Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης, Η αποθέωση του κατά το μαρτύριο και ο μαρτυρικός παροξυσμός των Χριστιανών!


(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

[…] Τότε ο Νικόλαος ήνοιξεν ολίγον την θύραν, ο δε Άγιος Μάρτυς [ο Νεομάρτυς άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης] εγερθείς με τόσην χαράν ανεπήδησεν, ώστε άπαντες οι εντός της φυλακής, ακούσαντες τον θόρυβον, έστρεψαν τα βλέμματά των προς τον Άγιον.

Αποχαιρετήσας λοιπόν αυτούς διηυθύνθη προς την θύραν, οι δε δύο εκείνοι Χριστιανοί παρεκάλουν αυτόν τα μεσιτεύση εις τον Θεόν να παύση η συμφορά των θανατικών ποινών.

Ο δε Μάρτυς απεκρίθη μετά πολλής ταπεινώσεως· «Μη με κολάζετε, Χριστιανοί εγώ είμαι ο αμαρτωλότερος πάντων των ανθρώπων και δεν είμαι άξιος να κάμω τοιαύτην αίτησιν, σεις δε μάλλον προσευχηθήτε υπέρ εμού προς τον Θεόν, ίνα συγχωρήση τας αμαρτίας μου». Τοιαύτην δε ταπείνωσιν διετήρησεν ο αείμνηστος μέχρι τέλους.

Ανοίξαντες δε την θύραν οι υπηρέται του διαβόλου, ήρπασαν τον Μάρτυρα μετ’ οργής και αφού τον έδεσαν πολύ σφιγκτά, τον έφεραν εις το κριτήριον, όπου εξετάσαντες και πάλιν αυτόν τον εύρον έτι σταθερώτερον εις την Πίστιν του και την απόφασίν του.

Όθεν λέγουν προς αυτόν· «Ο αυθέντης σου λέγει, ότι του έκλεψες εν ωρολόγιον, δύο ζεύγη πιστόλια και δύο χιλιάδας γρόσια· δος αυτά εις ημάς και ημείς θα σε αναβιβάσωμεν εις πλοίον να υπάγης εις την Ρωσίαν».

Ταύτα είπον με την πρόθεσιν να δοκιμάζουν αυτόν· ο δε Οσιομάρτυς απεκρίθη· «Περί των όσων λέγει ο ψεύστης εκείνος δεν είναι ανάγκη να αποκριθώ, διότι και σείς οι ίδιοι γνωρίζετε την αλήθειαν, περί δε της εις Ρωσίαν αποδράσεώς μου, εάν εγώ ήθελον να υπάγω εκεί, δεν ηρχόμην εδώ προς σας εκουσίως».

Με την τοιαύτην σύντομον απόκρισιν, την μεν συκοφαντίαν του επαράτου πρώην αυθέντου του διεσκέδασε, την δε γενναιότητα της ψυχής του και την σταθερότητα της γνώμης του ενεργώς εφανέρωσεν. Όθεν απελπισθείς ο κριτής της αδικίας, ότι ήτο δυνατόν να μεταστραφή ο Μάρτυς εις την ασέβειαν, εξέδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν της αποτομής [αποκεφαλισμός] του και ούτως έλαβον αυτόν οι δήμιοι και τον έφερον με φωνάς πολλάς και αλαλαγμούς έμπροσθεν του ισάρ τζαμισί, ήτοι τζαμίου του κάστρου [της Σμύρνης].

Όταν δε ήλθον εκεί, πλήθος λαού της πόλεως, ακολουθούντες, παρεκίνουν αυτόν, οι άνομοι, να προσκυνήση τουρκιστί, να προσφέρη δηλαδή λατρείαν εις τον σατανάν. Ο δε Μάρτυς ούτε καν ανέλυψεν ουδόλως ίνα ίδη αυτούς, αλλ’ είχε προσηλωμένα τα όμματα εις το μέρος της καρδίας του, τον δε νουν του εις την προσευχήν.

Έλεγε δε χαμηλοφώνως· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».

Ηπλώθη δε η φήμη από πρωΐας εις όλην την πόλιν, ότι άνευ αναβολής σήμερον μέλλουν να αποκεφαλίσουν τον Αγαθάγγελον έμπροσθεν του τζαμίου του κάστρου. Όθεν συνηθροίσθη εκεί τόσον πλήθος λαού πάσης εθνικότητος, ώστε πολλοί ηπόρησαν διά την τόσην πληθύν των ανθρώπων.

Πάντες δε, ατενίζοντες προς αυτόν, έβλεπον το πρόσωπόν του τόσον ωραίον, ως να ωμοίαζε προς πρόσωπον Αγγέλου. Είχον δε αυτόν εστολισμένον ως νυμφίον, φέροντες αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης ως εις ουράνιον παστάδα.

Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εξέδυσαν αυτόν και τον επρόσταξαν να γονατίση. Τότε επήγε πάλιν ο μιαρός πρώην αυθέντης του και κύψας ωμίλησεν εις το ους [στο αυτί] του· ο δε Μάρτυς ούτε καν εστράφη να τον ίδη.

Έπειτα ήλθε πλησίον του και εις νομοδιδάσκαλος της πλάνης αυτών και κύψας έμπροσθέν του του έλεγε· «Λυπούμαι, τέκνον μου, να τους αφήσω να σε θανατώσουν, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού να σε κρύψω και κατόπιν να σε οδηγήσω να φύγης, να υπάγης όπου θέλεις και έχε την πίστιν σου».

Ο δε Άγιος Μάρτυς ούτε εις αυτόν επρόσεξεν ουδόλως, αλλ’ έχων τον νούν του προσηλωμένον εις τον Θεόν και τους οφθαλμούς του εστραμμένους προς την γην, προσηύχετο νοερώς.

Απλώσας δε τον λαιμόν του με προθυμίαν, είπεν εις τους δημίους με φωνήν έντονον· «Κτυπάτε»!

Τότε επρόσταξεν ο αρχηγός των να τον κτυπήσωσιν, εις δε εξ αυτών εκτείνας το ξίφος απέκοψε την αγίαν του κεφαλήν τη ιθ’ (19η) του μηνός Απριλίου, ημέρα Σαββάτω, ώρα πέμπτη της ημέρας, διανύοντος τότε του Αγίου το δέκατον ένατον έτος της ηλικίας του.

Τότε, όλα τα πλήθη των Χριστιανών εδόξαζον τον Θεόν χειροκροτούντες και ευφημούντες μεγάλως τον κλεινόν Αυτού Νεομάρτυρα, αποδεικνύοντες ούτω την μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν της καρδίας των, την οποίαν ο Άγιος, ως είπομεν, προεγνώρισεν.

Οι δε μισόχριστοι Αγαρηνοί, φθονούντες την δόξαν των Χριστιανών, είχον ετοίμους τους βαφείς με ξύλινα αγγεία πλήρη ύδατος και επρόσταξαν αυτούς να ρίψουν τούτο επί του αίματος του Αγίου, ίνα το αποπλύνωσιν, ώστε οι Χριστιανοί να μη λάβωσιν εξ αυτού προς αγιασμόν των· αλλ’ ύστερον μετενόησαν κτηνωδώς διά την ανοησίαν των.

Διότι αυτοί μεν εζημιώθησαν ικανήν ποσότητα χρημάτων με το να μη πωλήσωσιν εκ του αίματος του Μάρτυρος, όπερ έρρεε κρουνηδόν, οι δε Χριστιανοί έλαβον εξ αυτού κατ’ άλλον τρόπον, τον οποίον ακούσατε.

Εις ζηλωτής, εκ των βαφέων, ένθερμος Χριστιανός, ιστάμενος προ των άλλων επί του τόπου όπου έπεσεν η μαρτυρική κεφαλή και εχύνετο κρουνηδόν το τίμιον αίμα, έρριψεν επί του αίματος το περί την κεφαλήν του περίδεμα, προσποιηθείς ότι του έπεσε.

Διά τούτου δε αφού εσπόγγισε το αίμα το περιετύλιξε. Οι δε παρεστώτες Χριστιανοί, αρπάσαντες τον κεφαλόδεσμον τον έκοψαν με ευλάβειαν εις λεπτά τεμάχια, τα οποία διεμοίρασαν μεταξύ των.

Τούτο ιδόντες οι Αγαρηνοί ήρχισαν να κτυπούν ανηλεώς πάντα Χριστιανόν, τον οποίον εύρισκον εμπρός των. Οι δε Χριστιανοί, αν και τυπτόμενοι, μάλλον έχαιρον και με αλαλαγμόν εδοξολόγουν τον Κύριον λέγοντες· «Δόξα σοι ο Θεός».

Εις δε Αρμένιος ανέκραξε τουρκιστί μεγαλοφώνως έμπροσθεν αυτών· «Εις είναι ο Χριστός, τι φθονείτε και μας κτυπάτε από την κακίαν σας; Κόψατε και ημάς, δεν σας φοβούμεθα».

Τα αυτά έλεγον και οι Ορθόδοξοι με ενθουσιασμόν, διότι είχον ζήλον ένθεον τα αποθάτωσιν όλοι διά το όνομα του Χριστού. Ταύτα ακούσαντες πάντες οι ασεβείς εξεπλάγησαν και απέμειναν κατησχυμμένοι.

Πάντες δε οι Χριστιανοί επεθύμουν κατ’ εκείνην την στιγμήν να θανατωθώσι δι’ αγάπην του Χριστού, αλλά τρόπος θανάτου δεν ευρίσκετο δι’ αυτούς. Ως νικηταί όμως και τροπαιούχοι έτρεχον χαίροντες και αγαλλόμενοι προς τας οικίας των, τους συγγενείς των και τους γνωστούς.

Ο δε τόπος εκείνος του τζαμίου του κάστρου, εις τον οποίον εθανατώθη ο Άγιος, εγένετο κατά τας ημέρας εκείνας μεγαλοπρεπές προσκύνημα, διότι έκαστος Χριστιανός, Ορθόδοξος και ετερόδοξος, δεκάκις της ημέρας σχεδόν διήρχετο εκείθεν, ίνα θεωρήση το άγιον Λείψανον κείμενον κατά γης.

Περιεκύκλουν δε τούτο οι Αγαρηνοί φοβούμενοι μήπως οι Χριστιανοί ορμήσωσι και το αρπάσωσιν. Όχι δε μόνον ο κοινός λαός έχαιρε και ηυφραίνετο, αλλά και όλος ο ιερός των ευσεβών Κληρικών σύλλογος, Αρχιερείς, Αρχιμανδρίται, Πρωτοσύγκελλοι, Ιερείς, Διάκονοι, διδάσκαλοι, υποδιδάσκαλοι και όλοι οι πεπαιδευμένοι και άρχοντες, εμπορευόμενοι και εν γένει άπας ο λαός, άλλην ομιλίαν δεν είχον, ει μη μόνον να συγχαίρωνται δοξολογούντες τον Κύριον και εγκωμιάζοντες τον αήττητον Μάρτυρα.

Έλεγον δε μεταξύ των· «Πολλάκις εδοκιμάσαμεν χαράς διαφόρους κατά καιρούς, αλλά την χαράν ταύτην, την οποίαν ελάβομεν εκ του Μαρτυρίου του Αγίου, όχι μόνον δεν την ησθάνθημεν ουδέποτε άλλοτε, αλλ’ ούτε δυνάμεθα να την περιγράψωμεν διά λόγου».

Εξ εκείνων δε οίτινες εκτυπήθησαν η εδάρησαν από τους ασεβείς εις τον τόπον όπου ο Άγιος εμαρτύρησεν, οι μεν έλεγον· «Δέκα ραβδισμούς ελάβομεν και ας είχομεν λάβει περισσοτέρους διά την αγάπην του Αγίου».

Οι δε· «Μεγάλην ευφροσύνην ησθανόμεθα ότε μας εκτύπων, αλλ’ είθε και άλλοτε να αισθανώμεθα τοιαύτην αγαλλίασιν, ας κατέκοπτον δε και τα μέλη μας».

Άλλοι δε άλλο τι χαρμόσυνον έλεγον.

Κατά δε την Κυριακήν το πρωΐ μετέβη εις τον τόπον του Μαρτυρίου εις εκ του Ιερού Κλήρου και πλησιάσας εις το άγιον Λείψανον, αφού έκαμε τρεις μεγάλας μετανοίας γονυκλιτάς, το ησπάσθη με ευλάβειαν· οι δε περιστοιχούντες Αγαρηνοί δεν ωμίλησαν ουδόλως, ενώ την προηγουμένην ημέραν ουδένα άφηναν να πλησιάση.

Όθεν ο Γερμανός [Ιερομόναχος Γερμανός Εσφιγμενίτης πνευματικός πατέρας και συνοδός τους αγίου στο Μαρτύριο], κινούμενος εκ περιεργείας, ηρώτησε περί τούτου Χριστιανούς τινας συναναστρεφομένους με τους ασεβείς εκείνους. Ούτοι δε διηγήθησαν, ότι την νύκτα εκείνην εφύλαττον το άγιον Λείψανον δύο μόνον αγρυπνούντες, κοιμωμένων εκεί των λοιπών φυλάκων, οίτινες ακούοντες ταραχήν επί του θείου Λειψάνου, επλησίασαν τούτο και το είδον καθήμενον. Τούτο τους εξέπληξεν.

Όθεν παρατηρούντες αυτό μετά τρόμου, έβλεπον ότι τούτο ανίστατο μόνον και πάλιν έπιπτεν, επί τρεις ολοκλήρους ώρας. Το θαύμα τούτο ιδόντες οι δύο εκείνοι Αγαρηνοί, το διηγήθησαν και εις τους λοιπούς φύλακας, καθώς και εις άλλους Τούρκους και φίλους των Χριστιανούς, τινές εκ των οποίων συνέπεσε να ερωτηθώσι και παρά του Πατρός Γερμανού. Εις δε εκ των δύο εκείνων Αγαρηνών, οίτινες εφύλαττον το άγιον Λείψανον, ήτο ο δήμιος, ο αποκεφαλίσας τον Άγιον.

Κατά θείαν δε οικονομίαν ηρώτησεν ούτος φιλαλήθη τινά Χριστιανόν να του εξηγήση το θαύμα. Ο δε Χριστιανός απεκρίθη· «Το θαύμα δηλοί ότι αν και τον απεκεφαλίσατε, όμως ως Μάρτυς ζη εν τω Χριστώ και όταν θέλη εγείρεται».

Τούτο τους έκαμε να περιστείλουν την οργήν των και να μη εμποδίζουν τους Χριστιανούς να προσέρχωνται κατά τας άλλας δύο ημέρας κατά τας οποίας έκειτο εκεί το άγιον Λείψανον.

Αυτός λοιπόν ο φιλαλήθης Χριστιανός, ελθών εις την οικίαν του ιεροδιδασκάλου Γερμανού, εβεβαίωσεν όσα οι άλλοι Χριστιανοί του είπον, έκτοτε δε ο δήμιος εκείνος και άλλοι τινές των Αγαρηνών υπελήπτοντο τον Άγιον και εκάλουν αυτόν σεΐτ, ήτοι Μάρτυρα. Ήρχισε δε την Κυριακήν εκείνην να ευωδιάζη το άγιον Λείψανον, γεγονός το οποίον διεδόθη εις όλην την πόλιν και έτρεχον εκεί πολλοί, οίτινες ησθάνοντο πράγματι την ευωδίαν.

Απεφασίσθη λοιπόν υπό των Αγαρηνών να δοθή το άγιον Λείψανον εις τους Χριστιανούς και να ενταφιασθή εντίμως. Όθεν αντί ολίγων χρημάτων έδωκαν έγγραφον διαταγήν εις αυτούς, μέσω του κυρ Αθανασίου, ούτως ώστε να μη φοβηθώσι να το παραλάβωσιν.

Αφού λοιπόν παρήλθε και το εσπέρας της Δευτέρας, περί ώραν τρίτην της νυκτός ανεσήκωσαν το ιερόν του Αγίου Λείψανον οι ίδιοι οι Τούρκοι φύλακες με όλην την κουστωδίαν και ανοίξαντες δίοδον διά μέσου του πλήθους έφεραν αυτό εις το μέγα βεζήρ χάνι, όπου και παρέδωκαν αυτό εις τους Χριστιανούς. Ήσαν δε τότε συνηθροισμένοι εκεί πάντες οι προύχοντες και πολλοί εκ του λαού, περιμένοντες με λαμπάδας, μοσχοθυμιάματα, ευώδη αρώματα και επιτάφιον έτοιμον εστρωμένον με χρυσοΰφαντα υφάσματα, επί του οποίου έθεσαν το μαρτυρικόν σώμα.

Τότε ενέδυσαν αυτό με σινδόνα καθαράν, την δε ψάθην διά της οποίας είχον τυλιγμένον το σώμα οι Αγαρηνοί κατέκοψαν εις μικρά τεμάχια και διεμοιράσθησαν ταύτα οι Χριστιανοί μεταξύ των εις αγιασμόν αυτών, όπως και τας τρίχας της κεφαλής του Αγίου.

Χριστιανός δε τις, Δημήτριος καλούμενος, νοσών από τα ιοβόλα ποτά των αθεϊστών βολταιριστών*, τα οποία ακορέστως έπινε, προσελθών επλησίασε την ρίνα του εις τον λαιμόν του Μάρτυρος, προς τον φάρυγγα. Τότε, ωσφράνθη ευωδίαν τερπνήν και ευφρόσυνον.

Όθεν απέβαλε την απιστίαν του, αναθεματίσας τους βολταιριστάς και παν φρόνημα αθεΐας και την επομένην μετέβη εις τον ιεροδιδάσκαλον Γερμανόν και εξωμολογήθη δακρυρροών πάσας τας αμαρτίας του. Εκείθεν μετεκόμισαν ευλαβώς το άγιον λείψανον ψάλλοντες με φωτοχυσίαν εις τον Ναόν του Αγίου Γεωργίου, εις του οποίου την ευρύχωρον αυλήν ανέμενον οι δύο Αρχιερείς, ενδεδυμένοι την αρχιερατικήν των στολήν, πάντες οι Ιερείς ενδεδυμένοι λαμπρώς και πλήθος λαού λαμπαδηφόροι και προσκυνούντες έως εδάφους το άγιον Λείψανον.

Έφερον δε τούτο εντός του Ναού και έψαλλον μελωδικώς όλην την μαρτυρικήν ακολουθίαν. Ασπασθέντες δε τούτο ευλαβώς, το ενεταφίασαν εις τον μεγαλοπρεπή τάφον του Αγίου Δήμου, του προ πεντήκοντα εξ (56) ετών, ήτοι εν έτει ͵αψξγ’ (1763) μαρτυρήσαντος εν Σμύρνη.

* Βολταιρισταί καλούνται οι οπαδοί των δοξασιών του Βολταίρου.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος δ’.

πηγή