Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Ακάθιστος ύμνος και Παναγία η Βλαχερνίτισσα: μια ιστορία αιώνων

 
Εκεί, που και σήμερα απλώνεται ο Κεράτιος κόλπος, το μεγαλύτερο, καθώς λένε, φυσικό λιμάνι ολάκερου του κόσμου..
   Εκεί στον Κεράτιο κόλπο, τον κόλπο με το σχήμα του κέρατος του ελαφιού που σχηματίστηκε από τον Βόσπορο στην άκρια της Ευρώπης..

    Εκεί, που σήμερα, σαν πως τον διαφημίζουν οι Τούρκοι, βρίσκεται και είναι το πιό ασφαλές λιμάνι του κόσμου, κάποτε, στα χρόνια της περίφημης Βυζαντινής αυτοκρατορίας...  
Εκεί, στον Κεράτιο τον Κόλπο, που τα νερά του έβρεχαν την Κυρά των Πόλεων, την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, στο λιμάνι της, το  γινομένο από τα παλιά, ορδές βαρβάρων Αγαρηνών  και Τούρκων παραμόνευαν, μεθόδευαν τα σχέδιά τους και ανα καιρούς επιτίθονταν για να την κυριεύσουν ...

        Εκεί, στα 626 μΧ, στο άκρο του Κεράτιου Κόλπου κι από τη μεριά της Πόλης στα βορειο-δυτικά της,
       Εκεί, μες στην συνοικία των Βλαχερνών, δίπλα στο Μεγάλο περίλαμπρο Παλάτι των Αυτοκρατόρων,
        Εκεί,  στον περίκαλλο Ναόν της Παναγίας των Βλαχερνών, που είχε αρχιαναγερθεί από την αυτοκράτειρα Πουλχερία μεταξύ των ετών 450-453μΧ και που καταστράφηκε ολοσχερώς στις 29/2/1434,
          Εκεί, μια νύχτα του Θέρους του 626, σύσσωμος ο λαός του Βυζαντίου με τον κλήρο αντάμα υπο τον Πατριάρχη Σέργιο μες στον Ναό της Παναγιάς της Βλαχερνίτισσας  προσευχήθηκαν ορθοί ψάλλοντας προς την Παναγίαν για πρώτην φορά τον Ύμνο, τον επονομαζόμενο και Ακάθιστο και ύστερα περιέφεραν, στα τείχη της Πόλης την εικόνα της Παναγιάς, την Θαυματουργή, ενόσω  οι Αβαροι Τούρκοι και οι Πέρσες υπό τον Χοσρόη πολιορκητές της Πόλης, ήσαν στα πλοία τους μέσα στο λιμάνι του Κεράτιου και ετοιμάζονταν να τους επιτεθούν..
 
«ορθοστάδην τότε πας ο λαός κατά την νύκτα εκείνην τον ύμνον τη του Λόγου Μητρί εμέλψαν και ότι πάσι τοις άλλοις οίκοις καθήσθαι εξ έθους έχοντες, εν τοις παρούσι της θεομήτορος ορθοί πάντες ακροώμεθα».
    
 
         Κι αργότερα, λέει το συναξάρι, μια τρομερή τρικυμία ξέσπασε στα νερά του Κεράτιου κείνη την νύχτα που καταπόντισε τα καράβια των Αβάρων και των Περσών 

«Ο γε μεν θεοφιλής της Κωνσταντίνου λαός τη θεομήτορι την χάριν αφοσιούμενος, ολονύκτιον τον ύμνον και ακάθιστον αυτή εμελώδησαν, ως υπέρ αυτών αγρυπνησάση και υπερφυεί διαπραξαμένη το κατά των εχθρών τρόπαιον».


            Εκεί, τότε, ήταν, καθώς λένε, η πρώτη φορά που έγινε η επίκληση στην Παναγιά, μέσα από ψαλμωδία του κοντάκιου του Ακάθιστου Υμνου. Και έσωσε τότε, η Χαριτόβλητος, την Πόλιν..Μα, δεν ήταν και η μόνη φορά..
 
           {…Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η Κωνσταντινούπολη γνώρισε και πολλές άλλες δεινές περιστάσεις και πολιορκίες, από τις οποίες λυτρώθηκε, σχεδόν πάντοτε, θαυματουργικά. Οι κυριότερες από αυτές είναι η πολιορκία από τους Άραβες του Μωαβιά (673), όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Πωγωνάτος. Δεινή περίσταση σημειώθηκε το 715 από τους Άραβες και Βουλγάρους, τρομερή πολιορκία και θαυμαστός καταποντισμός των πλοίων των Αράβων έγινε το 718, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Γ΄..Οι δύο πολιορκίες που συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία για την ψαλμώδηση του Ακαθίστου Ύμνου είναι του έτους 626 και του έτους 718. Και στις δύο περιπτώσεις ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη, και να ψάλθηκε τότε «ορθοστάδην», από μέγιστη αφοσίωση προς εγκωμιασμό της Θεοτόκου. Και προκρίθηκε αυτός ο ύμνος από κάποιον άλλον ενδεχομένως, επειδή θα ήταν κιόλας καθιερωμένος στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου στη Βλαχέρνα, κι επειδή το περιεχόμενο του, με χαρακτήρα διηγηματικό, δογματικό, και δοξολογικό – εγκωμιαστικό προσφερόταν για τη διάσωση και τη λύτρωση της Πόλης από τη δεινή περίσταση..}
Αυτή είναι ωσαν την Θαυματουργή Εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών!  Η πραγματική είναι επί ξύλου ζωγραφισμένη, αργυρόχρυση και ιστορική!   
           Επί Εικονομαχίας η εικόνα εξαφανίστηκε. Κατά την παράδοση, ξαναβρέθηκε το 1030, κρυμμένη στον τοίχο της Εκκλησίας κατά τις εργασίες ανακαίνισης του Ναού που έγιναν τότε επί Ρωμανού Γ’ Αργυρού.

 Φωτοδόχον λαμπάδα, τοις εν σκότει φανείσαν,
ορώμεν τήν αγίαν Παρθένον•
το γάρ άϋλον άπτουσα φως,
οδηγεί πρός γνώσιν θεϊκήν άπαντας,
αυγή τόν νουν φωτίζουσα, κραυγή δε τιμωμένη ταύτα•
χαίρε ακτίς νοητού ηλίου
χαίρε βολίς του αδύτου φέγγους
χαίρε αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα
χαίρε ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα
χαίρε ότι τον πολύφωτον ανατέλλεις φωτισμόν
χαίρε ότι το πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν
χαίρε της κολυμβύθρας ζωγραφούσα τον ρύπον
χαίρε λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν
χαίρε κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν
χαίρε οσμή της Χριστού ευωδίας

χαίρε ζωή μυστικής ευωχίας

Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε.

( απόσπασμα από τον Ακάθιστο ύμνο)
      
           Ο Ακάθιστος Υμνος είναι ένα από τα πιό σημαντικά φιλολογικά μνημεία της Βυζαντινής Υμνογραφίας και Μουσικής. Είναι ενας “υμνος¨κοινώς γνωστό ως ‘Κοντάκιο” και ψάλλεται ολόκληρος κατά τον όρθρο του Σαββάτου της Ε’ Εβδομάδας των Νηστειών. 
         Φέρεται δε σε όλη την χειρόγραφη Εκκλησιαστική παράδοση ως ανώνυμος.
        Πολλοί μεγάλοι μελετητές απέδωσαν τον έξοχο αυτό ύμνο στον κατ’ εξοχήν πρίγκηπα των βυζαντινών υμνογράφων, τον Ρωμανό το μελωδό (α΄ μισό ς΄ αι.). Σύμφωνα με το άρθρο  του μουσικολόγου Γρηγορίου Θ. Στάθη :



{.. Υπάρχει και μια μεταγενέστερη μαρτυρία, του ις΄ αι., ως σημείωση σε κώδικα του ΙΓ΄ αι. (της μονής Βλατάδων 41, φ. 193α) που αναφέρει το όνομα του Ρωμανού ως ποιητού του ύμνου.  Υπάρχουν όμως και δύο εξίσου σοβαρές, αλλά σοβαρές ενδείξεις.  Η μία είναι ότι στη λατινική μετάφραση του ύμνου, γύρω στα 800, από τον Επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, αναφέρεται το όνομα του Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (715-730 κοιμήθηκε 740) που ήταν σύγχρονος με τα γεγονότα του 718 “Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano”.Η άλλη περίπτωση είναι, ότι σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, εικονίζεται κι ένας μοναχός που κρατάει ειλητάριο με γραμμένο το «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη». Στο κεφάλι του μοναχού υπάρχει η ένδειξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ». Αυτός ο άγιος Κοσμάς δεν είναι άλλος από τον Κοσμά το μελωδό, που κοιμήθηκε το 752/4, κι είναι κι αυτός σύγχρονος με την θαυμαστή λύτρωση της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία του 718.}
 
                                                                Για τον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών

                Εκεί, που ως τα 1434, υψωνόταν ο υπέρλαμπρος Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών, σήμερα υπάρχει  αυτός ο ομώνυμος  ναός, έργο αρχικά της συντεχνίας των Γουναράδων που αγόρασαν μια μικρή έκταση από τους καταχτητές της Πόλης, Οθωμανούς και έχτισαν τούτον τον ναϊσκο..Εγιναν μετά και προσθήκες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, βέβαια:
                Πως ήταν παλιά ο Ναός:
{..Τὸ ἱερὸ τῶν Βλαχερνῶν, «ὁ μέγας νεώς» τῶν συγγραφέων τὸ ἀποτελοῦσαν τρία κτίρια: Ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία, τὸ παρεκκλήσιο τῶν λειψάνων καὶ τὸ «λοῦσμα».

Ἡ ἐκκλησία εἶχε τὸ σχῆμα τῆς ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικῆς ὅπως οἱ ἀντίστοιχες Παναγία τῶν Χαλκοπρατείων καὶ ἡ μονὴ Στουδίου. Στὸν ἴδιο τύπο ξαναχτίστηκε, καθὼς φαίνεται, καὶ μετὰ τὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1070. Στὴν ἐσωτερικὴ ἐπένδυση γινόταν συνδυασμὸς ἔγχρωμης ὀρθομαρμάρωσης, ὡς τὴ μέση τῶν τοίχων, πρασίνου ἴασπι γιὰ τοὺς κίονες, χρυσοῦ καὶ ἀσημιοῦ γιὰ τὴν ἔξοχα τεχνουργημένη ὀροφή. Οἱ τοῖχοι πάνω ἀπὸ τὴν ὀρθομαρμάρωση ἔφεραν διάκοσμο ἀπὸ τοιχογραφίες καὶ ψηφιδωτὰ μὲ θέματα ἀπὸ τὸν Χριστολογικὸ κύκλο. Ὁ ἄμβωνας, ποὺ ἦταν τοποθετημένος στὴ μέση τοῦ κεντρικοῦ κλίτους ἦταν ὅλος ἀπὸ ἀσήμι. Ἐντυπωσιακὸ ἐπίσης ἦταν τὸ Εἰκονοστάσιο. Πληροφορίες γιὰ τὴν θαυμάσια εἰκονογράφηση καὶ τὸν ὑπόλοιπο διάκοσμο τοῦ ναοῦ μᾶς ἄφησε ὁ πρεσβευτὴς Clavijo, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε τὶς Βλαχέρνες τὸ 1402 καὶ σὲ μεταγενέστερο κείμενο ὁ Ἰσίδωρος τοῦ Κιέβου (1385-1463) στὸ «Θρῆνο» του γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ περίλαμπρου ναοῦ.
Τὸ παρεκκλήσιο τῶν λειψάνων ἢ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας σοροῦ ἦταν κυκλικὸ κτίσμα μὲ νάρθηκα, ποὺ βρισκόταν στὰ νότια τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ. Φιλοξενούσε, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λείψανα, τὸ ὠμοφόριο τῆς Θεοτόκου, τὸ πέπλο της καὶ τὴν Τιμία Ζώνη. Ρῶσσοι προσκυνητὲς τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰ. περιγράφουν τὰ κειμήλια καὶ ἀναφέρονται στὰ λείψανα πολλῶν ἁγίων (Παταπίου, Ἀθανασίου, Παντολέοντος, Ἀναστασίας).

Τὸ «λοῦσμα» χωριζόταν σὲ τρία μέρη: τὴν ἰματιοθήκη – «τὸ ἀποδυτόν», τὴ δεξαμενὴ – «τὸν κόλυμβον» καὶ τὸν Ἅγιο Φωτεινό. Ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸ παρεκκλήσιο. Τὸ λοῦσμα στεγαζόταν μὲ θόλο καὶ οἱ τοῖχοι ἦταν διακοσμημένοι μὲ εἰκόνες. Σὲ εἰδικὴ κόγχη βρισκόταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἡ δεξαμενή, στὸ νερὸ τῆς ὁποίας κατέβαινε κάθε παρασκευὴ ὁ αὐτοκράτωρ καὶ λουζόταν, βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς αἴθουσας. Ἀπὸ τὶς πηγὲς δίνονται λεπτομερεῖς περιγραφὲς γιὰ τὴν τελετὴ τῆς εἰσόδου στὸ λοῦσμα καὶ τὶς διαδικασίες μέχρι τὴ λήψη τοῦ ἁγιάσματος: «…εἰσέρχονται τέλος εἰς τὸν Ἅγιον Φωτεινόν, εἰς τὸν ἐνδότερον θόλον καὶ ἅπτουσι κηροὺς ἔμπροσθεν τῆς μαρμαρίνου εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἐκ τῶν χειρῶν τῆς ὁποίας ἐκχύνεται τὸ ἁγίασμα».

Ὕστερα ἀπὸ τὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1434 καὶ τὴν Ἅλωση, τὰ πάντα ἐρειπώθηκαν καὶ ἐρημώθηκαν. Ἡ φήμη καὶ ὁ πλοῦτος τοῦ ἱεροῦ ἐξαφανίστηκαν. Ἔμεινε μόνο ὁ χῶρος τοῦ ἁγιάσματος. Ἡ περιοχὴ περιῆλθε σὲ Ὀθωμανοὺς μέχρι τὸ 1867, χρονολογία κατὰ τὴν ὁποία ἀγοράσθηκε ἀπὸ τὴν συντεχνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων γουναράδων, οἱ ὁποῖοι ἔχτισαν πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιασμα ναΐσκο. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὶς φροντίδες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου προστέθηκαν καὶ ἄλλα προσκτίσματα καὶ ὁ ἀρχαῖος, ἱερός, περιτειχισμένος χῶρος ἀπέκτησε τὴν ὄψη ποὺ ἔχει σήμερα μὲ κεντρικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τὸ ἁγίασμα. Οἱ τέσσερεις τοιχογραφίες τοῦ ζωγράφου Εἰρήναρχου Κόβα, πάνω ἀπὸ τὸ ἁγίασμα (1964), ἀποτελοῦν ἀνάμνηση ἱερῶν συγκινήσεων καὶ μεγάλων στιγμῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.}
       
 
απόσπασμα από το άρθρο “Ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν” του καθηγητή Αθανασίου Παλιούρα, καθηγητού Θεολογίας, Ιστορίας και Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων