Πήγα πήρα την ευχή του και μου ζήτησε να καθίσω δίπλα του.
– Άκουσε, παιδί μου. Μην πίνεις κρασί υπάρχει κίνδυνος. Όσοι πίνουν, δεν έχουν καλό τέλος.
Σε φώναξα να σου πω για κάποιον άνθρωπο
από ένα χωριό της Θήβας, την Ασωπία. Αυτός είχε μια ταβέρνα. Τώρα είναι
ετοιμοθάνατος. Ήρθε εδώ και μου ζήτησε να τον σταυρώσω, γιατί δεν ένιωθε
καλά.
Πράγματι, δεν ήταν καλά. Είχε καταστρέψει το συκώτι του με το κρασί. Είχε καρκίνο.
“Πίνεις”, του είπα. “Τώρα το ‘κοψα”, μου απάντησε. “Το ‘κοψες, αφού πρώτα σε έκοψε εκείνο. Τι έκανες το μαγαζί σου τώρα”; “Το άφησα στα παιδιά μου”. “Κατέστρεψες τον εαυτό σου και τώρα θέλεις να καταστρέψεις και τους άλλους…”.
Τώρα, Παρασκευά, τι θα κάνουμε με εσένα
που πίνεις; Να πάρεις χάπια, που αν σου μυρίσει το κρασί σου φέρνει
εμετό; Μην πίνεις. Είναι κακό.
– Δεν ήξερα, Γέροντα, πως υπάρχουν τέτοια χάπια.
– Εμ, όλα να τα ξέρεις;
Έτσι, λοιπόν, με σταύρωσε στο κεφάλι και μου είπε κάποια ευχή.
Το πάθος μου αυτό έφυγε από μόνο του.
Το φάρμακο ήταν το χέρι του Αγίου, που τόσο αγαπώ. Προσκυνώ τη Χάρη του.
Από το βιβλίο του Παρασκευά Λαμπρόπουλου, οι “Εμπειρίες μου κοντά στον Άγιο Πορφύριο”, έκδοση η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2015.