(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Το 1463 αρχιμανδρίτης της μονής των Σπηλαίων ήταν ο μακάριος Νικόλαος.
Ανήμερα το Πάσχα εκείνης της χρονιάς, την ημέρα που όλοι οι χριστιανοί εόρταζαν «θανάτου την νέκρωσιν» και «άδου την καθαίρεση», ένας από τους πατέρες της μονής, ο ευλαβής και ενάρετος ιερομόναχος Διονύσιος Στέπα*, μπήκε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να θυμιάσει τα σεπτά σκηνώματα των κεκοιμημένων αγίων.
Τον ακολουθούσαν και μερικοί άλλοι αδελφοί, με αναμμένες λαμπάδες.
Σαν έφτασε στον τόπο όπου παλαιά ήταν η τράπεζα των σπηλαιωτών μοναχών, ο μακάριος Διονύσιος θύμιασε τα άγια Λείψανα και φώναξε ευφρόσυνα:
– Άγιοι πατέρες και αδελφοί! «Αυτή η κλητή και αγία ημέρα…, πανήγυρης εστί
πανηγύρεων»! Χριστός ανέστη!
Την ίδια στιγμή – ω του θαύματος! – όλα τ’ άφθορα οσιακά σκηνώματα, ανασήκωσαν ελαφρό τα κεφάλια και αποκρίθηκαν με μιαν απόκοσμη, βροντερή φωνή:
– Αληθώς ανέστη!
Με φρίκη ο θεοφιλής Διονύσιος και οι συνοδοί του, έτρεξαν και γνωστοποίησαν το θαυμαστό γεγονός στον ηγούμενο Νικόλαο και τους λοιπούς πατέρες, γιο να δοξάσουν τον αναστάντα Κύριο και τους αγιασμένους δούλους Του.
Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου.