενώ έμπαινε στην πόλη ο Ιησούς με τους μαθητές του, συνάντησαν έναν άνθρωπο, που είχε γεννηθεί τυφλός και περνούσε τον χρόνο του ζητιανεύοντας. Ο Κύριος, βλέποντάς τον, και μετά που μία μικρή συζήτηση που είχε με τους μαθητές του, έφτυσε στο έδαφος και με το υγρό χώμα έφτιαξε λάσπη. Πήρε τη λάσπη στα χέρια του και μ΄ αυτήν άλειψε τα βλέφαρα του τυφλού. Κι ενώ ασφαλώς ο τυφλός άνδρας απορούσε μ΄ αυτήν την κίνηση, ο Κύριος τον έστειλε να ξεπλύνει τη λάσπη στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Πράγματι, χωρίς να διστάσει καθόλου, ο τυφλός υπάκουσε σ΄ αυτήν την εντολή και μόλις ξεπλύθηκε και καθάρισε τη λάσπη από τα βλέφαρά του και μπόρεσε και τα άνοιξε, διαπίστωσε ότι έβλεπε το φως και ό,τι τον περιέβαλε, για πρώτη φορά στη ζωή του. Καταλαβαίνετε τον ενθουσιασμό του. Οι γείτονες που τον έβλεπαν να έχει βρει το φως του, απορούσαν και θαύμαζαν συγχρόνως. Κάποιοι αναρωτιούνταν αν ήταν πραγματικά ο ίδιος, που πριν από λίγη ώρα δεν έβλεπε τίποτε. Δυσκολεύονταν να το πιστέψουν και τον ρωτούσαν συνέχεια κι αυτός τους διηγούνταν ξανά και ξανά τι είχε συμβεί και με ποιον τρόπο θεραπεύτηκε.
Τότε τον πήγαν και στους Φαρισαίους, οι οποίοι διαπίστωσαν από τα λόγια του πρώην τυφλού ότι αυτός που τον είχε κάνει καλά ήταν ο Ιησούς. Τότε άρχισε να υπάρχει διχογνωμία μεταξύ τους: ο Ιησούς ήταν αμαρτωλός επειδή δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου και θεράπευε εκείνη την ημέρα ή ήταν απεσταλμένος από τον Θεό, αφού μπορούσε να κάνει θαύματα; Ρώτησαν και τη γνώμη του πρώην τυφλού. Αυτός, δείχνοντας την πίστη του και την ευγνωμοσύνη του, δήλωσε στους Φαρισαίους ότι θεωρεί προφήτη αυτόν που τον θεράπευσε.
Τότε οι Φαρισαίοι, μη πιστεύοντας στο θαύμα, φώναξαν τους γονείς του πρώην τυφλού, για να βεβαιωθούν ότι πράγματι γεννήθηκε χωρίς να βλέπει. Ήρθαν οι άνθρωποι αυτοί φοβισμένοι και βεβαίωσαν ότι πράγματι, ο γιος τους ήταν τυφλός μόλις την προηγούμενη μέρα. Ωστόσο, ο γιος τους ήταν πια ενήλικος και μπορούσε να δώσει μόνος του την απάντηση που ζητούσαν. Έτσι οι Φαρισαίοι ξαναφώναξαν τον άνθρωπο και άρχισαν να τον πιέζουν. Του έλεγαν να ομολογήσει ότι δεν είναι δυνατόν να τον θεραπεύσει ένας άνθρωπος αμαρτωλός, που δεν τηρούσε την αργία του Σαββάτου.
Αλλά ο πρώην τυφλός με τη λογική του απάντηση τους αποστόμωσε, χλευάζοντάς τους συγχρόνως: Ξέρουμε ότι ο Θεός δεν εισακούει τους αμαρτωλούς, αλλά εκείνους που Τον σέβονται και κάνουν το θέλημά του. Από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, δεν ακούστηκε να έχει ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε να κάνει τίποτε τέτοιο, αν αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν από τον Θεό. Οι Φαρισαίοι, ακούγοντας αυτά, τον πέταξαν έξω.
Ο Ιησούς τα έμαθε όλα αυτά και όταν βρήκε μπροστά του πάλι τον πρώην τυφλό τον ρώτησε: Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού; Και αφού έγινε η αναγνώριση του Κυρίου από τον πρώην τυφλό, αυτός έπεσε και Τον προσκύνησε λέγοντας: Πιστεύω, Κύριε.
Κυριακή του Τυφλού. Ευαγγελική περικοπή – Κατά Ιωάννην. Κεφ. θ΄1-38
πηγή