Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, Η διάσωση του υποτακτικού του Μωυσή!


(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Κάποιος μοναχός ονομαζόμενος Μωυσής, ένοιωσε στην καρδιά του να ανάβη από αγάπη προς τον θεοφόρο αυτόν Πατέρα [τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη συγγραφέα της Κλίμακας] και τον εκλιπάρησε πολύ, χρησιμοποιώντας για μεσίτες πολλούς από τους πατέρες, να τον δεχθή σαν μαθητή του, για να διδαχθή από αυτόν την αληθινή φιλοσοφία.

Πιέζοντάς τον λοιπόν με τις παρακλήσεις εκείνων, τον έκαμψε τον μακάριο, ώστε να τον προσλάβη κοντά του ως υποτακτικό.

Συνέβη δε κάποτε να τον διατάξη ο άγιος Πατήρ να μεταφέρη κατάλληλο χώμα για να καλλιεργήσουν λάχανα. Ο Μωυσής πράγματι έφθασε στον τόπο που του υπέδειξε και πρόθυμα εκτελούσε την εντολή που έλαβε.

Όταν όμως πέρασε η ώρα και ήλθε το καταμεσήμερο, όποτε η ζέστη εφλόγιζε σαν καμίνι τον τόπο, διότι ήταν Αύγουστος μήνας, ο Μωυσής ελύγισε και κουρασμένος πολύ από την μεταφορά του χώματος, σκέφθηκε ότι έπρεπε ολίγο να ξεκουρασθή. (Για να έχη δε σκιά), ξάπλωσε κάτω από έναν τεράστιο λίθο και, όπως ήταν φυσικό, απεκοιμήθηκε.

Αλλ’ ο φιλάνθρωπος Θεός, ο οποίος δεν θέλει να πικραίνωνται με τίποτα οι γνήσιοι δούλοι του, επρόφθασε με τη συνήθη ευσπλαχνία του το κακό, την ώρα ακριβώς εκείνη που εκινδύνευε η ζωή του Μωυσή. Έγινε αυτό, θα σας το διηγηθώ αμέσως.

Ο μέγας Πατήρ ημών Ιωάννης, ενώ καθόταν στο κελλί του, κατά την συνήθειά του, μελετώντας και συνομιλώντας με τον εαυτό του και με τον Θεόν, έπεσε σ’ έναν ελαφρότατο ύπνο, όποτε βλέπει κάποιον ιεροπρεπή άνδρα, που προσπαθούσε να τον ξυπνήση και σαν να τον ειρωνευόταν για τον ύπνο, του έλεγε: «Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, ενώ ο Μωυσής ευρίσκεται σε κίνδυνο»;

Πετάχτηκε τότε από τον ύπνο και άρχισε αμέσως να προσεύχεται, χρησιμοποιώντας την προσευχή σαν όπλο για την σωτηρία του μαθητού του.

Αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε ο Μωυσής, τον ερώτησε μήπως του συνέβη τίποτε το φοβερό η ανέλπιστο.

«Ένας λίθος τεράστιος -του απήντησε εκείνος- κατά τις μεσημβρινές ώρες της ημέρας θα με επλάκωνε και θα με συνέτριβε, ενώ κοιμώμουν βαθειά από κάτω του, εάν δεν άκουγα -έτσι μου φάνηκε- την φωνή σου. Πετάχθηκα τότε μ’ ένα ορμητικό και απότομο πήδημα και απομακρύνθηκα, οπότε την ίδια στιγμή είδα τον βράχο να αποσπάται και να πέφτει στο χώμα».

Ακούοντας το αυτό ο τόσο ταπεινός Όσιος, δεν ανέφερε τίποτε από την οπτασία του στον υποτακτικό του, μέσα του όμως με έντονες κραυγές και αισθήματα αγάπης ανυμνούσε και ευγνωμονούσε τον Θεόν.

Απόσπασμα από το βιβλίο Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, «Κλίμαξ», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου.

πηγή