Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος (μοναχός Γεράσιμος Δοχειαρίτης), Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών († 2012)
Όλοι γνωρίζουμε πως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν θεοφώτιστοι, πνευματοκίνητοι. Συχνά όμως το λησμονούμε και προσπαθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε προβλήματα θεολογικά και εκκλησιαστικά, δηλαδή προβλήματα ζωής και απώλειας πνευματικής, μόνο με τις δικές μας δυνάμεις. Αυτές οπωσδήποτε οφείλουμε να τις ενεργοποιούμε, αλλά δεν αρκούν για να φθάσουμε σε ορθό και δημιουργικό αποτέλεσμα, στην αλήθεια.
Εδώ ακριβώς οι μεγάλοι Πατέρες έγιναν για τους αιώνες όλους και για μας δάσκαλοι. Μας έδειξαν ότι για να δημιουργήσουμε κάτι αληθινό, για ν’ απαντήσουμε ορθά σ’ ένα ζήτημα της εποχής μας, πρέπει να δεχθούμε και να βιώσουμε ό,τι πριν από μας δημιούργησαν με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος οι θεολόγοι Πατέρες.
Αυτός είναι ο λόγος πού μελετάμε και αναλύουμε τους Πατέρες. Όντας πνευματοκίνητοι, ό,τι για την αλήθεια και την σωτηρία του ανθρώπου είπαν, και μας άφορα και πρέπει ν’ αποτελεί βάση και σημείο εκκινήσεως της δικής μας προσπάθειας.
Ποίοι είναι;
Πατέρες και Διδάσκαλοι είναι όσοι διακρίθηκαν για την αγιότητα, την οσιότητα, τη διαποίμανση και τη διδασκαλία των πιστών. Ενωρίς, η Εκκλησία ξεχώρισε λίγους από τους πολλούς αυτούς Πατέρες και τους ονόμασε Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίας λειτουργήματα σ’ ένα πρόσωπο, το όποιο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπους της. Τα λειτουργήματα αυτά είναι:
α) Του Ποιμένα λειτουργοί, πού αναγεννά και κατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, πού τους συνδέει με το Σωτήρα Χριστό δια του Αγίου Πνεύματος, πού κηρύττει το Ευαγγέλιο και τελεί τα Μυστήρια της Εκκλησίας (αν και υπάρχουν περιπτώσεις πού ελλείψει Ιερωσύνης δεν τελούν τα Μυστήρια, όπως ο Διάκονος Εφραίμ ο Σύρος).
β) Του Διδασκάλου – θεολόγου, πού έχει το ειδικό χάρισμα -και αρά το ειδικό προνόμιο και την ευθύνη- να διδάσκει και να ερμηνεύει στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, πού προπαντός έχει το χάρισμα ν’ αντιμετωπίζει αυτός κατεξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία.
Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, διακρινόμενοι στη συνείδηση της Εκκλησίας από τους αναρίθμητους πατέρες, χαρακτηρίζονται Θεόκριτου, θεόπνευστοι (αυτοί και τα έργα τους), φωστήρες εν κοσμώ, έγκριτοι πατέρες κλπ. Η εξαιρετική τιμή στους Πατέρες και Διδασκάλους δεν σημαίνει και ότι υποτιμούνται οι σπουδαίοι ποιμένες, όπως ο άγιος Σπυρίδων, και οι θεόπτες ασκητές, όπως ο Μέγας Αντώνιος. Αυτοί χαριτώθηκαν σε θαυμαστό βαθμό και είχαν πλούσιο έργο και θείες εμπειρίες, αλλά δεν τους δόθηκε το χάρισμα του λόγου, για να έχουμε θεολογία-διδασκαλία, με την οποία να τραφεί το πλήρωμα της Εκκλησίας και με την οποία να λυθούν μεγάλα προβλήματα πίστεως.
Τους Πατέρες και Διδασκάλους διακρίνουμε ακόμα από τους πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, πού έδρασαν στην Εκκλησία και συνέταξαν πολλά κείμενα, τα όποια όμως, παρά την χρησιμότητα τους, δεν αναδεικνύουν τους συγγραφείς τους σε Πατέρες και Διδασκάλους. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι προϋποθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πού συνοπτικά είναι τα εξής: α) αποδοχή, πλήρης βίωση και αυθεντική έκφραση της παράδοσης και του ήθους της Εκκλησίας, β) κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένης και ευρύτερης εμπειρίας της (αυτής πάντοτε) αλήθειας, πού έχει δηλωθεί στην Παράδοση (Γραφή και προγενέστερη από κάθε Πατέρα κυρωμένη Θεολογία), γ) αποφασιστική συμβολή -με την έκφραση της θείας εμπειρίας- στην υπέρβαση θεολογικής κρίσεως πού συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία και πού άφορα στην αλήθεια, και άρα στη σωτηρία. Όσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν έχουνε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τιμώνται και μελετώνται, αλλά δεν προβάλλονται στη ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει με τους λίγους Πατέρες και Διδασκάλους, μολονότι στοιχεία των δεύτερων βρίσκονται στους πρώτους, αλλ΄ όχι πάντοτε. Γενικά οι πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς κινούνται στα πλαίσια πού δημιούργησαν για πρώτη εκάστοτε φορά οι Πατέρες και Διδάσκαλοι ως μεγάλοι θεολόγοι με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Δυνατό βέβαια να κινούνται και αντιθετικά, δηλαδή να επιχειρούν ανατροπή, φαλκίδευση ή παραμερισμό της θεολογίας των Πατέρων και Διδασκάλων, οπότε έχουμε συγγραφείς κακόδοξους ή συγγραφείς (ανώνυμους) απόκρυφων έργων, τα οποία δεν εξέφραζαν το φρόνημα της Εκκλησίας και τα όποια στον Β’ και Γ’ αιώνα υπήρξαν πάμπολα.
Οι αφορμές πού οι πατέρες έγραψαν τα κείμενα τους, υπήρξαν οι εξής ανάγκες της Εκκλησίας και των μελών της: Το Κήρυγμα, το όποιο ασκώντας θεολογούσαν, ερμήνευσαν τον λόγο του Θεού και τις Γραφές γενικά για οικοδομή των πιστών. Η φανέρωση της αλήθειας και η αντίκρουση της κακοδοξίας. Ένεκα ποικίλων αμφισβητήσεων και κακοδοξιών οι Πατέρες θεολογούσαν για να φανερώνουν την όντως αλήθεια και να καταδείχνουν έτσι το ανέρειστο και το αντιπαραδοσιακό των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών. Η έκφραση θείων εμπειριών, τις όποιες βίωσαν κατεξοχήν όσοι αγωνίζονταν πνευματικά και όσοι χαριτώνονταν εξαιρετικά από το Θεό αυτοί κατέγραφαν τις θείες εμπειρίες τους, και έτσι έχουμε τα ασκητικά-νηπτικά (μυστικά) έργα. Η διατήρηση της μνήμης. Για να περισώσει τη μνήμη προσώπων και γεγονότων, η Εκκλησία μέσω συγγραφέων επωνύμων ή ανωνύμων, κατέγραφε αυτά και τα αφορώντα σ’ αυτά (Συναξαριστικά, ιστορικά, αγιολογικά έργα). Η λατρεία και η δοξολογία του Θεού.
Σπουδή και κατανόηση των Πατέρων
Για την σπουδή του προσώπου και του έργου των Πατέρων, ο ερευνητής χρησιμοποιεί κάθε είδους σύγχρονη επιστημονική μέθοδο, από την φιλολογική κριτική μέχρι την παλαιογραφία, και από την ιστορία μέχρι την αναλυτική φιλοσοφία και τον αποδομισμό (Destructuralismus). Τούτο δεν αρκεί όμως. Η ορθή κατανόηση κι ερμηνεία, ιδιαίτερα του Πατέρα και Διδασκάλου, απαιτεί την είσοδο στο πνευματικό του κλίμα. Η είσοδος επιτυγχάνεται με την μεταστοιχείωση του μελετητή, με την έστω μερική μετοχή στις εμπειρίες πού εκφράζει ο Πατέρας, αλλιώς η γνώση θα μείνει εξωτερική, σχολαστική, χωρίς αυθεντική προσέγγιση του πνεύματος του Πατέρα και με συνεχείς παρανοήσεις.
Χρονικά όρια των Πατέρων
Με ιστορικοφιλολογικά και μάλιστα σχολαστικά κριτήρια, οι Δυτικοί αλλά και οι Ορθόδοξοι Πατρολόγοι ερευνητές περιόρισαν την περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας για τη Δύση στο 604 (Γρηγόριος ο Μέγας) ή στο 636 (Ισίδωρος Σεβίλλης) και για την Ανατολή στο 749 (Ιωάννης Δαμασκηνός). Η θεώρηση αυτή μαρτυρεί άγνοια των παραγόντων και αναδεικνύουν κάποιο μέλος της Εκκλησίας σε Πατέρα και Διδάσκαλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι η παραδοσιακότητα, ο κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος και η με αυτά αντιμετώπιση-λύση μεγάλης θεολογικής κρίσεως στην Εκκλησία. Όσο λοιπόν η Εκκλησία θ’ αντιμετωπίζει βαθιές θεολογικές κρίσεις, πού θ’ αφορούν την αλήθεια και αρά τη σωτηρία των πιστών, το άγιο Πνεύμα θα φωτίζει, με διαφορετικές εκάστοτε συνθήκες, κάποιο ή κάποια μέλη της Εκκλησίας, για να εξηγούν, να διασαφηνίζουν, την παρεξηγημένη από κάποιους όψη της αλήθειας. Επομένως δεν μπορούμε να θέσουμε όριο στην εμφάνιση και δράση των Πατέρων, οι όποιοι πράγματι εμφανίστηκαν και μετά τις παραπάνω χρονικές περιόδους, όπως π.χ. στο πρόσωπο του Συμεών του Νέου Θεολόγου (ΙΑ’ αϊ.) ή του Γρηγορίου Παλαμά (ΙΔ’ αι.).
Η σύγχρονη έρευνα, η σχετική με τα πρόσωπα και τα κείμενα των Πατέρων γενικά της Εκκλησίας, είναι τεράστια, ένεκα της σημασίας και του ρόλου πού οι συγγραφείς αυτοί διαδραμάτισαν στην πορεία του δυτικού γενικά πολιτισμού και μάλιστα ένεκα του γεγονότος ότι τα ενδιαφέροντα τους καλύπτουν όλους τους τομείς της ζωής και του προβληματισμού του πνευματικού ανθρώπου. Όχι μόνο έδρες για τους Πατέρες υπάρχουν στις απανταχού θεολογικές Σχολές, αλλά και ειδικά επιστημονικά-ερευνητικά κέντρα λειτουργούν για την μελέτη των Πατέρων.