Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Ο Άγιος Νικόλαος σώζει τους θανατοποινίτες


Κάποτε στην Μικρά Ασία μια μεγάλη περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον Ελλήσποντο, την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία. 

Στη Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρεις σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων. 

Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στις αρπαγές, βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ότι εύρισκαν. 

Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: «Ποιοι είστε;» 

Εκείνοι, μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα απάντησαν ταπεινά. «Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός.» Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: «Αφού έλθετε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστατημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί έρχεστε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε;» Μόλις άκουσαν οι χιλίαρχοι φοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί Χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι είπαν προς τον Άγιο: «Ποιος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε;» Ο δε Άγιος απάντησε: 

«Εσείς είστε γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας αρπάζουν από την αγορά ό,τι θέλουν; Εσείς φταίτε.» Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο. 

Ο Άγιος Νικόλαος τότε φιλοξένησε τους τρεις στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας, συμβούλευσε και ευχήθηκε σ' αυτούς συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων. 

Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπουν στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα, ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίνε και να Τον παρακαλούν να προφτάσει και ελευθερώσει τρείς συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους. 

Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι, μόλις πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης την τελευταία στιγμή πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να αποκεφαλίσει τους μελλοθάνατους και αφού έλυσε τα δεσμά και δοξάζοντες τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο. 

Όταν το γεγονός διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δουν. Το ίδιο έπραξε και ο Ευστάθιος καβαλάρης στο άλογό του έτρεξε για να δει τι συνέβη. Μόλις τον είδε ο Άγιος Νικόλαος του ανέφερε για τη δωροδοκία και την άδικη κρίση που επέβαλε σ' αυτούς τους αθώους. Ο Ευστάθιος τότε ομολόγησε ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους. 

Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Μόλις άκουσε αυτά ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ και αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας Του συγχώρεση. Ό Άγιος Νικόλαος τον συγχώρησε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους. 

πηγή