Την τέταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα θυμόμαστε τη συνάντηση και τη συνομιλία που είχε ο Κύρός μας με μία γυναίκα που βρήκε κοντά σ΄ ένα πηγάδι, στην περιοχή της Σαμάρειας. Γι΄ αυτό και λέγεται Κυριακή της Σαμαρείτιδος.
Κάποτε ο Ιησούς ταξίδευε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Έπρεπε να περάσει από την περιοχή της Σαμάρειας. Έφτασε έξω από μια πόλη της Σαμάρειας, που λεγόταν Συχάρ. Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ. Κουρασμένος από την οδοιπορία ο Ιησούς κάθισε κοντά στο πηγάδι, ενώ οι μαθητές του πήγαν στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα.
Τότε έρχεται μια γυναίκα, Σαμαρείτιδα, να τραβήξει νερό από το πηγάδι κι ο Ιησούς της ζητά να του δώσει να πιει. Εκείνη παραξενεύτηκε.
Εκείνη την ώρα επέστρεψαν και οι μαθητές του κι απόρησαν που τον βρήκαν να μιλάει μαζί της. Εκείνη πάλι άφησε τη στάμνα της κι έτρεξε στην πόλη. Φώναζε τον κόσμο και έλεγε: «Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο ο οποίος μου είπε όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου. Μήπως είναι ο Χριστός;». Κι ο κόσμος έβγαινε έξω από την πόλη για να τον συναντήσει.
Οι μαθητές παρακαλούσαν τον Ιησού να φάει, αλλά εκείνος τους απαντούσε ότι δική του τροφή είναι να κάνει το θέλημα του Θεού που τον απέστειλε στον κόσμο, δηλαδή να κηρύττει την αλήθεια. Έμεινε στη Σαμάρεια δυο μέρες και πολύς κόσμος πίστεψε σ’ Αυτόν.
πηγή