Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Οι ταπεινοί αγιογράφοι της τουρκοκρατίας


Φώτης Κόντογλου, Αγιογράφος – Λογοτέχνης – Ζωγράφος

Το σκλάβωμά του γένους μας, πίκρανε την ψυχή του Ορθόδοξου λαού μας και μας έκανε να καταφύγουμε στον Θεό, απελπισμένοι από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Αλλά «ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγεί δε υιον ον παραδέχεται», και γι’ αυτό η παιδεία Του έρχεται μαζί με τα ταπεινά δώρα της. Είναι καλότυχος όποιος νιώθει αυτά τα δώρα και τα δέχεται με ευχαριστία. Την ταπεινή και θρηνητική προαίρεση των βασανισμένων Ελλήνων την παραδέχθηκε, και τα δώρα που μας έδωσε, για να φανεί πως «ως ολοκαύτωμα θυσίας προσεδέξατό ημάς», ήτανε ο πνευματικός πλούτος που γέμισε τη χριστιανική ψυχή μας, και μας έκανε να αποκτήσουμε «τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια». Εσύ που διαβάζεις, μην τα πάρεις αυτά τα ρητά που γράφω για λόγια έμορφα μονάχα, αλλά να τα διαβάσεις με γνώση και θα δεις τι ουσία έχουνε μέσα τους.

Οι Έλληνες εκείνου του καιρού ήτανε κακοπαθημένοι και τυραννισμένοι, και συμμαζεύτηκαν στα έγκατα του εαυτού τους κι εκεί είδανε τον εαυτό τους για πρώτη φορά «ενώπιος ενωπίω». Η ψυχή τους πέρασε από τη φωτιά του μαρτυρίου και καθαρίστηκε . Γι’ αυτό ό,τι έκανε ο λαός μας τότε, είτε αγιογραφία, είτε συναξάρι, είτε μοιρολόγι ή άλλο τραγούδι, είχε την ευωδία της πίστης του Χριστού, που δεν μπορούνε να την έχουνε ψυχές που δεν ταπεινωθήκαμε και δεν κλάψανε.

 Τρυπώνανε στα μοναστήρια ή παραπεταμένοι χριστιανοί και γινόντανε καλόγεροι, και ζωγραφίζανε με δακρυσμένα μάτια τον «Ελκόμενο» , τον Σταυρωμένο, τον άγιο Γιάννη Πρόδρομο τον πιο φτωχόν από τους Αγίους, τον αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον φτωχό Λάζαρο που γλύφανε οι σκύλοι τα πληγιασμένα ποδάρια του. Μέσα στη σκοτεινή Πρόθεση φιλοτεχνούσαν με κατάνυξη την «Άκραν Ταπείνωσιν», δηλαδή τον Χριστό νεκρόν σταυροχεριασμένον μέσα στον τάφο, με τα χέρια του τρυπημένα από τα καρφιά και με την κονταριά στα πλευρά του, καταβασανισμένον, όπως ήταν κι Ορθοδοξία κι η Ελλάδα, χωρίς «είδος ουδέ κάλλος», όπως είπε ο Προφήτης Ησαΐας.


Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στάθηκε ο τελευταίος βασιλέας της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, φτωχός, με τον τριμμένον και παμπάλαιο μανδύα, με το ταπεινωμένο σκήπτρο, άγιος, ο πρώτος νεομάρτυρας της Εκκλησίας μας. Τα λόγια του ήτανε σαν τροπάρια. Παρακαλεστικά και ταπεινά μιλούσε στους υποτακτικούς του, στους στρατιώτες και στον λαό:

«Παρακαλώ υμάς, αδελφοί,  ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής. Καλώς γινώσκετε, αδελφοί, ότι οφείλομεν κοινώς πάντες ίνα προτιμήσωμεν τον θάνατον μάλλον ή την ζωήν, πρώτον υπέρ της πίστεως ημών και ευσέβειας, δεύτερον υπέρ πατρίδος».

 Η Εκκλησία καταστάθηκε η κιβωτός μέσα στην οποία καταφύγανε οι κατατρεγμένοι, για να σώσουνε την ψυχή τους και την αγιασμένη παράδοση. Εκεί μέσα ήτανε θησαυρισμένα τα δόγματα της αμωμήτου πίστεως, η γλώσσα μας, η υμνωδία, η αγιογραφία, τα χειρόγραφα, η ξυλογλυπτική, η χρυσοχοΐα, τα άμφια, όλα όσα ήτανε παρηγοριά και χαρά πνευματική για τον άνθρωπο σε τούτον τον κόσμο και ελπίδα για την μέλλουσα ζωή και μακαριότητα. Όλα ήτανε, εκείνον τον καιρό, παραπονεμένα και πικραμένα. Κι έξω από την εκκλησία τα παιδιά σέρνανε τη Μεγάλη Πέμπτη:

« Σήμερον μαύρος ουρανός

σήμερα μαύρη μέρα

σήμερον εσταυρώσανε

τον πάντων βασιλέα.»

 Τότε ζωγραφίστηκε ο Σταυρωμένος με εκείνον τον ευσεβή πόνο και τη συντριβή που νιώθει όποιος διαβάζει με γνώση το Ευαγγέλιο. Εκείνον τον καιρό πιάσανε οι αγιογράφοι και ζωγραφίζανε στα κοιμητήρια και στα σκοτεινά σπήλαια των μοναστηριών των αββά Σισώη, που στέκεται εξεταστικός μπροστά στον ανοικτόν τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί τον βλέπει κανωμένων σκέλεθρα, θέαμα πικρώτατο στην όψη. Κι η εικόνα γράφει απάνω στον ουρανό:


«Ο μεγάς εν ασκηταίς Σισώης έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου, του πάλαι λάμψαντος εν δόξη, φρίττει, και το άστατον του καιρού και της δόξης της προσκαίρου λυπηθείς, ιδού, κλαίει:

Ορών σε τάφε,καρδιοστάλλακτον δάκρυον χέω,

χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων,

Πώς ουν μέλλω διελθείν τοιούτονα

Ε! Ε! θάνατε! τις δύναται φυγείν σε;»


Από τον καιρό εκείνον πιάσανε και ζωγραφίζανε οι αγιογράφοι στα μοναστήρια μια μεγάλη υπόθεση:Την ταφή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου. Στη μέση είναι το σκήνωμα του Αγίου απάνω στο νεκρικόκλινάρι, σαβανωμένο με μαύρα σάβανα, έχοντας στο στήθος το εικόνισμα του Χριστού, και γύρω του παραστέκονται οι πατέρες που τον κηδεύουνε, και πλήθος ασκητάδες και αναχωρητές με πρόσωπα και με κορμιά στεγνωμένα από την άσκηση, άλλοι ντυμένοι με παληόρασ από γιδότριχα, άλλοι με ψαθιά, άλλοι με προβιές. Από τα γύρω βουνά ακούνε το ξυλένιο σήμαντρο και κατεβαίνουνε από τις σκήτες και από τις σπηλιές και τις τρύπες της γης άλλοι ερημίτες. Ετούτος είναι βαθύγερος και τον σηκώνουνε δυο νέοι καλόγεροι απάνω σ’ ένα ξυλοκρέβατο, παραπέρα ενας άλλος σέρνεται έχοντας στα χέρια του κάποια τσόκαρα, επειδή τα πόδια του είναι παράλυτα. Ένας άγιος γέροντας είναι καβαλικευμένος σ’ ένα λιοντάρι, σαν τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη. Στις ράχες και στα κράκουρα που ζώνουνε τον τόπο, βλέπεις σπηλιές και μέσα κάθονται ασκητάδες με τους υποταχτικούς τους. Άλλοι δουλεύουνε κάνοντας χουλιάρια, κομπολόγια, εικονίσματα ή γράφοντας βιβλία, άλλοι είναι γονατιστοί μπροστά στα εικονίσματα και κάνουνε την προσευχή τους. Ανάμεσα σε δυο βράχους φαίνεται μια κολώνα κι  πάνω κάθεται ένας στυλίτης, κι από κάτω στέκεται ένας υποταχτικός και δένει στο σκοινί λίγο ψωμί και νερό για να τ΄ ανεβάσει ο γέροντας. Εδώ κι εκεί βλέπεις κανένα ερημοκλήσι χτισμένο πάνω στον βράχο. Αν προσέξεις καλά, θα δεις κάποιο κεφάλι ενός αναχωρητή που φαίνεται μέσα από μια τρύπα ανάμεσα στις πέτρες, και που κάνει κρυμένος την προσευχή του.

Άλλα αγαπημένα θέματα κατά τα χρόνια εκείνα της θλίψεως είναι η έγερσις του Λαζάρου, ο Επιτάφιος Θρήνος, τα Μαρτύρια των Αγίων. Όλα είναι ζωγραφισμένα με τη σωστή έκφρασή τους, γιατί τα ζωγραφίζαμε άνθρωποι συντετριμμένοι και ταπεινωμένοι, που νηστεύανε, κλαίγανε και «επορεύοντο σκυθρωπάζοντες όλην την ημέραν».­­

Επιμέλεια:  Ηλία Λιαμή

 πηγή