της ΣΟΦΙΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΙΑΔΟΥ, Εκπαιδευτικού
Άμα κοντοζυγώνανε τα Χριστούγεννα όλες οι νοικοκυράδες αρχίζανε τα μασαρέματα, για να΄ναι όλα παστρικά και νοικοκυρεμένα στη μεγάλη γιορτή.
Μόλις εβλέπανε καλό καιρό, αδειάζανε ένα - ένα δωμάτιο, εβγάνανε όσα
πράματα εμπορούσανε στην αυλή εφορούσανε μία παλιορόμπα και τη
μπροσταποδιά, εβάνανε στην κεφαλή άσπρο μαντήλι, που το εδένανε πίσω,
επαίρνανε το ντενεκάκι με τον αζέφτη, τη βούρτσα του ασπρίσματος και το
σφούγγιο κι ανεβαίνανε στην ξύλινη σκάλα, γι ν΄ασπρίσουνε τα ψηλά και
μετά κατέβαιναν κι εκάνανε τα χαμηλά.
Εμαζεύανε τσι αζέφτες, που επέφτανε χάμω κι εσφουγγαρίζανε τα γύρω -
γύρω, για να βάλουνε τα πράματα στη θέση τωνε, αφού πρώτα τα
εξεσκονίζανε και τα ετρίβανε με ακάθαρτο πετρέλαιο.
Επλύνανε τα γυαλικά, αλλάζανε τσι γλώσσες και τα εξαναβάνανε στα
ντουλάπια και στσι μπουφέδες κι εγυαλίζανε τα ταψιά και τα καζάνια, που
τα΄χανε στην τάβλα πάνω από το τζάκι.
Μετά τα μασαρέματα επλένανε τα στόρια, τα κουρτινάκια, τσι φεγγίτες,
τσι γύροι των κρεβαθιώ, που είχανε δαντέλλες του κοφτά κεντήματα και τα
καρεκλόπανα και τα κασελοσκεπάσματα, που ήτανε μπλεχτό στο βελονάκι με
ωραία σκέδια, τα εκολαρίζανε τα εσιδέρωνανε και εβάνανε στη θέση του το
καθένα.
Στα πιο πολλά σπίθια όλα τα
χειμωνιάτικα στρωσίδια, κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, πατανίες, χαλάκια -
αρκουδάκια ήτανε τσι κρεβαταριάς, φαμένα με μαλλιά της ρόκας ή φάδια τσι
σβίγας, που τα εβάφανε χρωματιστά για να΄ναι πιο όμορφα.
Ύστερα εσφουγγαρίζανε το υπόλοιπο πάτωμα κι εστρώνανε τσι χρωματιστές
κουρελούδες, για να΄ ναι ντυμένο και ζεστό όλο το σπίτι.
Τσι τελευταίες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ετοιμάζανε και τα
σπιτικά γλυκά, που τα ψήνανε στο φούρνο τωνε κ΄εμοσκοβολούσε ο τόπος.
Εκάνανε μακαρόνες με το φρέσκο λάδι, κουραμπιέδες, ραφκιολάκι με
καρύδια, καβουρδισμένο σησάμι, κανελλογαρύφαλο και μέλι, ξεροτήγανα και
αυγοκαλάμαρα και μαζί με τα ψωμιά εκάνανε και τα χριστόψωμα με γλυκάνισο
και μπόλικο σησάμι και με το ζυμαρένιο σταυρό, που στη μέση του
εμπήγανε ένα καρύδι και στσι άκρες από ένα αμύγδαλο.
Άμα τελειώνανε όλες οι δουλειές και οι φούρνοι, ασπρίζανε και το τζάκι
κι εκάνανε τσι ποδαριές και τσι αρμοί κι όλο το σπίτι μέσα κι όξω ήτανε
καθαρό και μασαρεμένο κι εμύριζε αζέφτη κι αρχοντιά.
Κι οι αυλές είχανε αρτάνες και γλάστρες με τα λογιώ - λογιώ λουλούδια
κάθε εποχής που τα φροντίζανε με ξεχωριστή αγάπη κι εκόβανε για τα βάζα
και τα ποτήρια κι εμαζεύανε και πολύχρωμες ανεμώνες με φύλλα τωνε και
λυχνάκι και μανούσια, που εμοσκοβολούσανε κι άλλα αγριολούλουδα κι
εστολίζανε τα σπίθια τωνε τσι καλές μέρες.
Κι ενοιώθανε όλοι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι κι η ζεστασιά τσι αγάπης
επλημμύριζε τσι καρδιές, και με κρυφή λαχτάρα επεριμένανε τσι άγιες
μέρες, για να μεταλάβουνε και ν΄απολαυσουνε στο σπιτικό τωνε το πλούσιο
γιορταστικό τραπέζι.
από το περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία