Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς:
Κατά την ημέραν των Χριστουγέννων ο Λόγος σαρξ εγένετο ( Ιωάν. 1, 14). Αυτή είναι η πρώτη και η μεγαλυτέρα χαρμόσυνος αγγελία, το πιο μεγάλο «ευαγγέλιον», που ήτο δυνατόν να δώση ο Θεός εις τον άνθρωπον και ο ουρανός εις την γην. Εάν θέλετε, ολόκληρον το Ευαγγέλιον του ουρανού και της γης αποτελείται από τέσσαρες λέξεις: «ο Λόγος σαρξ εγένετο». Έξω από αυτό και χωρίς αυτό, άλλος ευαγγελισμός δεν υπάρχει διά τον άνθρωπον, ούτε εις αυτόν ούτε εις τον άλλον κόσμον.
Εδώ ευρίσκεται κάθε τι, το οποίον είναι αιωνίως αναγκαίον διά την ανθρωπίνην ύπαρξιν εις όλους τους κόσμους. Μοναδικόν χαρμόσυνον μήνυμα διά την ύλην εις όλας τας μορφάς της. Από την πλέον σκληράν και πυκνήν ύλην του αδάμαντος, μέχρι την πλέον λεπτήν και αφανή του ηλεκτρονίου και φωτονίου. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο». Αυτό σημαίνει ότι ο Λόγος έγινε Θεοσάρξ, ούτως ώστε ούτε ο Θεός παύει να είναι Θεός, ούτε η σαρξ να είναι σαρξ. Μόνον που η σαρξ εν τη μυστική αλλά πραγματική ενώσει της με τον Θεόν ζη και ακτινοβολεί όλας τας τελειότητας του Θεού. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο» σημαίνει: ο Λόγος έγινε ψυχή, Θεο-ψυχή, αλλά παρά ταύτα ο Θεός παραμένει Θεός και η ψυχή ψυχή. Μόνον που η ψυχή περιπατεί εις τους δρόμους των αιωνίων και χαροποιών μυστηρίων του Θεού εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους.
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο», σημαίνει και τούτο: ο Λόγος έγινεν αίσθησις, Θεο-αίσθησις. Εν τούτοις, ο Θεός δεν παύει να είναι Θεός, αν και έγινεν ανθρωπίνη αίσθησις, ενώ πάλιν η αίσθησις παραμένει ανθρωπίνη αίσθησις. Με την διαφοράν ότι η αίσθησις ζη όλον το θείον άπειρον ως ιδικόν της.
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο», σημαίνει ακόμη και τούτο: ο Λόγος έγινε κτίσμα, Θεο-κτίσμα, «ο ων γίνεται, ο άκτιστος κτίζεται, ο αχώρητος χωρείται» (αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45, 9. ΡG 36, 633-6). Με αυτό η φύσις του Θεού δεν χάνει τα θεία της ιδιώματα, όπως και η φύσις του κτίσματος δεν χάνει τα κτιστά της ιδιώματα. Μόνον που το κτίσμα περνά διά μέσου θαυμαστών μεταμορφώσεων, αι οποίαι το οδηγούν από δόξης εις δόξαν.
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο», τέλος, σημαίνει: ο Λόγος έγινεν άνθρωπος, πλήρης άνθρωπος, Θεάνθρωπος. Εν τούτοις, ο Θεός παραμένει εις τα όριά Του και ο άνθρωπος εις τα ιδικά του, αν και είναι ηνωμένοι στενώτατα, αδιαιρέτως και αχωρίστως. Μόνον πως ο άνθρωπος οικειοποιείται όλας τας απορρήτους τελειότητας του Θεού και αποκτά την θείαν αιωνιότητα και την θείαν δόξαν, γίνεται «ομόθεος», κατά την έκφρασιν των Αγίων Πατέρων. Ο Θεός Λόγος έγινεν άνθρωπος διά να επαναφέρη τον άνθρωπον προς το αρχέτυπόν του, προς τον Δημιουργόν του, διότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη εις την αρχήν διά του Θεού Λόγου έχων τον χαρακτήρα του Θείου Λόγου (Γεν. 1, 26-27. Ιωάν. 1, 9. Κολ. 3, 10).
Ο Θεός Λόγος έγινε σαρξ διά να επαναφέρη την σάρκα εις την πρωταρχικήν της logosnost, διότι παν ο γέγονεν διά του Θεού Λόγου γέγονεν (Ιωάν. 1, 3. Κολ. 1, 16). Επειδή ο Θεός Λόγος είναι ο δημιουργός όλης της κτίσεως, Αυτός είναι και το θεμέλιον ολοκλήρου του κοσμικού οικοδομήματος (πρβλ. αγ. Μαξίμου, ΡG 91, 668 και 1308-9).
Η αμαρτία και το κακόν αποτελούν την τραγικήν και παράλογον απόπειραν του ανθρώπου να απομακρύνη τον Θεόν Λόγον εκ των θεμελίων του σύμπαντος. Ο Θεός Λόγος εσαρκώθη διά να επαναφέρη την κτίσιν προς τον Δημιουργόν, διότι Αυτός είναι το πρώτον θεμέλιόν της και η βάσις της. Διά τούτο δικαίως ευαγγελίζεται ο θείος Απόστολος Παύλος ότι ο Θεάνθρωπος Χριστός αποτελεί το μοναδικόν αρραγές και αιώνιον θεμέλιον και ότι «θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον» (Α΄ Κορ. 3, 11).
Όποιος θεμελιώνει και οικοδομεί επ’ αυτής της αρραγούς και ασαλεύτου Πέτρας του σύμπαντος είναι «ανήρ φρόνιμος», η προσωπικότης του έχει λογοποιηθή, έχει δηλαδή ενωθή με όλα τα αιώνια ιδιώματα του Θεού Λόγου, διά τούτο και παραμένει ακλόνητος εις όλας τας θυέλλας και τας καταιγίδας των ανθρωπίνων σεισμών και του χάους (πρβλ. Ματθ. 5, 24 – 25. Ρωμ. 8, 35 – 39). Με την ενανθρώπησίν Του ο Θεός Λόγος έδειξεν ότι ο Θείος Λόγος είναι η ουσία της φύσεώς μας, το θεμέλιον του ανθρωπίνου είναι μας, η βάσις της ανθρωπίνης μας ζωής και υπάρξεως.
Η καταγωγή μας είναι από τον Θεόν, διά τούτο και το είναι μας και η ζωή μας και η ύπαρξίς μας εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από τον Θεόν (πρβλ. Πραξ. 17, 28. Κολ. 3, 1-4). Πράγματι, κατά το αρχέτυπόν της και κατά την εσωτάτην ουσίαν της, όλη η κτίσις είναι από τον Λόγον και διά τον Λόγον (Κολ. 1, 16-17). Εις Αυτόν, δι’ Αυτού και εν Αυτώ τα πάντα επαναφέρονται εις την έλλογον (logosni) καταγωγήν και ύπαρξίν των⋅ εις την αρχέγονον αγιότητα και το κάλλος και την δύναμίν των⋅ εις εκείνο το «γενηθήτω» και «εγένετο»⋅ εις τον ιδικόν των παράδεισον. Διότι εις τον Λόγον ευρίσκεται ο παράδεισος, ενώ εκτός της λογικότητος, η κόλασις. […] Δι’ όλα αυτά η ημέρα της Γεννήσεως του Θεού Λόγου εν σαρκί – τα Χριστούγεννα – είναι εορτή θαυμαστή και διά το μεγαλείον της και διά το μυστήριόν της και διά το νόημά της.
Εορτάζοντες τα Χριστούγεννα, ουσιαστικώς ομολογούμεν και δοξάζομεν το μοναδικόν αληθινόν νόημα και τον λόγον της ανθρωπίνης υπάρξεως, του ανθρωπίνου πνεύματος, της ανθρωπίνης σκέψεως, της ανθρωπίνης αισθήσεως, της ανθρωπίνης ζωής. Διότι κατά την ημέραν της του Κυρίου Γεννήσεως «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως», του θείου νοήματος, και επλήρωσεν όλον τον κόσμον μέχρι των περάτων του, και απεκάλυψεν εις ημάς το αιώνιον νόημα και τον λόγον αυτού του κόσμου και του εν τω κόσμω ανθρώπου.
Εις την Γέννησιν του Χριστού μας εδόθη η αποκάλυψις και το νόημα τόσον του μυστηρίου του ανθρώπου, όσον και του μυστηρίου του ουρανού και της γης. Διά τούτο μας είναι αγαπητός ο άνθρωπος: διότι ανήκει εις τον Θεόν Λόγον και, εξ αιτίας αυτού, είναι λογικός⋅ Αλλά μας είναι αγαπητή και η ψυχή του ανθρώπου, διότι ανήκει και αυτή εις τον Λόγον και, δι’ αυτό, είναι λογική⋅ και η σκέψις του ανθρώπου μας είναι αγαπητή, διότι ανήκει εις τον Λόγον και, δι’ αυτό είναι, λογική και η αίσθησις του ανθρώπου επίσης, διότι ανήκει εις τον Λόγον και, δι’ αυτό είναι και αυτή λογική⋅ κατά τον ίδιον τρόπον και η ζωή του ανθρώπου, διότι είναι του Λόγου, και δι’ αυτό λογική⋅ μας είναι αγαπητός και ο κόσμος ακόμη, διότι είναι του Θεού Λόγου, και δι’ αυτό και αυτός λογικός⋅ καθώς και ο ουρανός, διότι και αυτός είναι του Λόγου, και διά τούτο, λογικός.
Με την γέννησιν του Θεού εν σώματι, εγεννήθη εις αυτόν τον κόσμον όλος ο Θεός, όλη η Αλήθεια του Θεού, όλη η Δικαιοσύνη του Θεού, όλη η Αγάπη του Θεού, όλη η Αγαθότης του Θεού, όλον το Έλεος του Θεού. Διά τούτο όλοι οι πεινώντες και διψώντες τον Θεόν και την Δικαιοσύνην Αυτού, μέσα εις την πνευματικήν έξαρσιν και την άπειρον χαράν των, χαιρετίζουν όλα τα όντα και όλην την κτίσιν με τον χριστουγεννιάτικον χαιρετισμόν: Χριστός εγεννήθη! ενώ από τα χριστονοσταλγικά βάθη των όντων και της κτίσεως αντηχεί συγκινητική η απάντησις: Αληθώς εγεννήθη!
Από το βιβλίο «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»,
εκδ. «Αστήρ»