π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Η δημοσιοποίηση των αισθημάτων της καρδιάς είναι τρέλα. Δεν ξέρεις ποιός θα είναι ο αποδέκτης. Δεν γνωρίζεις πως θα εκλάβει την ιερότητα της εξομολόγησης σου. Αλλά ''όποιος ζει χωρίς τρέλες δεν είναι και τόσο φρόνιμος, όσο νομίζει''. Δεν είναι η ώρα της σύνεσης. Γιατί είναι η ώρα του πόνου του καρδιακού, του μεγάλου. Αυτού που κατανοεί το ''περίλυπος εστίν η ψυχή μου εώς θανάτου'' που γεύεται την Γεσθημανή.
Η δωδεκάτη
Μαΐου είναι μνήμη του μεγάλου ιεράρχη της Κυπριακής Εκκλησίας,
του Αγίου Επιφανίου. Μέρα κατάλληλη για προσκύνημα στα ερείπια της
Εκκλησίας του στην Σαλαμίνα. Μαζί με άλλους δυο κληρικούς πορεύτηκε
''εις γην Ισραήλ'', στη γη των πατέρων μας. Με το βάρος του ράσου που
μαρτυρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, με τα μεγαλεία και τις αδυναμίες
της.
Όταν πηγαίνεις προς
τα κατεχόμενα, πρέπει να πηγαίνεις με τη σιωπή που μαρτυρεί πόνο. Δεν
μπορείς να μιλάς, δεν γίνεται να αργολογείς. Ο πόνος χρειάζεται
περισυλλογή δυνάμεων για να τον αντέξεις. Όπως, όταν πηγαίνεις για
εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.
Εκεί στα κατεχόμενα η Κύπρος διευρύνεται, μεγαλώνει, γίνεται ωραία.
Αγκαλιάζει την ιστορία της, χαμογελά στις δάφνες της, συντρίβεται στις
αποτυχίες της. Αν είσαι Έλληνας της Κύπρου, μεταφέρεις το βάρος της
πατρίδας σου. Σιωπάς και ταπεινώνεσαι. Αποδέχεσαι τα γεγονότα με την
αξιοπρέπεια που υπομένει, με την σιωπή που αντέχει, με την αντοχή που
ελπίζει.
Κατεχόμενα...Ο
χρόνος σταμάτησε. Περιμένει το ''Ανάστα ο Θεός...'' για να μεταποιηθεί
σε αιωνιότητα. Τώρα μυρίζει θάνατο. Η κίνηση, η ανάπτυξη, ο κόσμος,
είναι όλα νεκρά. Δεν υπάρχει ζωή, δε γεύεσαι ουρανό, δε ζει η ελευθερία.
Ο Ελληνοκύπριος συμπατριώτης που συναντήσαμε μας είπε πως ''δεν μπορεί
να καταλάβει κανείς, το τι νιώθει όποιος επισκέπτεται τα κατεχόμενα,
παρά μόνο αν το ζήσει. Ένα μόνο δε μπορεί να πει ότι γεύεται τη χαρά''.
Μπήκαμε στο μοναστήρι του αποστόλου Βαρνάβα χωρίς κανείς να εμποδίσει
την είσοδο μας. Οι Τουρκοκύπριοι που κάθονταν στην είσοδο θεώρησαν και
αυτοί φυσικό να μην μας βγάλουν εισιτήριο. Μπήκαμε στην Εκκλησία σαν
στο σπίτι μας. Χώρος οικείος κι ας έγινε χώρος εκθέσεως αρχαίων εικόνων,
βυζαντινό μουσείο. Μόλις άρχιζε η παράκληση από τον γέροντα ιερομόναχο
που επέστρεφε στο μοναστήρι του μετά από τρεις δεκαετίες,
περιστοιχιζόμενος από 4-5 κληρικούς. Ψαλμοί,
λαμπάδες, θυμιάματα, δάκρυα. Ποιός μπορεί να τα εμποδίσει; Όλοι σιωπούν,
δεόμενοι στον ''ιδρυτή της αγιωτάτης ημών Εκκλησίας'' να ελευθερώσει
τον τόπο του. Ο διάκονος δεήθηκε και ''υπέρ του φωτισμού και της
συνέσεως πάντων των αγίων εν Κύπρω αρχιερέων''. Η δέηση αναγκαία. Τα
μέλη της Εκκλησίας της Κύπρου, συνειδητά ή ασυνείδητα, περιμένουν την
απόφαση της Συνόδου για τροχιοδρόμηση της διαδικασίας που θα τερματίσει
την εκκλησιαστική κρίση.
Το μοναστήρι το λειτουργούν ως μουσείο και γι΄αυτό τυγχάνει περιποίησης. Ας είναι...
Όμως οι άλλες εκκλησίες του βορρά δεν είναι το ίδιο. Στάβλος, σχολή
χορού, αποθήκη, εξαθλίωση. Μερικές τζαμιά. Κι ό,τι δεν είναι τίποτα
απ΄αυτά, είναι... τι να πεις; Πως να περιγράψεις την βεβήλωση;
Σχίζεται η καρδιά του κάθε χριστιανού και του κάθε παπά ιδιαίτερα. Μας
είπαν πως σέβονται το ράσο. Και το είδαμε πράγματι. Δεν θέλω να με
σέβονται, όταν δεν σεβάστηκαν την αγία τράπεζα, το ναό του Θεού του
ζώντος, το χώρο του Θεού μου. Δεν ξέρω αν στηρίζονται ή όχι στο Κοράνιο
για να δικαιώσουν τις πράξεις τους. Ξέρω ότι αυτό δεν αντέχεται. Κάθε
επίσκεψη σε εκκλησία ήταν μία μαχαιριά στην ιερατική καρδιά. Δεν
μπορούσαμε να περάσουμε έξω από το ναό του χωριού ή το εξωκλήσι του και
να μην κατέβουμε. Στο τέλος όμως δεν αντέχαμε άλλο το μαχαίρωμα και
φύγαμε.
Τι να πεις; Που να
πεις τον πόνο σου; Δεν υπάρχει αυτί για ν΄ακούσει το στεναγμό των βουβών
καμπαναριών, των εικόνων που εξαφανίστηκαν, των αγίων τραπεζών που
βεβηλώθηκαν βάναυσα.
Εκεί στα κατεχόμενα όλα μιλούν κι όλα σωπαίνουν. Ανάλογα με αυτούς που τα επισκέπτονται. ''Ο έχων ώτα ακούει ακουέτω''.
Ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει:
''Ομως αυτά που είδες
είτε μες την ομίχλη
είτε μέσα στο φως
σίγουρα γύρευαν να μιλήσουν.
Πέρασες και δεν τ΄άκουσες.
Και τώρα μόνο η βοή,
οι άναρθρες φωνές η φοβερή σύγχυση
πραγμάτων μισοσυγκινημένων''.
Στα
κατεχόμενα θα πρέπει να πάει ο κάθε Έλληνας Ορθόδοξος Χριστιανός, για
να βιώσει το σταυρό της πατρίδας του,της Εκκλησίας του, δηλαδή το σταυρό
του. Για να νιώσει έτσι τον πόνο της καρδιάς του αναμένοντας την
εμπειρική γεύση της χαράς που έρχεται ''διά του σταυρού'' και διαχέεται
''εν όλω τω κόσμω''.
αναδημοσίευση από περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία", τ. 141, Σεπτέμβριος 2003