(Διασκευή, επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ο άγιος Διονύσιος ο εκ Ζακύνθου, Επίσκοπος Αιγίνης, είχε έναν Διάκο που τον έλεγαν Δανιήλ τον οποίο είχε αναθρέψει από μικρό παιδί και ο ίδιος τον είχε χειροτονήσει. Τον Διάκονο αυτό που καταγόταν από τα Τρίκαλα της Πελοποννήσου, τον είχε πάντα στην συνοδεία του, ως έμπιστό του.
Κάποτε που άγιος ήθελε να πάει στην χώρα, δηλαδή στην πρωτεύουσα του νησιού, για κάποια υπόθεσή του είπε στον Διάκο του:
– Γαβριήλ να πάμε στην χώρα;
Εκείνος του αποκρίθηκε:
– Δέσποτά μου, ο καιρός είναι για βροχή…
Και ο άγιος του είπε:
– Ας ξεκινήσουμε προς δόξα Θεού και μη βάζεις εμπόδια.
Έτσι, λίγο μετά που βγήκαν από το μοναστήρι άρχισε να βρέχει και τότε λέει ο Διάκος στον άγιο:
– Δέσποτά μου, δεν το είπα εγώ ότι θα βρέξει; Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω, διότι η βροχή όσο πάει τόσο και δυναμώνει.
Ο άγιος Διονύσιος ο οποίος ήταν πράγματι άνθρωπος του Θεού του είπε:
– Ας προχωρήσουμε και δεν θα πάθουμε τίποτε.
Όσο, λοιπόν, προχωρούσαν τόσο περισσότερο η βροχή δυνάμωνε, αλλ’ ω των θαυμασίων, Κύριε, αν και ήταν τόσο πολλή η βροχή, ούτε του Αρχιερέα, ούτε του Διάκου τα ρούχα βρέχονταν.
Κάποια στιγμή, όμως, έφτασαν σε έναν
ποταμό τον οποίον έπρεπε να περάσουν, για να φτάσουν στον προορισμό
τους. Και βλέποντάς τον πλημμυρισμένο είπε ο Διάκος στον άγιο:
– Τώρα, Δέσποτά μου, πώς θα περάσουμε απέναντι;
Τότε ο άγιος του λέει με θάρρος:
– Ακολούθησε με στο όνομα του Ιησού Χριστού και μην διστάζεις καθόλου!
Και μόλις έφτασα στα όρια του νερού, διαχωρίστηκαν αμέσως τα ύδατα, και στάθηκε το ρεύμα του ποταμού και από την μια πλευρά και από την άλλη ακίνητο και υψωμένο, και έτσι διάβηκαν τον ποταμό χωρίς να βραχούν καθόλου!
Βλέποντας, τότε, ο Δεσπότης τον Διάκο έκπληκτο από αυτά που έζησε, του έβαλε επιτίμιο να μην φανερώσει σε κανέναν, ζώντος του αγίου, τα όσα είδε.
Γι’ αυτό όταν κοιμήθηκε ο άγιος, ο Διάκονος φανέρωσε προς δόξαν Θεού τα υπερφυσικά αυτά θαύματα.
Από τον Μεγάλο Συναξαριστή της Εκκλησίας, τόμος 12ος, Δεκέμβριος.