Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος για τις αγρυπνίες στον άγ. Ελισσαίο και για τον άγ. Νικόλαο Πλανά



Γράφει ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος για τις αγρυπνίες στον Άγιο Ελισσαίο και για τον άγιο Νικόλαο τον παπα ‐ Πλανά:
«Κατά το έτος 1905 ‐ 1907 υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού, εφοίτων εις την Βυζαντινήν Μουσικήν Σχολήν «Ιωάννης ο Δαμασκηνος… Ο συμπατριώτης μου Ιωάννης Αλεξάκης… ημέράν τινα λέγει μοι: «Να έλθης εις τον μικρόν ναόν του Προφήτου Ελισσαίου, εις τον οποίον γίνονται κατανυκτικαί αγρυπνίαι και ψάλλουν βυζαντινά οι Παπαδιαμάντης, Μωραιτίδης, Τσώκλης και άλλοι. Θα ωφεληθής και θα μάθης πολλά αναγκαία, χρήσιμα και ωφέλιμα διά την ιεράν υμνωδίαν.»
Μετέβην εις μίαν αγρυπνίαν και τόσον πολύ ηυχαριστήθην και κατενύγην, ώστε συχνάκις καθ ̓ όλην την εβδομάδα είχον εις τον νούν μου, πότε θα έλθη η ευλογημένη ώρα να υπάγω εις την αγρυπνίαν∙ και ότε ήρχετο η ώρα, έτρεχον με χαράν, ώσπερ τρέχει η έλαφος επί τας πηγάς, διά να πίω εκ του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον και ποτίσω, δροσίσω και ευφράνω την διψώσαν μου ψυχήν. Και πράγματι ησθανόμην δρόσον, ευφροσύνην και αγαλλίασιν πνευματικήν και μοί εφαινοντο εις τον λάρυγγά μου γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον τα λόγια του Θεού, οι ύμνοι, αι δοξολογίαι, τα στιχηρά, τα ιδιόμελα, οι κανόνες, τα κατανυκτικά τροπάρια, τα οποία έψαλλον οι αείμνηστοι καθηγηταί εξάδελφοι Αλέξανδροι Παπαδιαμάντης και Μωραιτίδης, όχι με φωνάς θυμελικάς και βοάς ατάκτους και αναρμόστους, αλλά, ως λέγει ο Δαβίδ, με σύνεσιν, με συναίσθησιν, με φόβον και τρόμον: «ψάλατε συνετώς, ψάλατε τω Κυρίω εν φόβω και τρόμω».

Όταν έψαλλον οι δύο Αλέξανδροι Παπαδιαμάντης και Μωραιτίδης, ο εις δεξιά και ο άλλος αριστερά, έψαλλον με τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας, που ενόμιζες ότι προσηύχοντο, ότι ίσταντο ενώπιον του αοράτως παρισταμένου και πανταχού παρόντος Παντοδυνάμου και Παντοκράτορος Θεού και χωρίς να θέλη τις ηλαύνετο ο νούς του ώσπερ υπό μαγνήτου, επρόσεχε, ησθάνετο τα δρώμενα και ενόμιζεν ότι ευρίσκετο εις τον Ουρανόν, ως ψάλλει ο ιερός υμνωδός…

Εις τας αγρυπνίας εγνώρισα και δύο ιερείς τον παπα Αντώνιον, εφημέριον του ιερού ναού Αγίου Νικολάου Πευκακίων, και τον παπα ‐ Νικόλαον Πλανά, εφημέριον του ιερού ναού Αγ. Ιωάννου Κυνηγού∙ και οι δύο ακούραστοι,πρόθυμοι εις τας αγρυπνίας, καλόκαρδοι. Εξαιρέτως δε ο περί ου ο λόγος παπα‐ Νικόλας Πλανάς ήτο απλούς, άκακος, πράος, ακέραιος, απόνηρος, αόργητος, αμνησίκακος, πάντοτε ιλαρός, χαροποιός, γελαστός.

Εις τον παπα‐ Νικόλαον, επειδή ήτο ταπεινός, επέβλεψεν επ ̓ αυτόν ο Κύριος, ως λέγει ο σοφός παροιμιαστής: «επί τίνα επιβλέψω, λέγει Κύριος, ειμή επί τον πράον και ταπεινόν τη καρδία και τρέμοντα τους λόγους∙» και πάλιν: « εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου»∙ και ο Κύριος ημών Ι. Χριστός εν Ευαγγελίοις μακαρίζει αυτούς: «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην».
«Μέχρι σήμερον που έχουν παρέλθη 45 έτη, οσάκις αναπολήσω εις την μνήμην μου τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραιτίδην και τας κατανυκτικάς εκείνας αγρυπνίας και ιεράς μυσταγωγίας, τας οποίας ετέλουν οι αείμνηστοι π. Αντώνιος και ο απλούς και ακέραιος και ταπεινός τη καρδία παπα- Νικόλαος ο Πλανάς, μοί φαίνεται ωσάν να ακούω την ιεράν εκείνην υμνωδίαν, η οποία ωμοίαζε ωσάν υμνωδία αγγελική και προσευχή κατανυκτική. Δεν θα λησμονήσω την ευλάβειαν και προσοχήν με την οποίαν έψαλλον οι αείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραιτίδης και Παπαδιαμάντης, με την σιγανήν και ταπεινήν φωνήν των. Εφαίνοντο όχι ότι έψαλλον, αλλ’ ότι προσηύχοντο και συνωμίλουν με τον Θεόν.

Ο δε Παπαδιαμάντης, όταν έψαλλε τα τροπάρια της Δευτέρας Παρουσίας: «Όταν μέλλεις έρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποιήσαι, Κριτά δικαιότατε… Όταν τίθωνται θρόνοι και ανοίγωνται βίβλοι, και Θεός εις κρίσιν καθέζηται… Εννοώ την ημέραν εκείνην και την ώραν, όταν μέλλομεν πάντες, γυμνοί και ως κατάκριτοι τω αδεκάστω Κριτή παρίστασθαι…» τα έψαλλε με τοιαύτην συναίσθησιν και φόβον, ώστε εφαίνετο ωσάν να ίστατο έμπροσθεν του φοβερού Κριτηρίου. Όταν δε έψαλλε τα του Παραδείσου τροπάρια, εφαίνετο ωσάν να εξίστατο και ηρπάζετο ως εις Παράδεισον. Ωσαύτως, όταν έψαλλε τα Αναστάσιμα τροπάρια και κανόνας, εφαίνετο ως χαίρων και αλλόμενος, καθώς ο Θεοπάτωρ Δαυΐδ «προ της σκιώδου Κιβωτού ήλατο σκιρτών».

«Επειδή δε έψαλλον (ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραιτίδης) μετά συνέσεως και ευλαβείας, δεν επέτρεπον εις ψάλτας που ήρχοντο διά να ψάλωσι εις τας αγρυπνίας, εάν και εκείνοι δεν έψαλλον συνετώς και μετεχειρίζοντο όχι τας φυσικάς των φωνάς, αλλά θυμελικάς, προσποιητάς και ατάκτους φωνάς. Ο δε Παπαδιαμάντης, όστις ήτο και ευέξαπτος, τους εδίωκε. – Φύγετε, τους έλεγε, εδώ είναι τόπος προσευχής. Πηγαίνετε να τραγουδήσετε εις τα θέατρα. Πολλάκις και εμέ όστις ήμην βοηθός του και μαθητής, όταν έκανα καμμίαν παραφωνίαν η παρατονίαν, με εδίωκεν. – Φύγε, μοί έλεγε, παύσε, κλείσε το στόμα σου, απρόσεκτε. Εγώ παρεμέριζα, αλλά γρήγορα του περνούσε ο θυμός και πάλιν με εκάλει. – Κώστα, έλα να ψάλης. Εγώ επειδή είχον ζήλον να μάθω, αμέσως έτρεχον και έψαλλον.

Ήτο δε τόσο ταπεινός, ώστε πολλάκις μετά το τέλος της αγρυπνίας έμπροσθεν πολλών μοί εζήτει συγχώρησιν. – Κώστα, μοί έλεγεν (τούτο ήτο το κοσμικόν μου όνομα), να με συγχωρέσης, διότι σε ελύπησα. Και εγώ τω έλεγον: – Εγώ πταίω, διδάσκαλε, διότι είμαι απρόσεκτος. Σε ευχαριστώ δε, διότι με τας παρατηρήσεις που μου κάμνεις γίνομαι προσεκτικώτερος και με τας επιπλήξεις με διδάσκεις την υπομονήν της οποίας έχω ανάγκην.

Ομολογώ, ότι από την τάξιν εκείνην η οποία παρετηρείτο εις το εκκλησάκι εκείνο του προφήτου Ελισσαίου έλαβον μεγάλην ωφέλειαν».

«Αναμνήσεις μου από τον Παπαδιαμάντη και Μωραιτίδην», περ. Κιβωτός, τ. Β΄, Φεβρουάριος 1953, σ. 45-46 

ΠΗΓΗ