Δρ. Χαραλάμπους Μπούσια, Μέγα Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας
Ο Θεός μας είναι «ο πλούσιος εν ελέει» ( Εφεσ. β΄ 4), «πλούσιος εν οικτιρμοίς», οικτίρμων και ελεήμων ο μακρόθυμος και πολυέλεος», ο ευιλατεύων πάσας τας ανομίας μας, ο ιώμενος πάσας τα νόσους μας, ο λυτρούμενον εκ φθοράς την ζωήν μας, τον στεφανούντα μας εν ελέει και οικτιρμοίς σύμφωνα με τον προφητάνακτα Δαβίδ (Ψαλμ. 102, 3-4).
Ο Λόγος Του, ο Κύριός μας Ιησούς διήλθε την επίγεια ζωή του «ευεργετών και ιώμενος» (Πραξ. Ι΄ 38) και είναι ο μόνος «χρηστός και πολυέλεος» (Ψαλμ. 85, 5), ο πανοικτίρμων και πολυεύσπλαγχνος, του οποίου «κατακαυχάται έλεος κρίσεως» (Ιακ. β΄ 13), δηλαδή το έλεός του υπερικά την δίκαιη κρίση Του. Είναι αυτός που «ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί» ( Ψαλμ. 102, 9), αφού για αυτούς που τον σέβονται, μας λέει και ο ιερός Ψαμωδός, «κατά το ύψος του ουρανού από της γης εκραταίωσε Κύριος το έλεος Αυτού επί τους φοβουμένους Αυτόν» (Ψαλμ. 102, 11).Πλούσιος ο Κύριός μας σε έλεος, σε οικτιρμούς, σε μακροθυμία, σε ιάματα. Πλούσιος Εκείνος, φτωχοί εμείς, που επιζητούμε μόνο τα πλούτη του κόσμου τούτου, τα φθαρτά, που εξαφανίζονται στο παραμικρό φύσημα του αέρα των βιοτικών προβλημάτων, των ασθενειών, των λανθασμένων κινήσεών μας και αυτό για να μας δείξουν ότι «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν».
Οι άνθρωποι συνήθως διψούν για πλούτη. Γι’ αυτό και τα κυνηγούν με ασταμάτητη ορμή. Πολλά χρήματα, μεγάλη περιουσία, άφθονα μέσα, διασκεδάσεις, ταξίδια, ζωή τρυφηλή, να ο σκοπός της ζωής για πολλούς ανθρώπους. Τα υλικά, όμως, πλούτη, αυτά που γυαλίζουν στα μάτια των ανθρώπων, που εξάπτουν την φαντασία τους και προκαλούν τις επιθυμίας της σάρκας, είναι περιορισμένης αξίας. Δεν ικανοποιούν αληθινά και ουσιαστικά τον άνθρωπο. Μάλλον δημιουργούν προβλήματα, δημιουργούν ανησυχίες, αγωνίες και πολλές φορές καταστροφές. Άλλα είναι τα πλούτη που πλουτίζουν πραγματικά τους ανθρώπους, και ικανοποιούν απόλυτα τον πόθο της ψυχής τους για πλουτισμό. Γι’ αυτά τα πλούτη μας μιλάει ο απόστολος Παύλος λέγοντάς μας ότι, «Ο Θεός πλούσιος ων εν ελέει, διά την πολλήν αγάπην αυτού ην ηγάπησεν ημάς, και όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ· χάριτί εστε σεσωσμένοι» (Εφεσ. δ΄ 4-6». Με τα λόγια αυτά μας εισάγει στο ανάκτορο του Θεού και μας παρουσιάζει τα πλούτη της αγάπης του. Πλούτη των ανθρώπων είναι ότι κατόρθωσαν να αποκτήσουν για τον εαυτό τους, για να εξασφαλίσουν την καλοπέρασή τους. Αλλά με την καλοπέραση δεν αποκτούμε τα πλούτη του ουρανού. Τα γήινα είναι φθαρτά, του ουράνια είναι αιώνια.
Τα πλούτη της αγάπης του Θεού μας είναι ότι έκανε για εμάς, για την σωτηρία μας, για την ανύψωσή μας. Είναι τα έργα της αγάπης Του για εμάς. Μας πήρε νεκρούς από την πτώση της αμαρτίας και μας ζωοποίησε με τα χαρίσματα του Πνεύματός Του, που μας έδωσε μέσω του Υιού Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και δεν αρκέσθηκε μόνο σε αυτά. Μας έδωσε και την δύναμη του Χριστού, για να ζήσουμε μια αναστημένη, πνευματική ζωή. Και ακόμη μας ύψωσε στους ουρανούς ενώνοντάς μας με Αυτόν μέσω της μυστηριακής ζωής, αφού μας αξιώνει να γινόμαστε χριστοφόροι κάθε φορά που προσερχόμαστε και μεταλαμβάνουμε των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων.
Όταν βλέπουμε τα πλούτη των ανθρώπων μας καταλαμβάνει η επιθυμία να τα αποκτήσουμε και εμείς. Πόσο κακή επιθυμία που, δυστυχώς, την καταλαβαίνουμε μόνο στα τέλη της ζωής μας, όταν δεν μπορούμε τίποτα από αυτά να πάρουμε μαζί μας στον άλλο κόσμο. Ο απόστολος Παύλος μας εδειξε τα πλούτη του Θεού. Αυτά να ζηλέψουμε και να ζητήσουμε να τα κάνουμε δικά μας. «Ζηλούτε τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31) μας λέει. Δηλαδή, να ζητήσουμε από τον Κύριο να αναστήσει και εμάς από τον θάνατο της αμαρτίας και της ιδιοτέλειας, των προσωπικών συμφερόντων και νας μας ζωοποιήσει με την απάθεια και την ελεημοσύνη, με τον πλουτισμό των άλλων, για τον οποίο ο ισάγγελος Γέροντας Γαβριήλ, ο οποίος ξεχνούσε το «εγώ» και του άρεσε συνεχώς να δίνει διδάσκοντάς μας έλεγε: «Όποιος παίρνει γεμίζει τα χέρια του, όποιος δίνει γεμίζει την καρδιά του».
Πλούσιος ο Θεός μας σε έλεος, πλούσιος και ο Γέροντας Γαβριήλ σε έργα ελεημοσύνης. Τίποτα δεν κρατούσε για τον εαυτό του. «Εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα» (Ψαλμ. 111, 9). Ο Γέροντας Γαβριήλ, ο Γέροντας της αλληλεγγύης, απεχθανόταν την συσσώρευση πλούτου, την διακαή επιθυμία προς πλουτισμό και την αδιαφορία για τον οποιοδήποτε συνάνθρωπό μας. Η αδιαφορία η το λιγότερο η αμέλειά μας για τους πλησίον, έλεγε ο Γέροντας σε βραδυνή σύναξη πνευματικών του παιδιών, είναι αδιαφορία σωτηρίας. Μας υπενθύμιζε την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου λέγοντάς μας ότι ο πλούσιος καταδικάσθηκε, γιατί δεν πρόσφερε το παραμικρό στον πεινασμένο και ασθενή Λάζαρο. Δεν καταδικάσθηκε απλά και μόνο επειδή ήταν πλούσιος. Καταδικάσθηκε γιατί δεν διαχειρίσθηκε σωστά τον πλούτο που του είχε δώσει ο Κύριος, για να τον δοκιμάσει, αν ήταν σκληρόκαρδος, η μεγαλόκαρδος. Δυστυχώς για εκείνον ίσχυσε η φράση «εζυγίσθη, εμετρήθη και ευρέθη ελλιπής». Ο Θεός και ο πλησίον δεν υπήρχαν για τον πλούσιο της παραβολής. Από την άλλη ο Λάζαρος δεν σώθηκε γιατί ήταν φτωχός και ασθενής. Σώθηκε επειδή δεν παραπονέθηκε, δεν γόγγυσε ούτε στιγμή κατά του Θεού, αλλά και κατά του πλουσίου, κατ’ απομίμηση του αγογγύστου στους πειρασμούς, στις θλίψεις και στις ασθένειες Ιώβ, ο οποίος πάντοτε και για όλα δόξαζε το Θεό λέγοντας: «Ως έδοξε τω Κυρίω ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ α΄ 21).
Η προσφορά μας στον πλησίον, έλεγε ο φιλάγαθος Γέροντας, με προθυμία και αγάπη δεν περιορίζεται μόνο σε υλικά αγαθά. Και η προσφορά προσωπικού έργου η και λόγων παρηγοριάς λογίζεται από τον Θεό ως υλική προσφορά, αφού αποτελεί εκχύλισμα αγαπητικής καρδιάς. Η αγάπη δεν είναι κάτι που πωλείται η αγοράζεται. Παρέχεται δωρεάν και η έλλειψη παροχής της αγάπης στις ημέρες μας επέσυρε την οργή του Θεού, που μας παιδαγωγεί με την πτώχευση των υλικών αγαθών. Αν η καρδιά μας είναι γεμάτη αγάπη και μας πεί κάποιος να τον μεταφέρουμε σε μια απόσταση ενός μιλίου εμείς πρόθυμα να τον μεταφέρουμε δυό μίλια δείχνοντάς του το εκχύλισμα της χριστιανικής μας καρδιάς που βλέπει στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας τον ίδιο το Θεάνθρωπο Ιησού μας, Αυτόν που μακαρίζει υπέρ πάντας τους ελεήμονες λέγοντας: «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε ́ 7). Εμείς, δυστυχώς, που γνωρίζουμε τις θείες εντολές, δεν δίνουμε απλόχερα, αλλά πιέζουμε τον εαυτό μας, για να κάνουμε κάποιο καλό. Και αν το κάνουμε δεν δίνουμε από το υστέρημά μας, αλλά από το περίσσευμα και νομίζουμε ότι είμαστε ευάρεστοι στον Θεό και περιμένουμε το εξ ύψους αντιμίσθιο.
Η σκληροκαρδία, η κρύα αγάπη μας προς τους εμπερίστατους αδελφούς μας και το σφίξιμο που δείχνουμε στο δόσιμο είναι αποτέλεσμα της ολιγοπιστίας μας, του εγωκεντρισμού μας και της εφάμαρτης ζωής μας. Η φιλανθρωπία είναι το άνοιγμα της καρδιάς και των χεριών μας στον πόνο και στην δυστυχία των συνανθρώπων μας. Είναι το μύρο της ψυχής, που κυλάει στο διάβα μας και ευωδιάζει ο τόπος απ’ όπου διαβεί. Είναι μια γλυκειά μελωδία, που σκορπάνε γύρω οι καρδιές των εκλεκτών οδοιπόρων της ζωής.
Οι πτωχοί και δυστυχείς δεν έλειψαν ποτέ από τον κόσμο, ούτε και θα λείψουν. Επομένως δεν θα σταματήσει ποτέ το χρέος των ανθρώπων να αγαπούν, να ελεούν, να βοηθούν εκείνους που πονούν και υποφέρουν. Μόνον, που αυτό δεν πρέπει να γίνεται ούτε από ανάγκη, ούτε από επίδειξη, ούτε από συνήθεια. Οι φιλανθρωπίες που κάνουν οι σημερινοί άνθρωποι είναι ένα χρέος κοινωνικό. Αυτοί οι φιλάνθρωποι απέχουν από την μίμηση του φιλανθρώπου Χριστού μας. Η φιλανθρωπία δεν διατάσσεται, ούτε γίνεται μέσον κενοδοξίας. Μένει για πάντα μύρο ψυχής, που ευωδιάζει ανωτερότητα, ανθρωπισμό, καλωσύνη και ήθος, όπως το μύρο της ψυχής του ελεήμονος Γέροντος Γαβριήλ.