Μετά την αγρυπνία των Χριστουγέννων αποσύρθηκαν μοναχοί και επισκέπτες για λίγη ξεκούραση στα κελλιά τους.
Ο χειμωνιάτικος καιρός και το κρύο μάζευαν όλους σε ζεστούς χώρους. Στο μοναστήρι βέβαια τα κελλιά δεν είχαν θέρμανση, πολύ δε περισσότερο το κελλάκι του Γέροντα. Στην τραπεζαρία υπήρχε μόνο μια σόμπα, που σκόρπιζε θαλπωρή στους ασυνήθιστους από το κρύο προσκυνητές. Και αυτή όμως δεν ήταν απαραίτητη γιατί ο Χριστός θέρμαινε τις ψυχές αυτών που Τον αγαπούσαν “υπέρ πατέρα και μητέρα” και που γι’ Αυτόν εγκατέλειψαν τα πάντα· ιδιαιτέρως την ημέρα αυτή των Χριστουγέννων, που οι φίλοι του θείου Βρέφους κάνουν φάτνη την καρδιά τους για να τον υποδεχθούν και να ζεσταθούν από τη ζωντανή παρουσία Του. Οι δύο φοιτητές ξεκουράστηκαν λίγο, αλλά τα κελλιά τους δεν τους κρατούσαν. Βγήκαν έξω για ένα περίπατο στο δάσος. Οδήγησαν τα βήματά τους προς το Αγιονέρι, μια περιοχή με πολλά πλατάνια και ένα ποτάμι που έτρεχε με ταχύτητα τα γάργαρα νερά του. Καθώς περπατούσαν άκουσαν κάποιον να ψάλλει πολύ γλυκά “Χριστός γεννάτε δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε”. Πλησίασαν προς το μέρος, από όπου ερχόταν η ψαλμωδία. Η φωνή τους φάνηκε γνώριμη. Δεν είχαν αμφιβολία. Ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος. Ο άνθρωπος του Θεού, ο οποίος δεν είχε πάει να ξεκουραστή. Προτίμησε να μεταφέρει το χαρούμενο μήνυμα της σαρκώσεως του Θεανθρώπου Ιησού στην άλογη φύση. Πήγε και γονάτισε μέσα στην κουφάλα ενός γέρικου πλατάνου και προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα, άδοντας και ψάλλοντας το Απολυτίκιο και τις Καταβασίες της εορτής των Χριστουγέννων. Το πιο θαυμαστό όμως που αντίκρυσαν ήταν ότι όλα τα πουλιά του δάσους μαζεύτηκαν και πετούσαν πάνω από το πλατάνι, που βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός. Δεν υπήρχε πουθενά αλλού πουλί. Τα γύρω δένδρα γυμνά και άδεια. Όλα τα πουλιά του δάσους μαζεύτηκαν πάνω στο πλατάνι ” των Χριστουγέννων”, που νόμιζες πως είχε φύλλα, καθότι ως φυλλοβόλα δένδρα την εποχή αυτή τα πλατάνια είχαν ρίξει όλα τους τα φύλλα στη γη και παρέμεναν γδυτά.Όταν ο Γέροντας είδε τους δύο φοιτητές κατέβασε τα δεητικά χέρια του και σταμάτησε την ψαλμωδία. Τότε σταμάτησαν την συμφωνία και τα πουλιά και άρχισαν να πετούν και να απομακρύνονται. Η χοϊκή παρουσία των νέων τα έδιωχνε, τους χάλασε τη μυστική χριστουγεννιάτικη χορωδία. Σηκώθηκε ο άνθρωπος του Θεού και απευθυνόμενος στους δύο νέους τους λέει:
– Να καλά μου παιδιά! Ήταν τόση η χαρά μου από την γέννηση του Χριστού, που δεν άντεχα να την έχω μόνος μου και είπα, δεν πηγαίνεις χαζέ Ιάκωβε μέσα στο δάσος να ψάλλης “Χριστός γεννάτε δοξάσατε”; Και όπως έψελνα, ήλθαν όλα αυτά τα πουλιά και έψελναν και αυτά μαζί μου !
Βλέπετε ο απλός Γέροντας Ιάκωβος ήταν αναγγενημένος, αφού είχε μιμηθεί το Χριστό μας και τα στίγματα της αγάπης του βάσταζε στην καρδιά του. Γι’ αυτό και αν και ζούσε στη γη προαπολάμβανε της χαράς των ουρανών. Ζούσε τη μυστική χαρά του Παραδείσου.
Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας – Υμνογράφος