Δεν ήταν πρώτη φορά, που απ’ την Ιεριχώ περνούσαν καραβάνια με προσκυνητές. Όταν πλησίαζε ο καιρός του Πάσχα, μεγάλωνε αισθητά η κίνηση στους δρόμους της, μια και βρισκόταν πάνω στο διάβα για τα Ιεροσόλυμα.
Αυτή τη μέρα όμως κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει. Ασυνήθιστα πολύς είναι ο κόσμος που έρχεται, πολλοί κι οι ντόπιοι που βγήκαν στους δρόμους, πολλές κι οι συζητήσεις.
«Έρχεται ο Ιησούς! Αυτός, που τρία χρόνια τώρα έχει σκλαβώσει τις ψυχές με τη διδασκαλία, τη στοργή, τα θαύματά Του!» Τρέχουν, λοιπόν, μικροί – μεγάλοι να Τον υποδεχθούν. Μόνο ένας δεν μπορεί να τρέξει. Στέκει παράμερα, «παρά την οδόν» ακίνητος κι ανέκφραστος όπως πάντα. Είναι ο τυφλός Βαρτίμαιος (Μαρκ. ι΄46), που έχει απλωμένο ικετευτικά το χέρι «προσαιτών», ζητιανεύοντας. Βυθισμένος σ’ ένα απέραντο πηχτό σκοτάδι δεν μπορεί ο φτωχός να δεί το πανηγύρι, ν’ αντικρίσει τον Κύριο, που σε λίγο φθάνει. Εμπόδιο ανυπέρβλητο αντιμετωπίζει.
Ωστόσο, η ψυχή του ευλογημένου εκείνου ανθρώπου είναι, όπως φαίνεται, γενναία, αλύγιστη, αγωνιστική. Δεν απογοητεύεται εύκολα. Δε μαραζώνει. Κοιτάξτε τον! Τ’ αυτί του πιάνει το πλήθος των βημάτων, που τρέχουν όλα προς το ίδιο μέρος. Το μυαλό δουλεύει. Κάτι πρέπει να συμβαίνει. «Ακούσας όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη ταύτα». Φωνάζει στους περαστικούς: «Μα, τι τρέχει τέλος πάντων; Σαν τι να ’ναι τάχα τα τρεξίματα που ακούω;» Του απαντούν: «Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται», διαβαίνει περαστικός από την πόλη μας.
Σκιρτά ο τυφλός. Ω, ο Ιησούς! Είχε ακούσει κι αυτός πολλά για τη δύναμή Του. Πόσο θα ήθελε κι αυτός να τρέξει. Αν δεν είναι σε θέση να Τον αντικρίσει, τουλάχιστονά Τον πλησιάσει, λίγο να Τον αγγίξει. Να γίνει και σ’ αυτόν κανένα θαύμα!… Αν ήταν δυνατό!… Μα δεν είναι. Η τύφλωσή του τον καθηλώνει. Προς τα που να πάει; Πως να ψάχνει μ’ απλωμένα χέρια στο σκοτάδι; Που να Τον ανακαλύψει μέσα σε τέτοιο συνωστισμό; Αδύνατο! Τα εμπόδια που του φράζουν το δρόμο, είναι τόσο φοβερά! Ανυπέρβλητα!
Μα αυτός – κοιτάξτε – δεν το βάζει κάτω! Αν δεν έχει μάτια, έχει φωνή. Αν δεν μπορεί να πλησιάσει ο ίδιος, θα φωνάξει να ’ρθεί ο Χριστός κοντά του. Και το κάνει! «Και εβόησε λέγων· Ιησού υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Ιησού, ευλογημένε απόγονε του Δαβίδ, που ήρθες να μας σώσεις, είμαι κι εγώ εδώ. Βοήθησε κι εμένα!
Στο μεταξύ πλησιάζει η συνοδεία. Προσκυνητές και μαθητές, που ανεβαίνουν στα Ιεροσόλυμα μαζί με τον Χριστό, έρχονται πρώτα. Πιο πίσω ακολουθεί κι Εκείνος με άλλα πλήθη κόσμου περικυκλωμένος. Αυτοί, λοιπόν, που προπορεύονται, ακούνε τις φωνές, στρέφουν το βλέμμα στον τυφλό και τον μαλώνουν.
«Επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση».
–Σώπασε, τέλος πάντων! Μας ενοχλείς! Δεν το καταλαβαίνεις; Ή μήπως έχεις την εντύπωση πως θα προσέξει εσένα ο Χριστός; Σταμάτα πιά! Άλλο εμπόδιο κι αυτό για το φτωχό Βαρτίμαιο. Λόγια σκληρά πάνε να τον αποθαρρύνουν, τον πληγώνουν. Τι να κάνει τώρα; Μα τι άλλο; Θα βάλει δύναμη να τα ξεπεράσει και αυτά. Επιστρατεύει όλη τη φλόγα της ψυχής κι όλη τη δύναμη του στήθους και βγάζει κραυγές σαν απεγνωσμένος, σαν αδικημένος.
«Πολλώ μάλλον έκραζεν· υιέ Δαυίδ, ελέησόν με».
Τότε ακριβώς συμβαίνει το απρόσμενο.
«Σταθείς ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν».
Ανακόπτει την πορεία Του ο Χριστός. Μεσ’ στη βαβούρα του όχλου έχει ξεχωρίσει τη φωνή που Τον επικαλείται. Ζητάει να Του φέρουν εκεί το φτωχό ζητιάνο. Κι εκείνος, μόλις το μαθαίνει, πετάει το χιτώνα κι αναπηδά (Μαρκ. ι΄ 50).
–«Τι σοι θέλεις ποιήσω;».
Τι ζητάς, Βαρτίμαιε, και φωνάζεις; Τι θέλεις να σου κάνω; τον ρωτά ο Χριστός.
–«Κύριε, ίνα αναβλέψω», απαντά αυθόρμητα εκείνος. Θέλω να δω ξανά!
–«Ανάβλεψον· η πίστις σου σέσωκέ σε».
Ναί, έτσι να γίνει· όπως η φλογερή πίστη σου το ζητά.«Και παραχρήμα», αυτοστιγμεί, «ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν».
Εμπόδια στη ζωή δε συναντούσε μόνο ο Βαρτίμαιος. Όλοι συναντούμε. Ζωή αυτό θα πεί: «δρόμος μετ’ εμποδίων». Ειδικότερα, όταν ζητούμε να φτάσουμε στον Χριστό. Εκείνος όμως είχε τούτο το διαφορετικό, που πρέπει να το προσέξουμε και να το μιμηθούμε. Είχε σθένος! Με δύναμη ψυχής αγωνιζόταν να ξεπεράσει ένα προς ένα τ’ αλλεπάλληλα εμπόδια και να φθάσει στον τελικό σκοπό του. Κι έτσι κατόρθωσε να ελκύσει την εύνοια του Χριστού και με τη συμπαράστασή Του να νικήσει.
Και σήμερα, πόσα εμπόδια παρεμβάλλονται στο δρόμο κάθε νέου που διψά να συναντήσει τον Χριστό! Δεν είναι μόνο οι πάμπολλοι πειρασμοί, η κακία των άθεων, της ηλικίας η αδυναμία. Είναι και από μερικούς καλούς, αλλά αδιαφώτιστους ανθρώπους οι δυσκολίες. Μόλις αντιληφθούν ότι άναψε σε μία ψυχή αγάπη για τον Χριστό, μόλις διαπιστώσουν ότι αποφάσισε να ζήσει αληθινά την Πίστη, αμέσως αντιδρούν. Μια ειρωνεία μπροστά, ψίθυροι πίσω, σχέδια πως να την παγιδεύσουν στην κοσμική ζωή, λόγια στους γονείς να τους ανησυχήσουν.
«Μήπως έπαθε το παιδί τίποτε ψυχολογικό; Έτσι σεμνό και άβγαλτο πως θ’ αντιμετωπίσει αύριο τη ζωή; Πως θ’ αποκατασταθεί, πως θάδουλέψει;» Και πλήθος άλλες παρόμοιες σκέψεις, που εισηγείται ο Πονηρός.
Σ’ αυτές τις ώρες οι Χριστιανοί νέοι έχουν υπόδειγμα τον ευλογημένο Βαρτίμαιο. Τι θα κάνουν; Πρώτα πρώτα, θα επιμείνουν. Αλίμονο αν στα πρώτα βήματα αποθαρρυνθούν. Τα εμπόδια είναι για να ξεπερνιούνται. Τα επιτρέπει ο Θεός, για να μας κάνει πιο ανδρείους, να μας ανεβάζει πιο ψηλά. Με αυτό το σθένος θα προχωρήσουν κατόπιν στην ομολογία, τη σωστή πληροφόρηση των γύρω. Συχνά δεν ξέρει ο κόσμος ποιος είναι ο Χριστός, κι ας τρέχει φιλοπερίεργος κοντά Του. Συχνά αγνοεί πόσο τέλεια είναι η ζωή, που μέσα στην Εκκλησία Του αναβρύζει. Συχνά δεν έχει γνωρίσει ποτέ τους σωστούς Χριστιανούς, να τους θαυμάσει και να πεισθεί. Γι’ αυτό παρεξηγεί κι αδικαιολόγητα φοβάται…
Αλλά και γι’αυτό ακριβώς υπάρχει βάσιμη ελπίδα να υποχωρήσει και να μας ανοίξει δρόμο, αν επιμείνουμε στον πόθο και την ένθερμη μαρτυρία μας. Ιδιαίτερα όταν έρθει η ώρα που θα σταθεί ο Χριστός και θα δώσει προσταγή: «Παραμερίστε! Αφήστε τον να ’ρθει κοντά μου. Είναι καιρός να δεί το Φως. Αγωνίσθηκε.Το αξίζει!»