(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Την άνοιξη του έτους 1933 ο π. Ιλαρίων Ιονίκα* μετέβη στο δάσος για ξύλα και τραυματίσθηκε στο ένα πόδι.
Αργότερα, λόγω της πληγής, έπαθε γάγγραινα και προσευχήθηκε με δάκρυα λέγοντας:
– Κυρία Θεοτόκε, μη με αφήνεις, ελέησον με!
Τη νύχτα, ενώ προσευχόταν, μπήκε στο
κελί του μια γυναίκα σαν μοναχή με τη μορφή μιας γιατρίνας από το
Τιργκόβιστα Νεάμτς [της Ρουμανίας] και τον ρώτησε:
– Γιατί κλαις, πάτερ Ιλαρίων;
– Κυρία γιατρίνα, τραυματίσθηκα στο πόδι και πονάω φοβερά. Αισθάνομαι ότι θα πεθάνω και κλαίω διότι δεν μετενόησα.
Κατόπιν, αυτή η κυρία κοίταξε το πόδι, το άγγιξε με το χέρι της και του είπε:
– Μην κλαις πια, πάτερ Ιλαρίων. Από τώρα θεραπεύεται το πόδι σου και θα ζήσεις ακόμη ένα χρόνο. Κατόπιν θα αναπαυθείς αιώνια.
Ύστερα βγήκε η γιατρίνα και ο Γέροντας αποκοιμήθηκε. Ήταν η Θεομήτωρ.
Το πρωί σηκώθηκε υγιής, ήρθε στην Εκκλησία και είπε σε όλους το θαύμα της Θεοτόκου Μαρίας.
Αφού λοιπόν έζησε ακόμη ένα ακριβώς χρόνο, την ίδια ήμερα, την Κυριακή της εκδιώξεως του Αδάμ από τον παράδεισο, παρέδωσε την ψυχή του στην αγκαλιά της Κυρίας Θεοτόκου και συνοδεύθηκε απ’ όλους στο Κοιμητήρι του μοναστηριού.
* Μοναχός Ιλαρίων Ιονίκα, οικονόμος της Μονής Συχάστρια († 1934) πράος και ταπεινός Μοναχός σκληρός στην άσκηση, νηστευτής άνθρωπος της προσευχής.
Από το βιβλίο «Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων» των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.