Ο δίκαιος και ευλογημένος Συμεών, η πυξίδα μας για επιστροφή στην θεάρεστη και διασώζουσα απλότητα, είναι ένας σύγχρονός μας αφανής άγιος, με την πρωτεύουσα σημασία της λέξεως, που σημαίνει τον πιστό αγωνιστή, τον άνθρωπο που έχει δώσει ολόκληρη την καρδιά του στον Κύριο.
Η υποδειγματική του πίστη «εν αφελότητι καρδίας» (Πραξ. β΄ 46) μας έγινε γνωστή, χωρίς να είναι η μοναδική. Οι περισσότεροι πρόσφυγες, πιστοί στην Ορθόδοξη παράδοση, με τον πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο και στην καρδιά, έζησαν ζωή μαρτυρική υπομένοντας τις κακουχίες και τις στερήσεις και πήραν στεφάνια δικαίων και μαρτύρων.
Ένας από αυτούς ήταν ο γερο-Συμεών, ο ευλαβής αχθοφόρος του Πειραιά, ο οποίος κουβαλούσε όχι μόνο τα φορτία των επιβατών στα καράβια, αλλά και το φορτίο του πόνου, της προσφυγιάς, του θανάτου της συζύγου του και των παιδιών του, της φτώχειας και της μοναξιάς. Ήταν, όμως, παλληκάρι. Τα σήκωνε όχι μόνος, αλλά με την δύναμη του Χριστού μας. Είχε ασφαλίσει καλά μεσ’ στην καρδιά του τα λόγια που με τόσο προσφυή τρόπο βάζει στο στόμα του Κυρίου Ιησού ο χρυσορρήμων Ιωάννης.
«Εγώ πατέρας για σένα και φίλος και αδελφός και αδελφή… Έγινα πένης διά σε, ακόμη και αλήτης· ανέβηκα για σένα στον σταυρό... Είμαι τα πάντα διά σε. Τι πλέον θέλεις;».
Αυτός ήταν ο μόνιμος σύντροφός του και με την δύναμή Του πορευόταν τον γήινο Γολγοθά του. Ο γερο-Συμεών είχε έρθει το 1922 από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, που εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, σε μια παραγκούλα, και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα επιβατών στο λιμάνι του Πειραιά. Ήταν γέννημα της πολύπαθης και αλησμόνητης, της αιματοβαμμένης Μικράς Ασίας μας, της γης των ηρώων και μαρτύρων, των Εκκλησιών της Αποκαλύψεως, των Αγίων και Διδασκάλων της Ορθοδοξίας μας. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας, αφού οι ευσεβείς γονείς του έφυγαν γρήγορα κατά την Μικρασιατική καταστροφή για τον ουρανό και τον άφησαν μόνο στα χέρια και στην πρόνοια του ουράνιου Πατέρας, του Χριστού μας. Είχε, όμως, την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη.
Όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μιά καλή κοπέλλα και ο Θεός τους χάρισε δύο παιδιά. Η οικογένεια του Συμεών έμενε στην Νίκαια, από την οποία κάθε πρωΐ πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά, για να βγάλει το ψωμάκι του. Είχε όμως την καλή συνήθεια κάθε πρωΐ να περνά από τόν Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, να μπαίνει μέσα, να στέκεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού και βγάζοντας το καπελάκι του να λέει:
-Καλημέρα, Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με, να βγάλω το ψωμάκι μου!
Το βράδυ που τελείωνε την δουλειά του περνούσε πάλι από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε:
-Καλησπέρα, Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ' ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα!
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 και η σύζυγος και τα παιδιά του αρρώστησαν από φυματίωση και κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Έγινε νέος Ιώβ, χάνοντας κάθε τι το αγαπημένο στην γη. Όμως, είχε γεννηθεί στον πόνο και άντεχε, γιατί δεν ένοιωθε μόνος. Είχε στήριγμα, παρηγοριά και συντροφιά ουράνια. Αν και ολομόναχος ο Συμεών συνέχισε αγόγγυστα την δουλειά του, αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον Άγιο Σπυρίδωνα, να καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας την βοήθειά Του και ευχαριστώντας Τον.
Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύθηκε περίπου για ένα μήνα. Μια ευσεβής προισταμένη τον ρώτησε κάποτε:
-Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δεί. Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο;
-Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωΐ και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί.
-Και τι σου λέει, παππού;
-Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή! Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή!
Η Προισταμένη παραξενεύθηκε και κάλεσε τον Πνευματικό του Νοσοκομείου να έρθει να δεί τον Συμεών νομίζοντας ότι αυτός έχασε τα λογικά του. Ο πνευματικός τον επισκέφθηκε και σε ερώτησή του πήρε την ίδια απάντηση.
Τις ίδιες ώρες πρωΐ και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στόνΝαό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός:
-Μήπως είναι φαντασία σου;
-Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
-Να, ήρθε και σήμερα;
-Και τι σου είπε;
- Μου είπε, Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ-πρωί.
Ο Πνευματικός έκτοτε κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ-πρωΐ πάλι πήγε να δεί τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση, ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά:
-Ήρθε ο Χριστός! Και κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου.
Το δωμάτιο του Νοσοκομείου αμέσω πλημμύρισε από άρρητη ευωδία και το πρόσωπο του κοιμηθέντος γερο-Συμεών άστραψε από ουράνια λάμψη. Ο Χριστός μας, που τον επισκεπτόταν μας είπε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε΄ 8) και τον πήρε μαζί Του, όπως πάλι μας είχε πεί: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε΄ 3).
Η καθαρότητα της καρδιάςτού παππού Συμεών ας μας παραδειγματίσει και η απλότητα του βίου του ας μας γίνει τρόπος ζωής, για να αξιωθούμε και εμείς της ουράνιας Βασιλείας Του, αυτής που ζούν εδώ στην γη τα μικρά παιδιά και οι αφελείς, οι ταπεινοί στην καρδιά.
Ένας από αυτούς ήταν ο γερο-Συμεών, ο ευλαβής αχθοφόρος του Πειραιά, ο οποίος κουβαλούσε όχι μόνο τα φορτία των επιβατών στα καράβια, αλλά και το φορτίο του πόνου, της προσφυγιάς, του θανάτου της συζύγου του και των παιδιών του, της φτώχειας και της μοναξιάς. Ήταν, όμως, παλληκάρι. Τα σήκωνε όχι μόνος, αλλά με την δύναμη του Χριστού μας. Είχε ασφαλίσει καλά μεσ’ στην καρδιά του τα λόγια που με τόσο προσφυή τρόπο βάζει στο στόμα του Κυρίου Ιησού ο χρυσορρήμων Ιωάννης.
«Εγώ πατέρας για σένα και φίλος και αδελφός και αδελφή… Έγινα πένης διά σε, ακόμη και αλήτης· ανέβηκα για σένα στον σταυρό... Είμαι τα πάντα διά σε. Τι πλέον θέλεις;».
Αυτός ήταν ο μόνιμος σύντροφός του και με την δύναμή Του πορευόταν τον γήινο Γολγοθά του. Ο γερο-Συμεών είχε έρθει το 1922 από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, που εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, σε μια παραγκούλα, και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα επιβατών στο λιμάνι του Πειραιά. Ήταν γέννημα της πολύπαθης και αλησμόνητης, της αιματοβαμμένης Μικράς Ασίας μας, της γης των ηρώων και μαρτύρων, των Εκκλησιών της Αποκαλύψεως, των Αγίων και Διδασκάλων της Ορθοδοξίας μας. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας, αφού οι ευσεβείς γονείς του έφυγαν γρήγορα κατά την Μικρασιατική καταστροφή για τον ουρανό και τον άφησαν μόνο στα χέρια και στην πρόνοια του ουράνιου Πατέρας, του Χριστού μας. Είχε, όμως, την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη.
Όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μιά καλή κοπέλλα και ο Θεός τους χάρισε δύο παιδιά. Η οικογένεια του Συμεών έμενε στην Νίκαια, από την οποία κάθε πρωΐ πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά, για να βγάλει το ψωμάκι του. Είχε όμως την καλή συνήθεια κάθε πρωΐ να περνά από τόν Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, να μπαίνει μέσα, να στέκεται μπροστά στην εικόνα του Χριστού και βγάζοντας το καπελάκι του να λέει:
-Καλημέρα, Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με, να βγάλω το ψωμάκι μου!
Το βράδυ που τελείωνε την δουλειά του περνούσε πάλι από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε:
-Καλησπέρα, Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ' ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα!
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 και η σύζυγος και τα παιδιά του αρρώστησαν από φυματίωση και κοιμήθηκαν εν Κυρίω. Έγινε νέος Ιώβ, χάνοντας κάθε τι το αγαπημένο στην γη. Όμως, είχε γεννηθεί στον πόνο και άντεχε, γιατί δεν ένοιωθε μόνος. Είχε στήριγμα, παρηγοριά και συντροφιά ουράνια. Αν και ολομόναχος ο Συμεών συνέχισε αγόγγυστα την δουλειά του, αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον Άγιο Σπυρίδωνα, να καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας την βοήθειά Του και ευχαριστώντας Τον.
Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύθηκε περίπου για ένα μήνα. Μια ευσεβής προισταμένη τον ρώτησε κάποτε:
-Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δεί. Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο;
-Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωΐ και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί.
-Και τι σου λέει, παππού;
-Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή! Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή!
Η Προισταμένη παραξενεύθηκε και κάλεσε τον Πνευματικό του Νοσοκομείου να έρθει να δεί τον Συμεών νομίζοντας ότι αυτός έχασε τα λογικά του. Ο πνευματικός τον επισκέφθηκε και σε ερώτησή του πήρε την ίδια απάντηση.
Τις ίδιες ώρες πρωΐ και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στόνΝαό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός:
-Μήπως είναι φαντασία σου;
-Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι.
-Να, ήρθε και σήμερα;
-Και τι σου είπε;
- Μου είπε, Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ-πρωί.
Ο Πνευματικός έκτοτε κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ-πρωΐ πάλι πήγε να δεί τον Συμεών και να διαπιστώσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση, ότι θα πεθάνει. Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά:
-Ήρθε ο Χριστός! Και κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου.
Το δωμάτιο του Νοσοκομείου αμέσω πλημμύρισε από άρρητη ευωδία και το πρόσωπο του κοιμηθέντος γερο-Συμεών άστραψε από ουράνια λάμψη. Ο Χριστός μας, που τον επισκεπτόταν μας είπε: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε΄ 8) και τον πήρε μαζί Του, όπως πάλι μας είχε πεί: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε΄ 3).
Η καθαρότητα της καρδιάςτού παππού Συμεών ας μας παραδειγματίσει και η απλότητα του βίου του ας μας γίνει τρόπος ζωής, για να αξιωθούμε και εμείς της ουράνιας Βασιλείας Του, αυτής που ζούν εδώ στην γη τα μικρά παιδιά και οι αφελείς, οι ταπεινοί στην καρδιά.