Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης († 1994)
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[Ο Γαβριήλ ο μετέπειτα ονομαστός Αγιορείτης Γέροντας Χατζη-Γεώργης]: Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων ακολούθησε και αυτός τους συγγενείς του στην Κωνσταντινούπολη, γιατί είχαν μάθει ότι τούρκεψε ο θείος που έμενε εκεί.
Καθώς περνούσαν από ένα ερημικό τόπο, του είπε ο λογισμός ότι θα εύρισκε εκεί ερημίτες να τους πεί να προσευχηθούν για τον θείο του που τούρκεψε. Άφησε λοιπόν τους συντρόφους του και έψαχνε στο δάσος, άλλα δεν βρήκε κανέναν ασκητή.
Έχασε όμως και τους συντρόφους του και λυπημένος παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο να τον βοηθήση.
Ξαφνικά, του παρουσιάζεται ο Άγιος με στολή Αξιωματικού, με φωτεινό πρόσωπο και του λέει:
– Στ’ αλήθεια έχασες τον δρόμο, Γαβριήλ;
– Ναι, τον έχασα, απάντησε ο μικρός.
– Έλα μαζί μου, του είπε ο Άγιος Γεώργιος και τον πήρε στο άλογο του·
πρόφθασε αμέσως τους συντρόφους του, οι οποίοι θαύμασαν και δόξασαν τον
Θεό!
Στην Κωνσταντινούπολη
Μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε μαζί με τους συγγενείς του τον θείο του, με πολύ πόνο.
Ο θείος του είχε μεγάλη θέση στην αυλή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808‐1839). Κάποτε, επειδή είχε διατάξει να γίνουν διάφορα έργα στην πατρίδα του, οι Αρμένιοι τον φθόνησαν και τον συκοφάντησαν στους Τούρκους· για να αποφύγη δε τον θάνατο που τον περίμενε, δυστυχώς τούρκεψε.
Επόμενο ήταν να του έχη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μετά ο Σουλτάνος.
Ενώ έφυγαν οι άλλοι για την πατρίδα τους, μετά από τις συμβουλές τους για να μετανοήση ο θείος του, ο Γαβριήλ παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κοντά του και προσευχόταν πολύ.
Έκανε δε σκληρούς αγώνες για να επιστρέψη ξανά στο Χριστιανισμό, όχι μόνον ο θείος του, αλλά κι ένας Ιερεύς μαζί με μερικούς άλλους, που είχαν τουρκέψει και εκείνοι από φόβο.
Οι θερμές προσευχές του Γαβριήλ, με τις νηστείες και τις πολλές εδαφιαίες μετάνοιες, βοήθησαν για την θεία επέμβαση, και έγιναν κατ’ αρχάς κρυφοί Χριστιανοί και αργότερα έφυγαν στην Σμύρνη.
Και ο μεν θείος του έγινε Νεωκόρος σ’ ένα Ναό και αγωνιζόταν φιλότιμα με πολλή μετάνοια
και αναπαύθηκε την Λαμπροφόρο ήμερα της Αναστάσεως. Ο δε Ιερέας μαζί με
τους άλλους αγωνίσθηκαν και αυτοί φιλότιμα, με συντριβή, και εν μετανοία
αναπαύτηκαν, Χριστιανοί, στην Σμύρνη.
Το διάστημα των τεσσάρων ετών που παρέμενε στην αυλή του Σουλτάνου ο Γαβριήλ, έπεσε στην αντίληψη του Σουλτάνου η ασκητική ζωή του νεαρού Γαβριήλ, και θαύμαζε!
Ένας νεαρός να μη συγκινήται καθόλου από τις ανθρώπινες δόξες και τις κοσμικές απολαύσεις!
Να αναπαύεται σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο και να τρώη μία φορά την ήμερα από μια χούφτα βρεγμένο κριθάρι!
Όλη την νύχτα να προσεύχεται και να κάνη μετάνοιες, ώρες, συνέχεια!
Απορούσε για όλα αυτά ο Σουλτάνος και έλεγε στους αυλικούς του· «ποιός έμαθε σ’ αυτόν τον νεαρό έτσι να νηστεύη και να προσεύχεται»;
Η αγία ζωή του μικρού Γαβριήλ είχε αλλοιώσει και αυτόν τον Σουλτάνο ακόμη, και έγινε κρυφός Χριστιανός.
Ο Γαβριήλ (ο μετέπειτα Χατζη‐Γεώργης) έλεγε αργότερα τα έξης:
«Ο Σουλτάνος Μαχμούτ αγαπούσε κατόπιν τους Χριστιανούς. Ενώ πριν οι
Χριστιανοί δεν μπορούσαν να επιδιορθώσουν ούτε έναν ερειπωμένο Ναό, ούτε
να κτίσουν εκ νέου, αυτός εξέδωσε μετά περί τα δύο χιλιάδες φιρμάνια
προς ανέγερσιν νέων Ναών κ.λπ.
Δώρησε ακόμη και δύο μεγάλες εικόνες του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, τον οποίο ευλαβείτο, και του Πατρός αυτού, του Προφήτου Ζαχαρίου, καθώς και έναν ασημένιο πολυέλαιο.
Εκτός απ’ αυτά, έδειξε μεγάλη εύνοια και στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που χρεωστούσε στους Εβραίους τριάντα έξι χιλιάδες λίρες χρυσές. Ο Σουλτάνος απαίτησε όλα τα έγγραφα αυτού του χρέους και τα κατέστρεψε και διέταξε αυστηρά τους Εβραίους να μην απαιτήσουν στο έξης το χρέος αυτό από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Άλλαξε δε και πολλά άλλα τουρκικά έθιμα και βοηθούσε πολύ τους Χριστιανούς. Επόμενο ήταν να τον θανατώσουν οι Τούρκοι και να πουν ότι πέθανε».
Από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτη (νυν οσίου Παϊσίου), ο «Γέρων Χατζη‐Γεώργης ο Αθωνίτης (1809-1886)», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.