Πέτρου Παπαπολυβίου
Αναπληρωτή καθηγητή Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας
Κοσμήτορα Φιλοσοφικής Σχολής
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Οι Ορθόδοξοι κληρικοί ήταν μια κατηγορία Ελλήνων Κυπρίων στην οποία επιφυλάχθηκε άγρια μεταχείριση από τα τουρκικά στρατεύματα και τους άτακτους Τουρκοκύπριους – στελέχη των παραστρατιωτικών ομάδων που βοήθησαν τον στρατό εισβολής. Οι περισσότεροι από όσους κληρικούς συνελήφθησαν ή εγκλωβίστηκαν στα χωριά τους, κακοποιήθηκαν βάναυσα κατ’ εξακολούθηση, χωρίς να έχουν προκαλέσει ή να έχουν βλάψει κάποιον. Προφανής σκοπός ήταν η ψυχολογική και σωματική εξουθένωση των κληρικών, ώστε να κατατρομοκρατηθεί και το ποίμνιό τους για να διευκολυνθούν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας. Παράλληλα, ήταν και μια αναχρονιστική αναβίωση των αντιχριστιανικών διωγμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ειδικά εναντίον του ορθόδοξου κλήρου.
Στο παρόν σύντομο άρθρο θα παρουσιάσω μερικές μόνον περιπτώσεις κληρικών που υπέστησαν φοβερά μαρτύρια κατά την αιχμαλωσία τους. Πρώτος στον σχετικό κατάλογο είναι ο ιερέας της Αγκαστίνας, παπά Επιφάνιος Ιωάννου, από το Μηλικούρι, έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών, 54 ετών το 1974. Με δράση στον αγώνα της ΕΟΚΑ και στη διάρκεια των ταραχών του 1963-1964 ο πατήρ Επιφάνιος παρέμεινε στην Αγκαστίνα με δική του, συνειδητή επιλογή, και ακολούθησε την τύχη του ποιμνίου του. Συνελήφθη στις 17 Αυγούστου και μεταφέρθηκε στη Μια Μηλιά. Ο εντοπισμός των οστών του το 2011, πιστοποίησε τον μαρτυρικό του θάνατο από τα χέρια των εισβολέων.
Ο δεύτερος μάρτυρας κληρικός προερχόταν κι αυτός από την επαρχία Αμμοχώστου, και ήταν ο από το 1951 ιερέας του ναού του Αγίου Γεωργίου Τρικώμου, ο πατήρ Ιωακείμ Φιλίππου, 58 ετών κατά το 1974, από το Διόριος της επαρχίας Κερύνειας. Η σύζυγός του Χρυστάλλα ήταν από τον Άγιο Επίκτητο της Κερύνειας και είχαν δώδεκα παιδιά. Τον σκότωσαν το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου του 1974 Τούρκοι στρατιώτες, στην παρουσία της πρεσβυτέρας του. Μετά τη δολοφονία του η σύζυγός του, με τη βοήθεια άλλων ηλικιωμένων εγκλωβισμένων συγχωριανών της τον έθαψαν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.
Ένας τρίτος ιερέας, ο Παπαχρυσόστομος Χριστοφή Καραγιώργη από τον Δαυλό Καρπασίας, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1974, σε ηλικία 58 ετών απήχθη από Τουρκοκύπριους γειτονικών χωριών και ήταν αγνοούμενος μέχρι το 2012 όταν εντοπίστηκαν τα οστά του. Η κηδεία του τελέστηκε τον Ιανουάριο του 2018, στη Λευκωσία.
Εκτός από τα τρία άμεσα θύματα μαρτυρίου, δύο άλλοι κληρικοί απεβίωσαν από τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν στην αιχμαλωσία τους. Ο πρώτος ήταν ο ιερέας του χωριού Παλαίκυθρο, Παπαγεώργιος Αθανασίου, ο οποίος απελευθερώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1974 ύστερα από 15νθήμερη αιχμαλωσία και μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας σε άθλια κατάσταση. Από το κρεβάτι του Νοσοκομείου ο ιερέας του Παλαικύθρου αφηγήθηκε σε εφημερίδα της Λευκωσίας μικρό μέρος των όσων υπέστη («Όταν μπήκαν στο Παλαίκυθρο… Από την βαρβαρότητα των Τούρκων. Αφηγείται ο ιερεύς του χωριού», εφημ. Ο Φιλελεύθερος, 3 Σεπτεμβρίου 1974)»:
«Όταν οι Τούρκοι στρατιώται εισήλθον με τα τάνκς εις το χωρίον μας, συνεκέντρωσαν τους παραμείναντας εκεί χωρικούς και διαχώρισαν τους άνδρες από τας γυναίκας και τα παιδιά. Τρεις έως τέσσερεις νέοι που δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν από το χωρίον, επυροβολήθησαν και εφονεύθησαν εν ψυχρώ. Εμένα με διεχώρισαν από τους άλλους και κατόπιν ενός χυδαίου υβρεολογίου μου εψαλλίδισαν την γενειάδα και τα μαλλιά, λέγοντάς μου ότι έπρεπε να γίνω χοίρος. Μετά την εξευτελιστικήν αυτήν ενέργειαν με έρριψαν εις το έδαφος, με εκλωτσοκοπούσαν και με εκτυπούσαν με τους υποκοπάνους των όπλων των. Εις το τέλος, αφού με κατέστησαν ανίκανον να σηκωθώ, με έδεσαν χειροπόδαρα, όπως έκαναν και εις πολλούς άλλους γέροντας».
Ο π. Γεώργιος Αθανασίου απεβίωσε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας, δύο μέρες αργότερα, στις 5 Σεπτεμβρίου 1974, στα 78 του χρόνια. Ήταν ο πατέρας του αγωνιστή της ΕΟΚΑ, θεολόγου και σπουδαίου βυζαντινού αρχαιολόγου Αθανάσιου Παπαγεωργίου (1931-2022).
Ο δεύτερος ιερέας ο οποίος απεβίωσε εξαιτίας των βασανιστηρίων στα χέρια των Τούρκων ήταν ο ιερέας Ηλίας Παπαλεοντίου, από την Άσσια, ιερέας του ναού του Αγίου Γεωργίου. Σύμφωνα με κυβερνητικό ανακοινωθέν της 16ης Οκτωβρίου 1974, «εκακοποιήθη υπό των εισβολέων και υπέκυψεν αργότερον εις τα τραύματά του». Ήταν 85 ετών το 1974 και μεταφέρθηκε από τους Ειρηνευτές στο Νοσοκομείο Κυπερούντας, εξαντλημένος και αφυδατωμένος, μαζί με την πρεσβυτέρα του. Εκεί απεβίωσε στις 11 Οκτωβρίου 1974 και ετάφη με συνοπτικές διαδικασίες στα Χαντριά, χωρίς να ειδοποιηθεί η οικογένειά του, που είχε καταφύγει στο Δασάκι της Άχνας. Τον Φεβρουάριο του 2009 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Λάρνακα.
Ένας άλλος ιερέας που συνελήφθη στο χωριό του από τον τουρκικό κατοχικό στρατό ήταν ο π. Αποστόλης Κυριάκου Χατζηαποστόλου, από την Άσσια, 54 ετών κατά το 1974. Παραθέτω απόσπασμα κατάθεσής του που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 17 Σεπτεμβρίου 1974.
Κατάγομαι από την Άσσιαν, όπου και διέμενα μετά της οικογενείας μου. (…) Την 14ην Αυγούστου 1974 (…) ενώ ευρισκόμαστεν εντός του σπιτιού μου, περίπου η ώρα 3 μ.μ., ήλθαν 4 – 5 Τούρκοι στρατιώτες, άνοιξαν την πόρταν και έριξαν 5 – 6 πυροβολισμούς στον αέραν. Αμέσως μας διέταξαν όλους και εψηλώσαμεν τα χέρια μας πάνω. Μας ηρεύνησαν και μας έπιασαν τα χρήματά μας. Εμένα συγκεκριμένως μου έπιασαν 3-4 λίρες. Μετά από την έρευνα μας έβαλαν όλους εις ένα φορτηγόν στρατιωτικόν αυτοκίνητον και αφού εμαζέψαν και άλλους χωριανούς μας, μας ωδήγησαν εντός χωραφιών, περίπου ένα μίλι έξω από το χωρίον μας. (…)
Είμαστε όλοι άνδρες. Αφού έριξαν αρκετούς πυροβολισμούς πάνω από τις κεφαλές μας, μας διέταξαν και πάλι και εκαθίσαμεν. Τότε, ένας από τους Τούρκους στρατιώτες, τον άκουσα να λέγη: «Πιρ Παπά». Αμέσως ήλθεν κοντά μου, επήρεν το καλυμαύχι μου, το επέταξεν πάνω και το εκλώτσησεν. Δέον να σημειωθή ότι, όλων μας, τα χέρια μας ήταν δεμένα πίσω με σπάγγον. Ακολούθως μου αφήρεσαν το αντερί και τον σταυρόν μου, τα οποία επέταξαν εις τους αγρούς. Μετά άρχισαν να με τραβούν από τα γένια και να με κτυπούν με τα χέρια τους και τους υποκοπάνους των όπλων των, έχοντας επί του στήθους μου και της ράχης τας λόγχας των όπλων των».
Αγριότερα, ακόμη, βασανίστηκε ένας άλλος ιερέας, ο οποίος, επιπλέον, μεταφέρθηκε και ως αιχμάλωτος στα Άδανα. Πρόκειται για τον ιερέα του χωριού Τριμίθι, π. Ιωάννη Νικολάου, εφημέριο του ναού του Αγίου Χαραλάμπους. Παραθέτω αποσπάσματα από τη συγκλονιστική περιγραφή ενός συγκρατουμένου του (Πιερής Μ. Πιερή, Αντίο… Από το ημερολόγιο ενός αιχμαλώτου, Λεμεσός 1995, σσ. 144-148.)
«Όταν ο παπάς άρχισε να φωνάζει απελπισμένος από την άγρια μεταχείριση και την απάνθρωπη συμπεριφορά τους, κάποιος του κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στα μούτρα, τόσο δυνατό που το κορμί του έγυρε προς τα πίσω. Δεν έπεσε όμως γιατί το κράτησαν αυτοί που βρίσκονταν από πίσω του. Τον συγκράτησαν αρπάζοντάς τον γερά και κτυπώντας τον κι αυτοί που έφταναν. Ένας τον άρπαξε από τον κότσο, που σχημάτιζαν τα μαλλιά του στο πίσω μέρος της κεφαλής και τράβηξε με δύναμη. Ο πόνος ήταν αβάστακτος, κι εξωτερικεύτηκε με μια δυνατή κραυγή. Και χωρίς να τον αφήσει ο βάρβαρος, τράβηξε την λόγχη που κρεμόταν από τη ζώνη στη μέση του και με μια απότομη κίνηση τον έκοψε. Κραυγές αλαλαγμού ακούστηκαν και πάλι, ενώ πετούσε τα μαλλιά και τα σκόρπιζε ψηλά στον αέρα πάνω από τα κεφάλια τους, πριν πέσουν στη γη και τα τσαλαπατήσουν κι αυτά.
Στη θέα της λόγχης, άλλος ένας καννίβαλος τράβηξε τη δική του κι όρμησε μαινόμενος εναντίον του δύσμοιρου ιερέα, αποφασισμένος να του καταφέρει το τελειωτικό κτύπημα. Εκείνος δεν μπορούσε να προφυλακτεί. Ίσως και να μην τον πρόσεξε αφού σπάραζε από τον πόνο και παράδερνε στα χέρια τους, χωρίς να μπορεί να αντιδρά κτυπώντας από τον ένα στον άλλο και σ’ όλους με τη σειρά. Τον τραβούσαν από τα γένια, τον χλεύαζαν και τον περιγελούσαν, κι ο ένας τον έστελλε στον άλλο με δυνατά κτυπήματα. Σπαρταρούσε στα χέρια τους σαν το ψάρι στη στεριά και το τέλος δεν φαινόταν μακριά. Την τελευταία στιγμή, ίσως γιατί ήθελαν να τον κρατήσουν ζωντανό για να διασκεδάσουν ακόμα πιο πολύ με τον πόνο του μπήκαν στη μέση κάποιοι άλλοι και εμπόδισαν τον συνάδελφό τους να αποτελειώσει το θύμα τους». (…)
Ταπεινοί κληρικοί, αθλήσαντες νεομάρτυρες, από τις σελίδες του μαρτυρολογίου του 1974, τους οποίους οφείλουμε να τιμούμε.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 58 (Μάιος – Αύγουστος 2024), σελ. 602-605.