Ανάμεσα στους μάρτυρες της Αναστάσεως ξεχωρίζει μια αποστολική μορφή, της οποίας η αμφιβολία αποτελεί ισχυρότατη απόδειξη του θαύματος των θαυμάτων. Γιατί η δική της απιστία τόνωσε τη δική μας πίστη! Ο δισταγμός της δικής της ψυχής, νεύρωσε τη δική μας!
Γνωστό το περιστατικό, που τόσο ζωντανά το περιγράφουν τα θεόπνευστα κείμενα (Ιωαν. κ’ 19-29). Οι Μαθητές μαζεμένοι στο υπερώο της Ιερουσαλήμ ήταν γεμάτοι φόβο. Έλειπε μόνο ο Θωμάς. Ήλθε ο ποθούμενος, εκείνος όμως που τόσο τον ποθούσε έλειπε. Ο νικητής του άδου και του θανάτου έφτασε θριαμβευτής στο στρατόπεδό του, ο στρατιώτης του όμως απουσίαζε. Όταν γύρισε ο Θωμάς, οι άλλοι Μαθητές του ανήγγειλαν το αναστάσιμο άγγελμα: «Είδαμε τον Κύριον!». Με τα μάτια μας. Δεχτήκαμε το χαιρετισμό της ειρήνης του. Μας έδειξε τ’ άχραντα χέρια του, την αγία πλευρά του, που την τρύπησε η λόγχη του Ρωμαίου στρατιώτη. Μας έδωσε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Έμεινα να τους κοιτάζει ο Δίδυμος κι ύστερα τους απάντησε διστακτικά: «ἐὰν μὴ ἴδω, οὐ μὴ πιστεύσω». Αν δεν δω με τα ίδια μάτια μου «τον τύπο των ήλων» κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου πάνω στις πληγές του και το χέρι μου «εις την πλευράν του», δε θα πιστέψω!…
Εκείνη η απουσία του Θωμά, η αμφισβήτηση, η απιστία, η ολιγοπιστία του, που είχε βέβαια τα δικαιολογητικά της, ήταν -έτσι μου φαίνεται- θεία οικονομία! Με ενισχύει στην άποψή μου ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου, που γεμάτος χαρά γι’ αυτή τη «διχόνοια των λογισμών» του Μαθητού, του λέει: «Επαινώ σου τον φιλόνεικον και φιλόχριστον τρόπον, ως πάσαν φιλονεικίαν αιρετικών εκκόπτοντα. Απίστησον, απίστησον έτι και μάλλον, ινα πιστεύσω βεβαίως εγώ»! Δηλαδή· επαινώ Θωμά τον φιλόνικο και φιλόχριστο τρόπο σου, γιατί αυτός αποστομώνει κάθε αιρετικό, που αμφισβητεί την Ανάσταση. Απίστησε, απίστησε κι άλλο, Θωμά, κι άλλο, ακόμη περισσότερο για να πιστέψω απόλυτα εγώ! «Ζήτησον τον Κύριον και κάλεσον τον παρόνται, ίνα σου ζητούντος αυτόν και καλούντος, εγώ περιπτύξομαι τον εμόν Λυτρωτήν. Σου γαρ απιστούντος, εγώ πιστεύειν διδάσκομαι»· ζήτησε τον Κύριον και κάλεσε Εκείνον που είναι παρών, ώστε ενώ ζητείς και καλείς εσύ, να αξιωθώ εγώ να περιπτυχθώ τον Λυτρωτή μου. Γιατί δείχνοντας εσύ απιστία και αμφισβήτηση, εγώ διδάσκομαι να πιστεύω.
Αυτό το εγκώμιο της αμφιβολίας του Θωμά· αυτή η επίμονη παρότρυνση της χρυσής γλώσσας δεν είναι ρητορικό σχήμα. Ο θεοφώτιστος Χρυσόστομος ήξερε πολύ καλά τι έλεγε και γιατί τα έλεγε. Άλλωστε η συμπεριφορά του Κυρίου βεβαίωσε απόλυτα την επίμονη παρότρυνση του αγίου ιεράρχου της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Κύριος, ως καρδιογνώστης, γνώριζε πως ο Θωμάς ήταν ένας ειλικρινής, που διψούσε για την αλήθεια. Πως ήταν μια καλοδιάθετη ψυχή, που όταν της φέρεις πειστικές αποδείξεις δε θα μείνει αμετακίνητη στις θέσεις της. Ήταν έτοιμη να αποδεχθεί ολόψυχα την αλήθεια και να θυσιάσει γι’ αυτήν ακόμα και τη ζωή της. Με τη σύγχρονη ορολογία, θα ‘λεγα, πως ο Θωμάς ήταν ένας άνθρωπος που προβληματιζόταν θετικά, γόνιμα, δημιουργικά. Ζητούσε να βρει. Συζητούσε χωρίς στρεψοδικίες, για να μάθει. Ερευνούσε χωρίς αντίλογο, για να πληροφορηθεί καλύτερα. Ήταν ένας τίμιος, ένας διψασμένος και ανιδιοτελής αναζητητής. Δεν είχε τίποτα από την επίμονη απιστία των «σοφών» του καιρού του· των Φαρισαίων και Γραμματέων, οι οποίοι κυριευμένοι από φθόνο και κυριαρχημένοι από εωσφορισμό δεν δέχονταν τίποτα. Εκείνοι επέμεναν -το ‘δειξαν πάμπολλες φορές ως τότε- στο «ου με πείσης, καν με πείσης». Γι’ αυτό ο Κύριος δεν φανερώθηκε μετά την Ανάστασή του σ’ αυτούς. Άπιστοι -ή ορθότερα κακόπιστοι- τυφλωμένοι στο νου και σκληροί στην καρδιά ούτε και τότε θα πίστευαν. Ο Κύριος όμως έδειξε συγκατάβαση στην περίπτωση του Θωμά· άλλωστε ο Κύριος δεν αφήνει κανένα στην άγνοια. Γι’ αυτό και μετά από οκτώ ημέρες έκανε νέα εμφάνιση, όταν στον κύκλο των Μαθητών ήτανε πια και ο Θωμάς.
Όμως το εκπληκτικότερο είναι ότι ο Κύριος στη δεύτερη περίπτωση δεν έδειξε απλώς «αυτοίς τας χείρας και την πλευράν». Κάλεσε τον Θωμά να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, να διαβάσει με τα μάτια και …τα χέρια τα άγια τραύματα του Πάθους. Κάλεσε τον Μαθητή να βάλει «την χείρα του την φιλοπράγμονα και φιλομαθή» πάνω στο άγιο Σώμα του το οποίο δεν το άγγιξε καθόλου η φθορά του τάφου. Παρέδωσε τα τραύματα και τους «μώλωπάς» του, σ’ αυτόν που αμφισβητούσε την Ανάστασή του· τον άφησε να ψηλαφήσει τα τρόπαια της νίκης. Αυτά που είδε ο ήλιος κι ευθύς σκοτείνιασε· εκείνα που ένιωσε η γη και σείστηκε· αυτά που αντίκρυσαν οι πέτρες και σχίσθηκαν· εκείνα που πληροφορήθηκε το καταπέτασμα του Ναού και σχίσθηκε μ’ έναν ανεξήγητο τρόπο («από άνωθεν έως κάτω»)· το γεγονός που άκουσαν και είδαν οι νεκροί και πήδησαν έξω από τους τάφους. Μ’ άλλες λέξεις ο Θεάνθρωπος που δέχτηκε με άπειρη συγκατάβαση τους ήλους των σταυρωτών, συγκαταβαίνει και στην αμφιβολία του Θωμά. Εκείνος που δέχτηκε την περιφρόνηση και την ύβρη των σταυρωτών του υπομένει και την περιέργεια εκείνου, που τον αγαπούσε αγνά και ειλικρινά.
Αλλά δεν χρειάστηκε να ψηλαφήσει τις πληγές του Χριστού ο Θωμάς για να πιστέψει. Και μόνο που τις είδε· και μόνο που είδε μπροστά του τον Κύριο κι άκουσε τη φωνή του· και μόνο που έφερε αμέσως στο νου του τα φρικτά πάθη του Διδασκάλου, πίστεψε. Γι’ αυτό η απάντησή του στη νέα συγκατάβαση του Κυρίου ήταν θριαμβευτικό ξέσπασμα: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»! Πιστεύω και ομολογώ, ότι είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου. Από δω κι εμπρός ο Θωμάς θα αφιέρωνε τη ζωή του για να κηρύξει ό,τι είδε, ό,τι άκουσε, ό,τι επέμενε να ψηλαφήσει, αλλά δε χρειάστηκε να το κάνει. Αφού και μόνο να συλλογιστείς τις πληγές του Κυρίου, που υπέφερε για σένα, αρχίζεις να συγκλονίζεσαι· και υποκλινόμενος σ’ αυτές μ’ ευλάβεια, ομολογείς την πίστη σου.
Εκεί καταλήγει πάντα η καλή απιστία. Ομολογεί ταπεινά, ανεπιτήδευτα, ολόψυχα, θριαμβευτικά την πίστη της. Και την διακηρύττει πια, χωρίς πολλά λόγια· με μια λακωνική πρόταση. Μ’ εφτά μόνο λέξεις, με τις οποίες εκφράζεται όλο το σχέδιο της θείας οικονομίας για τον άνθρωπο και τον κόσμο· όλο το μυστήριο της σωτηρίας.
Αν στο αγώνισμα της αφοσιώσεως πρωταθλήτριες είχαν αναδειχθεί οι Μυροφόρες, στο αγώνισμα της πίστεως πρωταθλητής αναδείχτηκε ο Θωμάς. Μυροφόρες και Θωμάς έγιναν πρωταθλητές στο ρόλο των οικουμενικών θεοκηρύκων μ’ όλους τους Αποστόλους. Και στις δύο περιπτώσεις όμως νίκησε η αγάπη του Θεανθρώπου για το πλάσμα της. Αυτή που πάντα χαίρεται να ταπεινώνεται και να συγκαταβαίνει στο έργο «των χειρών της», όταν βλέπει καλή διάθεση και καθαρότητα ελατηρίων· και που πάντα βιάζεται και σπεύδει κοντά στο λογικό της δημιούργημα από άπειρη αγάπη.
Στην αναστάσιμη χαρά ξεχείλισε το «είναι» μου, αφού με μέθυσε με το κέρασμα της αθανασίας, αναπήδησε η ερώτηση:
–Τι είναι εκείνο που κάνει τους νέους να καταξιώνουν αληθινά τα νιάτα και τη ζωή τους, σ’ αυτή την ηλικία που όλα τα βάζουν κάτω από κριτική; Ποιος μπορεί να διώξει από μέσα τους την αμφιβολία, που παίρνει να τους θολώνει το νου, να τους ξεστρατίζει και να τους οδηγεί όχι λίγες φορές στην καταστροφή;
Τότε άκουσα μια φωνή από τα βάθη των αιώνων, κάπου που πέρασε μέσα από όμοιες καταστάσεις· του Θωμά. Και μου ‘πε η φωνή:
–«Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!…
Γεμάτος πνευματική ευφροσύνη κάθισα κι έγραψα όσα διαβάσατε…
Διασκευασμένο Απόσπασμα από το βιβλίο “Στις γιορτές της Ορθοδοξίας:στοχασμοί και ανατάσεις”
του Νικολάου Π. Βασιλειάδη