Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Η αδιαμφισβήτητη πίστη και προσφορά στην Ορθοδοξία του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυρίλλου του Λουκάρεως...


Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ρόδου Κυρίλλου (Κογεράκη)

... Το 1628 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, απεσταλμένος των Καλβινιστών της Γενεύης, ο «αρμινιανός» θεολόγος Αντώνιος Leger, ως πάστορας και σύμβουλος της Ολλανδικής Πρεσβείας.

Αυτός, μαζί με τον Ολλανδό πρεσβευτή Κορνήλιο Haga, «απέβησαν οι κακοί δαίμονες του Κυρίλλου Λουκάρεως», γιατί εκμεταλλευόμενοι την φιλία και την δύσκολη θέση του Πατριάρχου προσπάθησαν με διάφορα μέσα να διαδώσουν τις Προτεσταντικές ιδέες. Οι ενέργειές τους δημιούργησαν σύγχυση στους εκκλησιαστικούς κύκλους, η οποία έγινε μεγαλύτερη όταν οι Καλβινιστές της Γενεύης το Μάρτιο του 1629 δημοσίευσαν εξ ονόματος του Κυρίλλου και των Πατριαρχών Αλεξανδρείας Γερασίμου και Ιεροσολύμων Θεοφάνους την λεγόμενη Λουκάρειο Ομολογία.

Η έκδοση της ψευδεπίγραφης Ομολογίας αναστάτωσε τα πνεύματα. Οι Ιησουίτες, οι οποίοι έψαχναν ευκαιρία για να εξοντώσουν τον Κύριλλο, εκμεταλεύτηκαν το γεγονός και προσπάθησαν πραξικοπηματικά να καθαιρέσουν τον Κύριλλο και να αναδείξουν Πατριάρχη τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Ισαάκ, αλλά απέτυχαν του σκοπού τους. Οι Αρχιερείς στάθηκαν στο πλευρό του Πατριάρχου και ο Ιεροσολύμων Θεοφάνης αποκρούοντας τις διαδόσεις των Ιησουιτών διακήρυξε την Ορθοδοξία και την αγιότητα του Κυρίλλου, και απάντησε στις κατηγορίες για τις σχέσεις με τους Προτεστάντες, γράφοντας: «Απλώς ειπείν μήτε Πατριάρχη μήτε άλλω τινί των γραικών κοινωνία πίστεως λουτήροις η καλβίνοις πεφανέρωται, καίπερ πολλάκις τοις ενταύθα πρέσβεσιν, οία και άλλοις πολλοίς χρώμαθα φίλοις, του καιρού ούτως απαιτούντος»9. Δυστυχώς οι περιστάσεις των καιρών δεν επέτρεπαν την έγγραφη αποκήρυξη της Ομολογίας, αν και ο Κύριλλος την αποκήρυξε με όρκο, σύμφωνα με την πληροφορία της Συνόδου των Ιεροσολύμων του 1672, η οποία αναγνωρίζοντας την Ορθοδοξία του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ουδέποτε ως καλουινόφρων εν τη Ανατολική Εκκλησία εγνώσθη Κύριλλος... Αλεξανδρείας γαρ Πάπας μετά Μελέτιον γεγονώς και ψήφω κοινή του εν Κωνσταντινουπόλει Κλήρου εις τον της Κωνσταντινουπόλεως θρόνον μετατεθείς, ούτε εν συνόδω, ούτε εν Εκκλησία, ούτε εν οίκω ορθοδόξου τινός και τέλος είπείν ούτε κοινώς, ούτε κατ̉ ιδίαν είπεν η εδίδαξέ τι οπωσούν, εξ ων εκείνον πρεσβεύειν οι εναντία φασίν»10.

Πράγματι η όλη δράση και πολιτεία του Κυρίλλου και μετά την έκδοση της ομολογίας, είχε τα γνωρίσματα της ακραιφνούς και ακαινοτομήτου Ορθοδοξίας. Εκήρυττε από τον άμβωνα και κατά του παπισμού και κατά του προτεσταντισμού, και κοσμούσε το Πατριαρχείο με άγιες εικόνες, σύμφωνα με την ομολογία του Πατριάρχου Θεοφάνους. Ευλαβούνταν υπερβολικά την Θεοτόκο και αναφερόταν στο πρόσωπό της προφορικά η γραπτά πάντοτε με την φράση «Η Υπεραγία μου Θεοτόκος». Τιμούσε τους Αγίους, στην χορεία των οποίων κατέταξε με επίσημη εκκλησιαστική Πράξη τους Οσίους Γεράσιμο τον εν Κεφαλληνία και Ιωάννη τον Ερημίτη. Σεβόταν και προσκυνούσε τις εικόνες, κατακρίνοντας και αναθεματίζοντας εκείνους που φρονούσαν αντίθετα, συνιστούσε το μυστήριο της εξομολογήσεως, το οποίο τελούσε ο ίδιος προσωπικά, και δίδασκε την Ορθόδοξη διδασκαλία για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Ενδεικτική για το Ορθόδοξο φρόνημα του Κυρίλλου είναι η απάντησή του προς τον ηγεμόνα της Τρανσυλβανίας Γαβριήλ (Gabrol) Bethlen (2 Σεπτεμβρίου 1629), ο οποίος ζήτησε την σιωπηλή συγκατάθεσή του για να κηρύξη τον προτεσταντισμό ως επικρατούσα θρησκεία στην επικράτεια του και να τον επιβάλλει στους Ορθοδόξους Βλάχους. Ο Κύριλλος με βαθειά συναίσθηση του πατριαρχικού αξιώματός του και της ευθύνης του απέναντι στον Θεό αποκρούει τις προτάσεις του ηγεμόνα για προδοτική συγκατάθεση, έστω και σιωπηλή, στην εισαγωγή του προτεσταντισμού στην Τρανσυλβανία. Απαντώντας στα επιχειρήματα του ηγεμόνα γράφει μεταξύ των άλλων ότι ο προτεσταντισμός βρίσκεται στην πλάνη και η διδασκαλία του «διαφέρει εν τοις ουσιώδεσι της πίστεως, ην ομολογεί η Ανατολική Εκκλησία» και διατείνεται ότι είναι προτιμώτερον να μείνουν οι Βλάχοι «άθρησκοι», όπως τους χαρακτηρίζει ο Bethlen, παρά να γίνουν προτεστάντες...

...  Η πατριαρχεία του Αγίου Κυρίλλου απέβη σωτήρια για το Πατριαρχείο και ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η παρουσία του αποδείχθηκε από τα πράγματα ως έργο της θείας Πρόνοιας. Αγάπησε την Εκκλησία και έδωσε γι̉ αυτήν όλες τις δυνάμεις του, αψηφώντας τους κινδύνους και θυσιάζοντας την ίδια την ζωή του. Αυτός μόνος, σαν άλλος Άτλας, βάσταξε στους ώμους του την Εκκλησία και το Γένος, πολεμούμενος από ξένους και ημετέρους, σε εποχή δύσκολη και επικίνδυνη για την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Οι πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής, οι παπικές βλέψεις στην Ανατολή, οι προσδοκίες των Προτεσταντών που δεν δικαιώθηκαν, είχαν σαν αποτέλεσμα, να γνωρίσει καθ̉ όλη την διάρκεια της πατριαρχικής διακονίας του τον πόλεμο και την συκοφαντία στις πιο ιταμές εκφράσεις τους. Κράτησε όμως σταθερά το εκκλησιαστικό πηδάλιο, χωρίς φόβο για την τρικυμία που έβλεπε να μαίνεται γύρω του και δεν απόκαμε μέχρι την ώρα του στραγγαλισμού του από τους αιμοδιψείς Γενιτσάρους.

Ο Αθηνών Μελέτιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία τον χαρακτηρίζει «άνδρα πεπαιδευμένον εν παιδεία και αρετή»11 ενώ ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος αναγράφει με ευγνωμοσύνη την μέριμνα του για τα δίκαια του Θρόνου των Ιεροσολύμων: «Εβοήθησε δε τω Θρόνω της Ιερουσαλήμ περί του χρέους ο Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος κατά δύο τρόπους, ένα μεν διδάξας εν τε τη Κωνσταντινουπόλει και τω Γαλατά, παρεκίνησε τους Χριστιανούς σφόδρα, και εβοήθησαν οι φιλόχριστοι ικανώς· δεύτερον δε ότι προσκαλεσάμενος εις το Πατριαρχείον

άρχοντας και αρχομένους και τους ξένους ναυάρχους και ποιήσας κατάστιχον, ήθροισε πολύ τε χρήμα ελέους»12. Ο Δοσίθεος σε άλλο σημείο αναφερόμενος στα φρονήματα του Κυρίλλου γράφει: «Κύριλλος ο Λούκαρις πατριαρχεύσας ως Ορθόδοξος, ως και πρότερον, και απέθανεν εν τη κοινωνία της Εκκλησίας, ήτοι ορθόδοξος»13, ενώ ο μεγάλος αγωνιστής της Ορθοδοξίας Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός συνέγραψε τον βίο και την Ακολουθία14 του αναγνωρίζοντάς τον ως Άγιο και Μάρτυρα της Εκκλησίας, γεγονός για το οποίο διώχθηκε και καθαιρέθηκε από τον Κονταρή και την συμμορία του.

Ο Μ. Ρενιέρης στην βιογραφία του Κυρίλλου που δημοσίευσε αποφαίνεται χαρακτηριστικά για την προσωπικότητα και το έργο του Πατριάρχου: «Ο Κύριλλος Λούκαρις ήτο ανήρ νουνεχής, δραστήριος και πεπαιδευμένος. Φίλος ων των γραμμάτων, ειργάσθη υπέρ της διαδόσεως αυτών, πρώτος αυτός συστήσας τυπογραφείον εν Κωνσταντινουπόλει. Διά της παιδείας του κλήρου και της ηθικής αυτού αναμορφώσεως ενόμιζεν ότι ηδύνατο να δοξασθή πάλιν η Ανατολική Εκκλησία και ν̉ αποκρούση τους τότε έτι φοβερούς εκ της Ρώμης κινδύνους. Η πάλη αυτού προς τους Ιησουίτας φέρει αυτώ μεγάλην τιμήν. Εις αυτόν οφείλεται, ότι απεκρούσθη τότε ο παπισμός από της Ανατολής»15.

Ο Κ. Σάθας αναφερόμενος στην αμφισβήτηση της Ορθοδοξίας του Κυρίλλου γράφει: «Η εις τον Λούκαριν υπό των παπιστών και λουθηροκαλβίνων αποδιδομένη μομφή, είναι πλάσμα οικτρόν, των μεν ίνα δικαιολογήσωσι τον κατά του φαεινού τούτου της Ορθοδοξίας αστέρος καταχθόνιον πόλεμον, των δε ίνα προσλάβη η αίρεσις τίτλον τινά επισημότητος υπό της πρεσβυτέρας των Εκκλησιών δήθεν αναγνωριζομένη. Θεοφάνης ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ανεσκεύασεν εν Ρωσσία τω 1630 εις δεκαέξ κεφάλαια τας κατά του Λουκάρεως συκοφαντίας, διακηρύττων ότι: «Ο ούν σοφώτατος Πατριάρχης Κύριλλος, ως έπος ειπείν, τοσούτον απέχει αιρέσεως, ώστε και θαρρούντως τολμάν λέγειν, ως αυτός εστιν ο κατ̉ αλήθειαν αρχιερεύς εν τοις νυν, κατά Παύλον, όσιος, άκακος, ελεήμων, ευσεβής διδάσκαλος, και του κατ̉ ευσέβειαν πιστού λόγου αντεχόμενος»16.
Αν και συνοδικώς17 ο Άγιος Κύριλλος δικαιώθηκε, όσον αφορά τα Ορθόδοξα φρονήματά του, η εναντίον του κριτική δεν σταμάτησε και μεταγενέστερα18. Οι επικριτές επανέλαβαν πολλές φορές ως επιχειρήματα κατά της Ορθοδοξίας του τις κατηγορίες και συκοφαντίες των παπικών, των προτεσταντών και των εκ του ιερού καταλόγου εχθρών του. Η Πράξις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας για την αναγραφή του ονόματός του στις δέλτους του Αγιολογίου της αποκατέστησε την αλήθεια για το πρόσωπό του και σφράγισε με την επίσημη εκκλησιαστική αναγνώριση την αγιότητά του ως προμάχου, Ομολογητού και Μάρτυρος της Εκκλησίας.

 πηγή