Διήγημα βασισμένο σε πραγματικό γεγονός
Η γιαγιά γερνούσε μόνη της σε προσφυγικό συνοικισμό κι όλο αναθυμόταν τα περασμένα. Στην αγάπη του πατέρα της για τους αστερισμούς οφειλόταν τ’ όνομά της. Την έβγαλε Πούλια, κι ας του έκοψε για καιρό την καλημέρα ο παππούς, θυμωμένος που δεν έδωσε στο πρώτο παιδί τ’ όνομά του. Κι η ίδια μετά πήρε το χούι του πατέρα της. Τα βράδια διηγόταν στα παιδιά της ιστορίες για τη μεγάλη θάλασσα του ουρανού, που δεν έχει τέλος κι αρχή, δείχνοντάς τους τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο, την Οπλειά , τον Πολικό Αστέρα, τον Αποσπερίτη ή Αυγερινό…
Εκείνο τον Ιούλη ήρθαν τα πάνω κάτω. Χάθηκε το δώμα απ’ όπου κοίταζαν τον ουρανό, το σπίτι, η αυλή, το χωριό… Κι ο Δημήτρης της, δεκαοκτάχρονος πια, σαν ντύθηκε στο χακί, να πάει στον πόλεμο, έμοιαζε με τον Αυγερινό. Μετά από μέρες έμαθε πως τους πήραν να εκκαθαρίσουν θύλακες των γύρω τουρκοκυπριακών χωριών. Δεν τον ξαναείδε. Αγνοούμενος, της είπαν αργότερα. Κι από τότε τούτη η λέξη μπήκε παράξενα στη ζωή της, πινέζα που της τρυπούσε πάντα την καρδιά.
Φτάσανε πρόσφυγες καραβοτσακισμένοι στη Λεμεσό. Δούλεψε σκληρά με τον άντρα της. Σπάνια γέλασε από τότε που χάθηκε ο γιος. Όσο για τ’ άστρα, δεν τα ματακοίταξε. Άλλωστε είχαν όλα βγει από την τροχιά, είχε χάσει τον ρυθμό. Πολλές φορές πήγαινε να κάνει μνημόσυνο του αγνοούμενου γιου, μα το μετάνιωνε. Κι αν ζει; Δοκίμαζε να ψήσει κόλλυβα στη μεγάλη αλουμινένια κατσαρόλα κι εκείνα κοχλάζοντας, σαν να άνοιγαν στόματα μικρά και τα ’νιωθε να τσιρίζουν, να επαναστατούν. Είναι νεκρός, δεν είναι, είναι νεκρός; Ήταν στιγμές που κόντευε να τρελαθεί.
Αυτά βολόδερνε στον νου της, καθώς λαγοκοιμόταν απόγευμα Απριλίου με μία κουφόβραση παντού, όταν μπήκε ο εγγονός της και τη σκούντηξε.
«Γιαγιά, σήκου τζ’ αννοίξασιν οι τόποι μας, να πάμε στο χωρκόν σου».
Ανασηκώθηκε ξαφνιασμένη.
Της εξήγησε εκείνος ότι ο Ντενκτάς επιτρέπει στον κόσμο να επισκεφθεί τα σπίτια του, περνώντας την «πράσινη γραμμή», αφού δείξει αναγκαστικά ταυτότητες. Αύριο κιόλας θα την έπαιρνε στα Κατεχόμενα.
Απίστευτο της φαινόταν. Νόμιζε πως θα ’φευγε και αυτή σαν τον άντρα της, χωρίς να ξαναδεί τους τόπους όπου είδε το φως, τους τάφους των γονιών της. Ξέχασε τα ενενήντα χρόνια που τη βάραιναν και απ’ το χάραμα πήγε και στρογγυλοκάθισε στο αυτοκίνητο του εγγονού. Τα χιλιόμετρα λιγόστευαν κι αυτή όλο σταυροκοπιόταν. Μία τρελή ιδέα καρφώθηκε τότε στο μυαλό της: Να πήγαινε, λέει, να άνοιγε το σπίτι, τις αυλάες της, και να ’βρισκε μέσα τον γιο της, όπως τον είδε τη στερνή φορά, λεβεντόκορμο, με τα μεγάλα μαύρα μάτια του να την κοιτούν γλυκά…
«Ε, Χριστόδουλέ μου, λαλείς να κάμει θάμμαν ο Θεός τζ’ άμαν αννοίξουμεν το σπίτιν μας, να βρούμεν τον θείον σου τον Δημητράκην, να μας καρτερά;».
Δαγκώθηκε εκείνος. Από πότε άρχισε να έχει συμπτώματα άνοιας η καλή του η γιαγιά;
Πέρασαν στη γη της νοσταλγίας, που για τόσα χρόνια επισκέπτονταν μόνο στα όνειρά τους. Σκονισμένα χωριά, τούρκικα ονόματα, σπίτια χορταριασμένα, ερειπωμένες εκκλησιές… Η γιαγιά δεν καλόβλεπε, μα τον οδήγησε άσφαλτα στο χωριό. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει.
Σε λίγο πάλι του το πέταξε: «Αισθάνουμαι πως μας καρτερά ο θείος σου, λαλώ σου, εν να τον εύρω… εν κοντά μας». Σταμάτησαν έξω από το πατρικό με τη μεγάλη αυλή. Η γιαγιά η Πούλια χύθηκε έξω σαν δεκαοχτάχρονη, πού βρήκε τη δύναμη αυτή, που την υποβάσταζαν για να περπατήσει; Προχώρησε, άνοιξε την αυλόπορτα, έσκυψε, φίλησε τη γη.
Άνοιξε μία μεσόκοπη Τουρκάλα. Τους είπε να καθίσουν. Πρόσφερε καφέ, κουλουράκια. Η γιαγιά δεν τα άγγιξε. Γύριζε τα δωμάτια, την αυλή, σιωπηλή, αλλοπαρμένη. Σερνόταν η μαύρη φιγούρα της, αυστηρή, κυριαρχική, θυμωμένη… Η Τουρκάλα την οδήγησε στον καναπέ και τη ρώτησε. Εκείνη άνοιξε το σφραγισμένο στόμα και διηγήθηκε για τον γιο της. Πως χάθηκε τις μέρες της εισβολής, πως δεν τον ξαναείδε. Ύστερα πήρε να τον περιγράφει. Η άλλη δαγκώθηκε. Βγήκε φουριόζα και πήγε στο γειτονικό σπίτι, έφερε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Τούρκων. Ο γέρος είπε σε σπασμένα Ελληνικά πως τον Αύγουστο του ’74, όταν μπήκε ο τουρκικός στρατός στο χωριό, τρεις Ελληνοκύπριοι κρύφτηκαν στο σπίτι, έβγαλαν τα στρατιωτικά ρούχα και ο ίδιος τούς έδωσε άλλα να φορέσουν. «Ο ένας ψηλός, με μουστάκι, είπε πως δαμαί ήταν το σπίτιν του. Εμπήκαν Τούρτζιοι στρατιώτες, εστήσαν τους έξω τζαι επαίξαν τους . Εδιατάξαν με τζαι έσκαψα λάκκον στην αυλήν τζαι τους έθαψα».
Η γιαγιά έβγαλε φοβερή κραυγή και χύθηκε έξω στον τοίχο της αυλής. Έπεσε στο χώμα, το φιλούσε με πάθος. «Δαμαί είσαι, αστέρι μου, ήξερα πως εν να σε εύρω, γιε μου». Ύστερα λιποθύμησε. Όλα σκοτείνιασαν γύρω της. Άγνωστο πόση ώρα πέρασε. Ενώ ήταν μέρα μεσημέρι, θαρρούσε πως μεσονύχτησε. Άκουσε κάτι σαν σφύριγμα ανέμελο, έναν σκοπό… Της θύμισε καλοκαιριάτικες νύχτες, όταν καθισμένος στο πλατύσκαλο ο Δημήτρης της σιγοσφύριζε κοιτάζοντας τον ουρανό κι ονειρευόταν. Το σφύριγμα δυνάμωνε. Ανασηκώθηκε, προχώρησε ψηλαφητά. «Πού είσαι, γιε μου;», πρόφερε. Έξαφνα, είδε το χώμα να μοιράζεται στα δυό, ωσάν από σεισμό, κάτι σκαλοπάτια φάνηκαν να πηγαίνουν εγκάρσια στη γη. Πήρε να κατεβαίνει σκουντουφλώντας∙ το κεφάλι της βούιζε.
Μία χαμηλή πορτούλα έβγαζε σ’ αυλή. Θεέ μου, τι κήπος ήταν εκείνος! Έφεξε κιόλας κι όλα, δέντρα, πουλιά, νερά απλώνανε τις ομορφιές τους μες στο φως. Το χαρούμενο σφύριγμα σταμάτησε. Τότε ήταν που τον είδε μπροστά της, με την αλλαξιά του την κυριακάτικη, στ’ αυτί του γιασεμί. «Δόξα σοι, Κύριε, ο γιος μου. Δόξα σοι, Κύριε, ήρτεν!». Δοκίμασε να τον αγγίξει, να του φιλήσει τα χέρια, τα πόδια, αυτός έφευγε σαν αχνός… Απόμεινε στον μέγα κήπο που μεθούσε από τις μοσκοβολιές του, μόνη να σταυροκοπιέται.
Ξύπνησε σε θάλαμο νοσοκομείου στη Λευκωσία. Την είχε μεταφέρει εκεί ανήσυχος ο εγγονός, νομίζοντας πως έπεσε σε κώμα. Αργά το απόγευμα παίρναν τον δρόμο για τη Λεμεσό. Στο πρόσωπό της, το πατωμένο ρυτίδες, ταξίδευε ένα περίεργο φως. «Εν σου είπα, Χριστόδουλέ μου, πως εν να βρω τον θείο σου; Είδα τον τζι’ εν καλά τζιαμαί που ένι. Δόξα να ’χει ο Θεός!».
Ο εγγονός συγκλονισμένος δεν μίλησε.
Μπαίνοντας στην πόλη που φιλοξένησε τον πόνο και την πίκρα τους, η Πούλια ολόλαμπρη έλαμπε καταμεσής στον ουρανό. Απόμακρα έφεγγε κι ο Αυγερινός.
Γιώτα Παρασκευά-Χατζηκώστα
Περιοδικό «ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΙΚΗ», Ιούλιος 2024