Τότε που γεννήθηκε ο Ιωάννης, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καίσαρας Αύγουστος έβγαλε διαταγή να απογραφούν όλοι οι κάτοικοι της απέραντης αυτοκρατορίας του. Έπρεπε λοιπόν όλοι να πάνε στην πόλη απ’ όπου κατάγονταν, για να απογραφούν. Έτσι ο Ιωσήφ ξεκίνησε από τη Ναζαρέτ, όπου έμενε, να πάει στη Βηθλεέμ, απ’ όπου καταγόταν, μαζί με τη Μαρία που ήταν έγκυος.
Όταν έφτασαν στη Βηθλεέμ, δεν υπήρχε κατάλυμα για να μείνουν. Όλα ήταν γεμάτα από τους πολλούς ταξιδιώτες, που είχαν ήδη έρθει για την απογραφή. Για να περάσουν το κρύο βράδυ, φιλοξενήθηκαν σ’ έναν στάβλο. Εκείνο το βράδυ συμπληρώθηκαν οι ημέρες της εγκυμοσύνης της Μαρίας και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο και μονογενή, που ήταν Υιός Θεού σύμφωνα με την αγγελία του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Τον τύλιξε σε σπάργανα, δηλαδή κουρέλια από ύφασμα, και τον έβαλε στο παχνί των ζώων, για να ζεσταθεί με την ανάσα τους.
Στους λόφους και τα υψώματα γύρω από τη Βηθλεέμ ξαγρυπνούσαν μερικοί βοσκοί φυλάγοντας τα κοπάδια τους. Ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά τους άγγελος λουσμένος σε λαμπρό και υπέροχο φως. «Μη φοβάστε!», τους λέει. «Σας φέρνω την πιο χαρούμενη είδηση, όχι μόνο για σας, αλλά και για όλον τον κόσμο. Γεννήθηκε σήμερα στην πόλη του Δαβίδ, ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός, ο Κύριος. Κι αυτό θα είναι σημάδι για να τον αναγνωρίσετε. Θα βρείτε βρέφος νεογέννητο, τυλιγμένο σε σπάργανα και τοποθετημένο σε μια φάτνη».
Κι ενώ ακόμα τους μιλούσε ο άγγελος, εμφανίστηκε πλήθος αγγέλων που κατέβαιναν από τον ουρανό και υμνούσαν τον Θεό λέγοντας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Εκστατικοί οι βοσκοί είπαν μεταξύ τους: «Ας πάμε ως τη Βηθλεέμ κι ας δούμε αυτό που μας μήνυσε ο άγγελος και μας φανέρωσε ο Κύριος». Βρήκαν στον στάβλο τη Μαρία και το βρέφος στη φάτνη κι έπεσαν στα γόνατα και το προσκύνησαν. Κι η Μαρία αυτά τα γεγονότα τα κρατούσε στο μυαλό και στην καρδιά της.