Πριν από την Ανάσταση δεν είχαμε πέσει απλώς σε έσχατη πτώχευση, ούτε ζούσαμε απλώς με αναμονή και αγωνία. Βρισκόμασταν και μόνοι, εγκαταλελειμμένοι μέσα στην παγερή ερημιά. Ξένοι από τον Θεό, τον πλάστη μας, και τους αγγέλους του. Σέρναμε τα βήματά μας στον κόσμο της φθοράς μόνοι, με μόνο σύντροφο την ύλη, μόνιμο συνοδοιπόρο το άγχος στη σκέψη του θανάτου και μοναδικό κτήμα την ασφυξία, που νιώθαμε καθώς βλέπαμε ότι η ζωή μας τελειώνει σε σύντομο χρόνο. Γευόμασταν το πικρό και αλμυρό νερό της αμαρτίας, που μεγάλωνε τη δίψα μας. Ή πίναμε από βαλτονέρια, με αποτέλεσμα να δηλητηριάζεται όλη η ύπαρξή μας και να σέρνεται στη μιζέρια και την καταφρόνια.
Με την Ανάσταση όλα τούτα τελείωσαν. Η ζωή μας άλλαξε ριζικά. Πήρε καινούρια μορφή. Απόκτησε νέα διάσταση. Χάρη στην τριήμερη Ανάσταση του Θεανθρώπου Κυρίου μας οι αγωνίες έσβησαν, η αναμονή τελείωσε, η ζωή μας πλούτισε αφάνταστα. Ευθύς μετά την Ανάσταση οι άγγελοι μας περίμεναν στον κενό τάφο, για να μας ρωτήσουν και να μας βεβαιώσουν: “Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη” (Λουκ. κδ’ 5-6): Γιατί ζητάτε μεταξύ των νεκρών αυτόν, που τώρα είναι πια ζωντανός; Δεν βρίσκεται εδώ στον τάφο· έχει αναστηθεί. Άγγελοι μας βεβαίωναν κατά τη θεία Ανάληψή του πως θα τον ξαναδούμε πάλι να έρχεται με τον ίδιο τρόπο θριαμβευτής στη γη. Οι άγγελοι, φίλοι μας πια, σταμάτησαν να φρουρούν την πύλη του Παραδείσου. Τώρα φρουρούν εμάς τους ίδιους εδώ στη γη, για να μας οδηγήσουν, όταν θα’ ρθει η ώρα, οι ίδιοι στον πάμφωτο και παμπόθητο Παράδεισο, που άνοιξε γι μας ο “πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν” Κύριός μας.
Χάρη στην λαμπροφόρο Ανάσταση του Σωτήρος, εθνικοί και Ιουδαίοι γίναμε ένας λαός, ενωθήκαμε σ’ ένα σώμα. Ο Αναστημένος Κύριος ενώνοντάς μας με τον εαυτό του, έκανε ένα νέο άνθρωπο. Και το σπουδαιότερο είναι πως εθνικούς και Ιουδαίους, ενωμένους σ’ ένα σώμα, μας έκανε πάλι φίλους με τον Θεό, αφού με τον Σταυρό και την Ανάστασή του θανάτωσε οριστικά την έχθρα, που υπήρχε. Όλοι συμφωιλιωμένοι, ανανεωμένοι, σφριγηλοί, γεμάτοι νέα ζωή, δε γλυτώσαμε απλώς από το άγχος στη σκέψη του θανάτου· γίναμε ή καλύτερα είμαστε πια, συμπολίτες των αγίων και οικιακοί του Θεού (Εφεσ. β’ 15-20).
Χάρη στη λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου, μπορούμε να ψάλλουμε χαρμόσυνα: “Γένος ἀνθρώπων ἀφθαρσίαν ενδέδυται“· “ἀφθαρσίαν καὶ ζωήν, πάντες ἐλάβομεν“: Δηλαδή το ανθρώπινο γένος, που ζούσε μέσα στα όρια του χρόνου, τα ξεπέρασε· τώρα βαδίζει προς την αιωνιότητα. Όλοι κληρονομήσαμε αφθαρσία και αιώνια ζωή.
Αυτή η πραγματικότητα, την όποιαν προγευόμαστε εν μέρει κάθε φορά που προσευχόμαστε, που λατρεύουμε τον Θεό, που συμμετέχουμε στα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, είναι κάτι που άλλαξε ριζικά τη ζωή μας· τον όλο μας προσανατολισμό. Δεν είναι καθόλου μικρό να ξυπνάς από τον ύπνο, ν’ ανοίγεις το πρωί τα μάτια σου, ν’ ατενίζεις το φως του ήλιου και να σκέφτεσαι πως, όταν τελειώσει τούτη η εναλλαγή ημέρας και νύκτας, θα ξυπνήσεις για ν’ ατενίσεις το ανέσπερο φως του Ηλίου της δικαιοσύνης. Σε διαπερνά ένα νέο ρεύμα ζωογόνο, όταν στοχάζεσαι πως μόνος νεκρός είναι τώρα ο θάνατος· πως το τέλος σου δεν είναι μηδέν, νιρβάνα, απώλεια. Χάρη στην Ανάσταση σου έχει δωρηθεί η ελεύθερη είσοδος κι η ευφρόσυνη αναπνοή σ’ ένα χώροι ολωσδιόλου διαφορετικό απ’ αυτόν της γης· στο χώρο του απείρου Θεού, “ἔνθα ἡ πυρίπνους του Πνεύματος δρόσος”· εκεί όπου πνέει απαλά η δροσιστική αύρα του Αγίου Πνεύματος, η γεμάτη μυστικά μύρα, Αυτή που ενώ αποπλέει άυλη φωτιά, ταυτόχρονα δροσίζει! Εκεί θα πίνουμε το ζωντανό νερό, που αναπηδά ολόδροσο από την πηγή της αιώνιας ζωής.
Και μόνο που γράφω τούτες τις γραμμές μέσα στον ασύδοτο χορό των πειρασμών του κόσμου, και μέσα στην αποθέωση της ύλης, νιώθω μια αγαλλίαση, που υπερβαίνει όλες τις χαρές. Συγκλονίζομαι από θείο ρίγος. Γεμίζω με μυστική ανέκφραστη ελπίδα που ξεπερνά όλες τις ελπίδες.
Λυπούμαι ειλικρινά όσους δεν γεύτηκαν ακόμα τούτα τα πανευφρόσυνα σκιρτήματα. Όσους δε λούστηκαν ακόμα μέσα στο φως της Αναστάσεως, αλλά ασφυκτιούν στο πηκτό σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου. Όσους πορεύονται τον ανηφορικό τους δρόμο στη σκιά και στη φθορά, προσκυνώντας είδωλα. Όσους ζουν μια ζωή άχρωμη κι επίπεδη. Αλήθεια· γιατί τόσοι αδελφοί μας χάνονται στην αμαρτία; Κρατώντας την αναμμένη αναστάσιμη λαμπάδα μου θα ‘θελα να τους εξηγήσω όλα όσα νιώθω· μα δεν μπορώ. Γι’ αυτό τους προτείνω το αναστάσιμο φως και τους λέω μ’ όλη τη θέρμη της ψυχής μου:
–Αδέλφια, θέλετε να λυτρωθείτε από την αβεβαιότητα και τη μοναξιά σας; “Χριστός Ανέστη!“. Θέλετε να πλουτίσετε και να ζεστάνετε τη ζωή σας; “Χριστός Ανέστη!“. Θέλετε να ‘χετε στενή φιλία με τον Θεό και τους αγγέλους; “Χριστός Ανέστη!“. Ζητάτε φως; “Χριστός Ανέστη!“.
Όσοι αποδέχονται το λόγο μου ανάβουν τη δική τους λαμπάδα και μου απαντούν: “Αληθώς Ανέστη!“. Έτσι έχουμε όλοι -κι αυτοί κι εγώ- πάντα Πάσχα!
Απόσπασμα από το βιβλίο “Στις γιορτές της Ορθοδοξίας: στοχασμοί και ανατάσεις”, του Νικολάου Π. Βασιλειάδη