Έλεγε ο αείμνηστος Γέροντας π.Επιφάνιος:
« Μία νύκτα είχα περιέλθη εις μεγάλην αθυμία, λόγω της φοβεράς αϋπνίας. Προσηυχήθην με πόνον εις τον Κύριον λέγοντάς Του:
“Κύριε, δεν σου ζητώ τίποτε άλλο. Ολίγον ύπνον επιθυμώ. Σου ζητώ κάτι ελάχιστον. Κάτι το οποίον, θα έδιδες και εις ένα μυρμήγκι”!
Μετά επήρα εις τα χέρια μου την Καινήν Διαθήκην και την άνοιξα να διαβάσω κάτι. Το μάτι μου έπεσεν εις τον στίχον: “Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη, ίνα μη υπεραίρωμαι” (Β’ Κορ. ΙΒ’7’).
Έκλεισα με ευλάβεια την Αγίαν Γραφήν και είπα:
“Σε ευχαριστώ, Κύριε!”.
Επέρασαν δύο-τρία χρόνια και περιήλθα πάλι εις την ιδίαν ψυχικήν κατάστασιν, από τας πολλάς μου αϋπνίας. Επανέλαβα τα ίδια, οπότε και πάλι το μάτι μου έπεσεν εις τον ίδιον στίχον! Έδοξολόγησα ξανά τον Θεόν και δεν επέμεινα εις το θέμα.
Μετά από πολύν καιρόν, συνεχιζομένου του μαρτυρίου των αϋπνιών, ετόλμησα δια τρίτην φοράν και ξανάνοιξα την Καινήν Διαθήκην προς παρηγορίαν μου. Ξανά ο ίδιος στιχος: “Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη, ίνα μη υπεραίρωμαι. Υπέρ τούτου τρίς τον Κύριον παρεκάλεσα ίνα αποστή άπ’ εμού. Και είρηκέ μοι, αρκεί σοι η χάρις μου. Ή γαρ δύναμίς μου εν ασθένεια τελειούται” (Β’ Κορ. ΙΒ’7’ επ.).
Όποτε είπα κατασυγκινημένος πάλι:
“Κύριε μου, Σε ευχαριστώ. Συγχώρησέ με”.
Από τότε, παιδί μου, δεν ξανατόλμησα να παραπονεθώ δια τίποτε προς τον Κύριον.
Ας έχη δόξαν! »!!