Τιμάει η Εκκλησία μας, την πρώτη Κυριακή μετά την 14η Νοεμβρίου την μνήμη της Οικογένειας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, των γονέων του, Καλλονής και Κωνσταντίου και των αδελφών του, Μακαρίου, Θεοδοσίου, Θεοδότης και Επιχάριτος.
Μια φορά, μπήκε σ΄ ένα πλοιάριο με όλη του την οικογένεια για να πάει στο απέναντι βουνό από την ακτή, επάνω από το Γαλατά σ΄ έναν αναχωρητή, τον πνευματικό Φωκά, που ησύχαζε εκεί, και να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Καθώς πήγαιναν, ρώτησε τους υπηρέτες του αν πήραν κανένα φαγώσιμο να πάνε στον Αββά εκείνον για δώρο. Εκείνοι του είπαν πώς λησμόνησαν από τη βία και δεν πήραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ο ευλογημένος, πλην δεν είπε τίποτε, μόνο με σιωπηλή και νοερά προσευχή παρακαλούσε το Θεό, τον Κύριο της θάλασσας, να του δώσει κανένα κυνήγι, και πηγαίνοντας εμπρός στο καΐκι, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα• κι ύστερα από λίγη ώρα -τι θαυμαστά είναι τα έργα, Χριστέ Βασιλεύ, με τα οποία δοξάζεις παράδοξα τους δούλους Σου!- βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα κρατώντας ένα πολύ μεγάλο λαβράκι, το οποίο έριξε μέσα στο πλοιάριο μπροστά στους υπηρέτες του και είπε: «Να που ο Θεός νοιάστηκε και για τον Αββά τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι»
Πριν το θάνατό του ο Κων/νος εκάρη μοναχός με το όνομα Κωνστάντιος. Προγνώρισε την κοίμηση του κι όταν πέθαινε, το 1303, η γυναίκα του Καλονη τον παρακάλεσε να πείσει τον αυτοκράτορα ν’ αναλάβει την οικογένεια υπό την προστασία του. Εκείνος ο άγιος άνθρωπος την μάλωσε τρυφερά για την απιστία της και είπε ότι τους αφήνει στην προστασία της Παναγίας. Ο αυτοκράτωρ μετά τον θάνατο του πατέρα τους και μέχρι να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν τους βοηθούσε μέ χρηματικές χορηγίες και σιτηρέσια από τα βασιλικά ταμεία. Όταν τους φώναζε στα ανάκτορα, οι αυλικοί λέγανε: «Αυτά είναι τα παιδιά του αγίου»!
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ηλικία 20 ετών ακολούθησε τον μοναχικό βίο. Όπου η μητέρα του, οι δύο αδερφοί του και οι δύο αδελφές του αποφάσισαν όλοι τους να τον ακολουθήσουν και να γίνουν μοναχοί. Αφού μοίρασαν όλα τα πλούτη τους στους φτωχούς, η μητέρα του Καλή με τις δύο αδελφές του Επίχαρις και Θεοδότη πήγαν σε γυναικείο μοναστήρι και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς με τους δύο αδελφούς του Μακάριο και Θεοδόσιο πήγαν στην Λαύρα του Αγίου Όρους.
Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Παλαμάς προερχόμενος από τη βαθύτερη Μικρά Ασία ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής του Ανδρονίκου Β’. Ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και γι’ αυτό του ανέθεσε την ανατροφή του Ανδρονίκου Γ’, εγγονού και διαδόχου του. Φαίνεται όμως ότι δεν τον απορροφούσαν τόσο τα πολιτικά έργα όσο τα πνευματικά, αφού κάποτε σε συνεδρίαση της συγκλήτου, θέλοντας ο αυτοκράτορας να του ζητήσει τη γνώμη του τον βρήκε αφοσιωμένο στην προσευχή και δεν τον διέκοψε, πιστεύοντας ότι βοηθεί περισσότερο με την προσευχή του παρά με τις σκέψεις του. Ο πατέρας του, αφού πρόλαβε να φορέσει το ράσο του μοναχού και να λάβει το όνομα Κωνστάντιος, εκοιμήθη σχετικά νέος, όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών. Την προστασία του ανέλαβε ο αυτοκράτορας. Η μητέρα του Καλή και οι αδελφές του Επίχαρις και Θεοδότη κατέληξαν μοναχές, όπως και οι αδελφοί του Μακάριος και Θεοδόσιος, που τον ακολούθησαν στον μοναχικό βίο.