(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Φωτισμός και συντριβή
Κατά τον τρόπο που αναφέραμε, ο άγιος στεκόταν στο χορό κι έψαλλε τα θεία κοντά στους άλλους ψάλτες. Άλλοτε έβαζε ανάγνωση όπως και οι άλλοι, καθώς συνηθίζεται στα μοναστήρια. Διάβαζε με την πρέπουσα επιμέλεια και επιστήμη, ώστε να γίνεται και σ’ αυτό υπόδειγμα στους κοινοβιάτες καθόλου κατώτερο απ’ τ’ άλλα.
Μα οι αδελφοί έβλεπαν πάνω του κάτι παράξενο και αξιοθαύμαστο την ώρα της ακολουθίας. Άλλοτε μια άφατη χαρά και αγαλλίαση γέμιζε όλο το θείο του πρόσωπο (αυτό συνέβαινε τις πιο πολλές φορές), κι άλλοτε πάλι μια σύννοια, μια συστολή, μια έκπληξη, ένα θάμβος εμφορούσε το είναι του.
Μερικές φορές σκέπαζε τελείως το πρόσωπο με το κουκκούλι, και δεν μπορούσε να τον δει κανείς διόλου, σε όλη τη διάρκεια της ακολουθίας. Αλλά η συντροφιά μας, που είχε πλέον πείρα απ’ την αρετή του ανδρός, θεωρούσε το φαινόμενο ως δύο διαφορετικές θεωρίες.
Η ψυχή του, ως ήταν φυσικό, προσαρμοζόταν ανάλογα με τη θεωρία, και κατά συνέπειαν κάθε τι ορατό πάνω του συναλλοιωνόταν, παρακολουθώντας την ψυχή. Όμως ο ίδιος δεν μας έδινε καμιά πληροφορία επί τούτου.
Αλλά ο κατοπινότερος μαθητής του, ο όποιος ήταν μέλος στη χορεία μας και ο μόνος που έζησε κοντά του μέχρι τέλους, αφ’ ενός μεν νικήθηκε απ’ την αγάπη προς τον άγιο, αφ’ ετέρου δε συνδύασε σωστά την παρρησία με την ψυχική απλότητα, για να τον πλησιάσει και να ζητήσει με πόθο να διδαχθεί το μυστικό λόγο των φαινομένων.
Ο άγιος στην αρχή φάνηκε να αποπέμπει το μαθητή, κατηγορώντας πολύ το είδος της ερωτήσεως.
«Για ποιο λόγο δεν προσέχεις μάλλον τον
εαυτό σου, φίλε μου;» του λέει. «Γιατί δεν θέλεις να συγκεντρώσεις όλο
το νου και τις αισθήσεις σου στον εσώτερο εαυτό σου, όσο μπορείς,
να ανασκοπήσεις και να κρίνεις με επιμέλεια όσα αφορούν εσένα προσωπικά;
Γιατί κάνεις εντελώς το αντίθετο, αφήνοντας τελείως τον εαυτό σου, ενώ η
αυτοεξέταση είναι το πιο απαραίτητο, και περιεργάζεσαι αφύλακτα τα ξένα
πρόσωπα»;
Όταν πλέον τον επετίμησε αρκετά, και τον
έπεισε να προσέχει τον εαυτό του, τον ξανακαλεί πάλι πατρικά και
γνήσια, για να του απαντήσει αμέσως στα ερωτήματα:
«Όταν με βλέπεις πασίχαρο και εύθυμο» του λέει, «ανθηρό και
φωτεινόμορφο, με μάτια γεμάτα γλυκύτητα και αγαλλίαση, να ξέρεις σίγουρα
ότι ο ίδιος ο γλυκύτατος Ιησούς και κοινός μας Δεσπότης με υπερβολική
φιλανθρωπία μου εμφανίζεται αρρήτως και υπερφυώς.
Τότε η καρδιά μου καταστράπτεται από την παράδοξη λαμπρότητα του θείου και υπερφώτου φωτός εκείνου, και γίνεται πλήρης από αγαλλίαση και χαρίσματα εξαίσια. Συνάμα αλλοιώνεται και το ορατό και σωματικό μέρος, καθώς βλέπεις, το όποιο προσαρμόζεται και συμπάσχει κάπως με το νοερό.
» Κι όταν πάλι με βλέπεις εξ αντιθέτου, δηλαδή σκυθρωπό, γεμάτο σύννοια και θάμβος, τότε να ξέρεις πως πενθώ την ανθρώπινη ταλαιπωρία και τη συντριβή. Συλλογίζομαι πως οι άνθρωποι ξέπεσαν πολύ άδοξα απ’ την υπερφυή δόξα και το κάλλος του Χριστού, και συμπαρασύρονται στην αδοξία των παθών και σ’ αυτά τα υλικά φαινόμενα. Αντί να συνδέονται με τον Θεό και να μετέχουν αρρήτως σ’ εκείνη τη γλυκύτητα και το φως, περιφέρονται στο πονηρό σκοτάδι της αμαρτίας, συνδέονται με τους νοητούς όφεις και σκορπιούς, τους δηλητηριώδεις δαίμονες, και κατόπιν κερνούν κάθε στιγμή το ψυχοφθόρο εκείνο δηλητήριο για να πιουν οι φίλοι τους.
» Όταν λοιπόν ο νους μου καταγίνεται μ’ αυτή τη θεωρία και συμπάσχει αδιάκοπα για το πλημμέλημα της κοινής μας φύσεως, συμπάσχουν και συμμεταβάλλονται και τα εξωτερικά, καθώς βλέπεις. Μερικές φορές η θεωρία καταλήγει σε πένθος και σε θρήνο. Γι’ αυτό τότε καλύπτω το πρόσωπο, για να μη με καταλάβουν οι γύρω μου, όσο είναι δυνατόν».
Έκπληκτος για όλα αυτά, ο μαθητής και φίλος του, ως ήταν φυσικό, τον ξαναρωτά έπειτα εάν πάντοτε παραμένει ολότελα σ’ αυτές τις δύο θεωρίες.
«Όχι πάντοτε, αγαπητέ μου» του λέει. «Επειδή ούτε κι εγώ κυνηγώ μόνος μου τέτοιες θεωρίες. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Εγώ κρίνω τον εαυτό μου ανάξιο γι’ αυτά. Μου παρουσιάζονται έξαφνα, όταν θέλει ο Θεός. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτε, ούτε περιεργάζομαι τέτοια πράγματα».
Από το βιβλίο του Αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, «Βίος Αγίου Σάββα του Βατοπαιδινού του διά Χριστόν σαλού», έκδοση Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους. Η μεταφορά του βιβλίου στην νέα ελληνική έγινε από Πατέρες της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.