Μαρτύρησε στις 23 Απριλίου 1802 στην Πέργαμο της Μ. Ασίας
Ο Άγιος στην καταγωγή ήταν Βούλγαρος από την πόλη Κάμπροβα και οι γονείς του ήσαν ορθόδοξοι Χριστιανοί. Είχε φύγει από την Βουλγαρία και ζούσε στην περιοχή της Περγάμου, σ’ ένα χωριό ονομαζόμενο Σώμα και ήταν βοσκός.
Κάποια μέρα που είχε τα πρόβατά του σ’ ένα υψηλό και έρημο βοσκοτόπι, την ώρα που κοιμόταν, πέρασε τυχαία από εκεί μια Τουρκάλα. Ο σκύλος του κοπαδιού της όρμησε με πολλή αγριότητα. Ο Άγιος ξύπνησε, έτρεξε αμέσως και συγκράτησε τον σκύλο, έτσι η γυναίκα δεν έπαθε τίποτε εκτός από λίγο σκίσιμο στο φόρεμά της.
Η μοχθηρή εκείνη γυναίκα εκείνη τη στιγμή δεν έδειξε πως οργίστηκε, όταν όμως πήγε στον σύζυγό της συκοφάντησε τον Χριστιανό δεινά και θανάσιμα. Ότι ο Άγιος την βίασε σε κείνη την ερημιά και ως απόδειξη έδειχνε το σκισμένο φόρεμά της. Ο σύζυγος άναψε από τον θυμό και έσπευσε να βρει τον δράστη για να τον σκοτώσει. Δεν βρήκε τον Άγιο αλλά τον συνεργάτη του βοσκό, τον οποίο χτύπησε μη γνωρίζοντας τα χαρακτηριστικά του Αγίου. Ευτυχώς το χτύπημα δεν ήταν καίριο και έτσι δεν θανατώθηκε ο βοσκός.
Όταν έμαθε ο δράστης από την σύζυγό του τα χαρακτηριστικά του Αγίου, φοβήθηκε μήπως ο αναίτια πληγωμένος τον καταγγείλει στη δικαιοσύνη και τιμωρηθεί. Πήγε λοιπόν και ξεσήκωσε τους συγγενείς της συζύγου του να πάνε στο δικαστήριο την υπόθεση, μη τυχόν θεωρηθεί πως η γυναίκα του με τη θέλησή της μοιχεύτηκε. Ο Άγιος τα έμαθε όλα αυτά αλλά δεν έφυγε ούτε κρύφτηκε, παρέμεινε στο κοπάδι του, μήπως θεωρηθεί η φυγή του ως επιβεβαίωση ενοχής.
Ο αγάς της περιοχής διέταξε να οδηγηθούν μπροστά του και ο Άγιος και ο πληγωμένος, μαζί με τους κατηγόρους. Ο μεν τραυματισμένος αφέθηκε ελεύθερος, ο δε Άγιος κλείστηκε στη φυλακή. Οι συγγενείς της γυναίκας, επειδή διαδόθηκε η υπόθεση της ατίμωσής της ως πραγματική, έταξαν στον αγά χίλια γρόσια με την απαίτηση ή να τουρκέψει τον Λάζαρο ή να τον κρεμάσει. Ο μεν αγάς πολύ το ήθελε να πάρει τα χίλια γρόσια, όμως ο κατής δεν έδωσε την άδεια ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, επειδή υπήρχαν μάρτυρες και από την πλευρά του κατηγορουμένου που απόδειχναν την συκοφαντία. Ο αγάς άφησε κατά μέρος τις μαρτυρίες των άλλων και θέλησε να μάθει την υπόθεση από τον Άγιο. Διέταξε και τον έδειραν στα πόδια για να μαρτυρήσει την αλήθεια. Επειδή όμως τα έλεγε διαφορετικά απ’ ό,τι ήθελε ο αγάς, διέταξε και τον έκλεισαν πάλι στη φυλακή δεμένο με αλυσίδες και τα πόδια στο τουμπρούκι Στο μεταξύ ήρθαν κάποιοι συμπατριώτες του Βούλγαροι,για να του συμπαρασταθούν, όμως ο Άγιος τους είπε να φύγουν, μήπως ο αγάς τους γυρεύει χρήματα για να τον ελευθερώσει.
Έμεινε ο Άγιος μια εβδομάδα βασανιζόμενος στη φυλακή. Ο αγάς στο μεταξύ δαιμονιζόταν διότι κινδύνευε να χάσει τα χίλια γρόσια. Πρόσταξε και τον έφεραν πάλι μπροστά του και προσπαθούσε με χίλιες δυο κολακείες, ταξίματα και τιμές να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος. Επειδή όμως ο Άγιος δεν δεχόταν με τίποτε να αρνηθεί τον Χριστό και ο πασάς έβλεπε να χάνονται τα χρήματα, πρώτον διέταξε να πάνε να πάρουν τα πρόβατα του Αγίου και δεύτερον να τον βασανίσουν μέχρι θανάτου, ενώ ο ίδιος έφυγε να πάει σε κάποια διασκέδαση.
Οι στρατιώτες του αγά, αφού αρχικά μέθυσαν,για να μην ξέρουν τι κάνουν και δείξουν τυχόν συμπόνεση, πύρωσαν σίδερα και έκαιγαν άσπλαχνα ένα προς ένα τα μέλη του μάρτυρος,για να τον εκβιάσουν να ομολογήσει πίστη στο Ισλάμ. Ύστερα τον πλάκωσαν στο στήθος με το πιο βαρύ τουμπρούκι της φυλακής πιέζοντάς τον να πει την αντίχριστη ομολογία. Ο Άγιος αντίθετα ομολογούσε πίστη στον Χριστό και Τον παρακαλούσε να τον βοηθήσει δια πρεσβειών του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ο οποίος εόρταζε την επόμενη ημέρα.
Επειδή οι βασανιστές άναψαν από θυμό εξαιτίας της ομολογίας του Αγίου, του τράβηξαν έξω τη γλώσσα και την έκαψαν με πυρωμένο σίδερο μέχρι και τον λάρυγγα, ώστε ο Άγιος να μείνει άλαλος. Λόγω του ότι δεν είχε γλώσσα για να ομολογήσει, πάσχιζαν να λάβουν τη συγκατάθεσή του έστω με νεύμα της κεφαλής. Κι επειδή ούτε αυτό έγινε, του έσφιξαν δυνατά με ένα σκοινί το κεφάλι και τον παίδευαν ώρα πολλή και του χάλασαν και τον ένα οφθαλμό. Τέλος, απελπισμένοι και απογοητευμένοι του φόρεσαν στο κεφάλι ένα πυρακτωμένο τάσι, με αποτέλεσμα ο Άγιος να μείνει κάτω αναίσθητος, νεκρός όπως νόμιζαν. Τον άφησαν κάτω και περίμεναν να έλθει ο αγάς.
Κατά το απόγευμα κάποιος πραματευτής ρωμιός, που έκανε και τον γιατρό, πήγε στο κονάκι του αγά και με το θάρρος του γιατρού βρήκε ευκαιρία και από το παράθυρο της φυλακής θέλησε να μιλήσει στον μάρτυρα. Ο Άγιος, στο μεταξύ,θεραπευμένος με τη χάρη του Θεού, καθόταν και μιλούσε ανεμπόδιστα. Μη γνωρίζοντας ο πραματευτής τι του είχαν κάνει, συμβούλευε τον Άγιο να μένει σταθερός στην πίστη ό,τι βάσανα κι αν του κάνουν, για χάρη του Χριστού.
Και τι άλλο έχουν να μου κάνουν; του απάντησε ο Άγιος. Σήμερα μου έκαναν αυτό κι αυτό. Αλλά μη φοβάσαι, γιατί γνώρισα τη δύναμη του Χριστού. Ένα μόνο φοβούμαι, μήπως βαρεθούν να με βασανίζουν και μ’ αφήσουν, γι’ αυτό σε παρακαλώ να μεσολαβήσεις να μην αργοπορούν με το να με βασανίζουν αλλά να με θανατώσουν.
Πράγματι ο άνθρωπος τους προέτρεψε και τους έδωσε και φιλοδώρημα αλλά εκείνοι περίμεναν τον αγά. Ο αγάς επέστρεψε το βράδυ αλλά δεν ασχολήθηκε με την υπόθεση.
Το πρωί πήγε πάλι ο πραματευτής στο κονάκι του αγά και μιλούσε από το παράθυρο με τον μάρτυρα. Άκουσε ο αγάς τη φωνή του Λάζαρου και απόρησε πως είναι ζωντανός. Κάλεσε με θυμό τους στρατιώτες του, οι οποίοι του παρέστησαν λεπτομερώς τι του έκαναν και πώς τον θανάτωσαν. Τον έφεραν μάλιστα μπροστά του, όπου είδε με τα μάτια του τις φρικτές πληγές των βασάνων. Κατάλαβε καλά πως αυτό ήταν ενέργεια της χάριτος του Θεού αλλά από την άλλη μεριά ήταν τα χίλια γρόσια. Άρχισε πάλι τις κολακείες και τα σπουδαία ταξίματα. Ο γενναίος αθλητής του Χριστού Λάζαρος τα περιφρονούσε όλα λέγοντας :
Εγώ ένα μόνο Θεό, τρισυπόστατο προσκυνώ, και λατρεύω και στο όνομά του βαπτίστηκα και έγινα Χριστιανός. Έτσι και για το όνομά Του είμαι έτοιμος να πεθάνω και τίποτα δεν μπορεί να μεταβάλει τη γνώμη μου.
Τότε ο αγάς απελπισμένος διέταξε να τον κρεμάσουν. Πηγαίνοντας στον τόπο της καταδίκης ζητούσε συγχώρεση από τους Χριστιανούς. Οι δε Αγαρηνοί σ’ όλο τον δρόμο δεν σταμάτησαν να προσπαθούν να τον τουρκίσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όταν έφθασαν, ο Άγιος και πάλι με θάρρος ομολόγησε τον Χριστό, με αποτέλεσμα να προξενήσει καταισχύνη και απογοήτευση στους Τούρκους. Κανένας δεν τολμούσε να βάλει τη θηλιά στον λαιμό του Αγίου. Πίεσαν τους παριστάμενους Χριστιανούς να το κάνουν αλλά κι αυτοί με κανένα τρόπο δεν δέχονταν. Βλέποντας ο μάρτυς αυτήν την κατάσταση πέρασε ο ίδιος με τα ευλογημένα χέρια του το σκοινί στον λαιμό του και ανέβηκε πάνω σε ένα κοφίνι.
Έτσι τον απαγχόνισαν στις 23 Απριλίου 1802 σε ηλικία 28 ετών.
Οι Χριστιανοί παρατήρησαν πως τρεις φορές ανέβηκε και κατέβηκε το Άγιο λείψανο με το σκοινί, χωρίς να το αγγίξει χέρι, όπως ανεβοκατεβάζει κανείς κανδήλα. Και το πρόσωπο του Αγίου έστρεφε προς την ανατολή, μ’ όλο που το γύριζαν επανειλημμένως οι μιαροί προς τη δύση και τα μάτια του ήσαν ανοιχτά και ούτε μύγα δεν πείραζε το τίμιο σώμα του.
Ο αγάς διέταξε να μείνει κρεμασμένος ο Άγιος μέχρι να διαλυθεί το λείψανό του. Όμως κάποιος άνθρωπος του Σουλτάνου, που βρέθηκε εκεί, έπεισε τον άφρονα να επιτρέψει την ταφή, διότι έτσι κρεμασμένος δοξαζόταν ως νικητής και θαύματα γίνονταν κι ο Τούρκος ήταν ο ηττημένος. Έτσι δόθηκε η άδεια της ταφής.
Ο ιερομόναχος Αυξέντιος που ήταν στην ταφή είπε ότι έλυσε τα δεμένα χέρια του Αγίου και ήσαν απαλά σαν να είχε μόλις ξεψυχήσει.Αυτός του έκλεισε και τα μάτια.